.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΡΟΚ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

(και πέντε πράγματα που έχω καταλάβει σχετικά με αυτό)




     Αυτόν τον Φεβρουάριο συμπληρώνονται εξήντα χρόνια από την πρώτη επαφή των ελλήνων νέων με τη ροκ μουσική: ήταν Φεβρουάριος του 1956 όταν προβλήθηκε στις αθηναϊκές, αρχικά, κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία ορόσημο "Η ζούγκλα του μαυροπίνακα" τού Ρίτσαρντ Μπρουκς, όπου ακουγόταν το θρυλικό Rock Around The Clock από τον Μπιλ Χάλυ και τους Comets. Το τραγούδι δημιούργησε αμέσως ρεύμα στην ελληνική νεολαία της εποχής, όπως άλλωστε σε κάθε άλλη χώρα όταν πρωτοακούστηκε. 
   Αλλά το 1956 είναι γενικότερα το έτος "απόβασης" της ροκ μουσικής στην Ελλάδα, αφού τον Οκτώβριο εκείνου τού έτους οι έλληνες είδαν για πρώτη φορά το ροκ εντ ρολλ (όπως το έλεγαν τότε) να παίζεται ζωντανά από την ορχήστρα του 6ου αμερικανικού στόλου και να χορεύεται μπροστά σε χιλιάδες κόσμο από τους αμερικανούς ναύτες στον υπαίθριο χώρο του Ζαππείου. Ο νέος χορός, αλλά και η πρωτάκουστη μουσική που τον συνόδευε, έκαναν αίσθηση ιδιαίτερα στους νέους και τις νέες. Οι τελευταίες σχεδόν αρπάχτηκαν (μάλλον χωρίς πολλή αντίσταση...) από τους αμερικανούς ναύτες στη χορευτική πίστα, όπου άρχισαν να μαθαίνουν τα βήματα και τις κινήσεις του νέου χορού. Πολλές ερωτεύτηκαν και σχετίστηκαν με τους αμερικάνους, που τότε έκαναν συχνές εξόδους στην Αθήνα. Οι -μάλλον φτωχοί- έλληνες όμως νέοι δεν γούσταραν να τους "κλέβουν" τα κορίτσια οι μοδάτοι (με μπλου τζην, γνήσια δερμάτινα μπουφάν και αυθεντικά Lucky Strike) αμερικάνοι. Κι έτσι άρχισαν οι πρώτες κλοπές αμερικάνικων ρούχων και οι πρώτες εκτοξεύσεις γιαουρτιών στους "συμμάχους", ή σε διάφορα υπεροπτικά θηλυκά (κατά το κοινώς λεγόμενο "ψωνάρες") που περιφρονούσαν τους ντόπιους νέους (λίγα χρόνια όμως μετά οι έλληνες νέοι θα έπαιρναν θριαμβευτικά τη "ρεβάνς" τους με τις τουρίστριες που θα άρχιζαν να κατακλύζουν την Ελλάδα). 

   Η "γιαουρτόμπαλα" πήρε ακόμα και κάμποσους ταγούς ή θεματοφύλακες της ελληνοχριστιανικής παράδοσης (π.χ. εκπαιδευτικούς, που εκείνη την εποχή είχαν και "διευρυμένες" -βλ. εξωσχολικές- εξουσίες), ή απλά αντιπαθητικούς ανέραστους ενήλικους που συνήθιζαν να κάνουν επιτιμητικό "κήρυγμα" στην "παραστρατημένη" νεολαία, ή σεξουαλικά ανώμαλους (βλ. παιδεραστές) που εκμεταλλεύονταν τη δυσχερή θέση των φτωχότερων ειδικά νέων, και γενικώς οποιονδήποτε θεωρείτο ότι προσέβαλε την προσωπικότητα της νεότητας. 
    Ούτε, όμως ο περιβόητος "νόμος 4000" (που υπερψηφίστηκε και από σύμπασα την αριστερά), ούτε οι εξευτελιστικές διαπομπεύσεις των "τεντυμπόυδων" μπόρεσαν να ανακόψουν τη βαθμιαία εξέλιξη τής ελληνικής νεολαίας (ή τουλάχιστον του καλύτερου κομματιού της): μέσω της "παιδικής ασθένειάς" του, τού τεντυμποϋσμού, το νεογέννητο ροκ φαινόμενο είχε "μολύνει" και την Ελλάδα...
   
    
   


     Έκτοτε πέρασαν εξήντα χρόνια και κάμποσα πράγματα έχουν αλλάξει, τόσο στη ροκ ως μουσική και ως κοινωνικό φαινόμενο, όσο και στις χώρες υποδοχής της. Κανείς, στην Ελλάδα και διεθνώς, δεν μπορούσε να φανταστεί το 1956, ότι οι σωματικές αντιδράσεις που προξενούσαν ο ξέφρενος χορός και η ξέφρενη αυτή μουσική, δεν θα αργούσαν να πυροδοτήσουν αντίστοιχες εγκεφαλικές. Ομοίως, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί το 1956, ότι η γενιά των "τεντυμπόυδων" θα κληροδοτούσε κυριολεκτικά το αντίστοιχό της (αλλά σε ωριμότερες "εκδόσεις": "γιεγιέδες", "φρικιά", πάνκς κλπ.) στις επόμενες γενιές νέων. Εξήντα χρόνια προσφέρουν, λοιπόν, μια συλλογική μνήμη κι ένα σεβαστό ιστορικό και κοινωνιολογικό υλικό, που μπορούσε -και έπρεπε- να γίνει αντικείμενο σοβαρού (δηλαδή επιστημονικού) απολογισμού. Γιατί, μέχρι πριν λίγα χρόνια οι μόνοι στην Ελλάδα που μπορούσαν να πουν κάποια πράγματα από τη σκοπιά της ροκ, όχι μόνο ως μουσικής αλλά και ως διεθνούς κοινωνικού φαινομένου, ήσαν οι δημοσιογράφοι που έγραφαν στον εγχώριο ροκ μουσικό τύπο (όσο για τους δημοσιογράφους των ημερησίων φυλλάδων, πολεμούσαν τη ροκ και τους ροκάδες με τόνους λάσπης). Όμως η δημοσιογραφική οπτική, ακόμα κι όταν δεν είναι επιδερμική, ακόμα κι όταν προέρχεται από ανθρώπους καταρτισμένους, δεν μπορεί να επιτύχει τη συστηματικότητα, τη συνθετική και αναλυτική δύναμη και την τοποθέτηση των γεγονότων στο μακρο-ιστορικό τους πλαίσιο. Το τελευταίο αποτελεί την προϋπόθεση για την κατανόησή τους, αλλά και τον αυτοσκοπό της επιστημονικής ιστοριογραφίας.
     Γι' αυτό παρακάτω θα παρουσιαστούν μερικές εργασίες από έλληνες επιστήμονες σχετικά με τη ροκ μουσική, όπως αυτή προσελήφθη από τους έλληνες νέους και όπως μετασχηματίστηκε ως κοινωνικό πλέον φαινόμενο και στην Ελλάδα από το 1956 μέχρι σχετικά πρόσφατα. Οι περισσότερες από αυτές έχουν ξαναπαρουσιαστεί εκτενέστερα σε αυτή την ιστοσελίδα, οπότε θα δοθεί περισσότερο βάρος στις υπόλοιπες. 

    Ας σημειωθεί ότι στην απόπειρά τους αυτή οι εν λόγω επιστήμονες δεν είχαν σαν κίνητρο το κυνήγι μιάς στείρας ακαδημαΐστικης πρωτοτυπίας, αλλά την αγάπη τους για τη ροκ και την επιθυμία τους να κατανοήσουν ένα κοινωνικό φαινόμενο μέσα στο οποίο βρέθηκαν εκούσια και οι ίδιοι.
    Αξίζει επίσης να προσεχθεί ότι, η "εισβολή'' των κοινωνικών επιστημόνων στα θεωρούμενα ως "χωράφια" των μουσικών δημοσιογράφων ερμηνεύτηκε συχνά από κάποιους εκ των τελευταίων ως "κλοπή δουλειάς" και αντιμετωπίστηκε με ημιμάθεια και συμπλεγματισμό... 



                                Όταν οι άρρωστοι έπιαναν στο στόμα τους τούς υγιείς...



   Χορός στις κερκίδες, λίγα λεπτά πριν πέσει το πρώτο μαζικό κατασταλτικό ξύλο στο άνθος τής ελληνικής νεολαίας (συναυλία των Rolling Stones, γήπεδο Παναθηναϊκού, 17 Απριλίου 1967). 


 
       Η ροκ ως κοινωνικό φαινόμενο (για να ξέρουμε για τί πράγμα μιλάμε...)

      Πριν προχωρήσουμε όμως στην παρουσίαση των επιστημονικών εργασιών, αφού αναφερθήκαμε στο ροκ ως φαινόμενο, ας υπενθυμίσουμε ότι πρόκειται για κάτι πολύπλευρο και όχι μόνο για κάποιο μουσικό ιδίωμα. Αυτό σημαίνει ότι για να μην απογοητευτεί -και τα παρατήσει- κάποιος (ακόμα και ροκάς) που θα επιχειρήσει να προχωρήσει στην ανάγνωση τέτοιων εργασιών, καλό θα ήταν να γνωρίζει μερικές βασικές έννοιες, τις οποίες οι επιστήμονες συνήθως προσπερνούν ως λίγο-πολύ γνωστές στον αναγνώστη.
      Κατ' αρχήν το ροκ φαινόμενο αποτελεί επιμέρους εκδήλωση ενός σύνθετου πολιτισμικού φαινομένου, που έχει καταχωρηθεί διεθνώς ως underground. Κατά τον ισπανό συγγραφέα -αυτόπτη και συμμέτοχο των αμερικανικών '60s- Λούις Ραθιονέρο, το underground θα μπορούσε να περιγραφεί ως η διαδρομή/παράδοση μιας ετερόδοξης σκέψης που διατρέχει υπογείως την ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Κατά τον αμερικανό κοινωνιολόγο  Φίλιπ Σλέιτερ το underground αντιπαρατίθεται με το εκάστοτε "ορθόδοξο" αξιακό σύστημα, το οποίο "όταν πρέπει να διαλέξει, τείνει να τοποθετήσει τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας πάνω απ' τα δικαιώματα του ατόμου, τις τεχνολογικές αναγκαιότητες πάνω απ' τις ανθρώπινες, τον συναγωνισμό πάνω από τη συνεργασία, τη βία πάνω από τη σεξουαλικότητα, τον συγκεντρωτισμό πάνω από την αποκέντρωση, τον παραγωγό πάνω απ' τον καταναλωτή, τα μέσα πάνω από τον σκοπό, το μυστικό πάνω από το φανερό, τις κοινωνικές μορφές πάνω από την προσωπική έκφραση, την προσπάθεια πάνω από την χαρά" (βλ. σχετικά Λούις Ραθιονέρο, Οι φιλοσοφίες του Underground, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1980).


     Στο υπαρξιακό, λοιπόν, πεδίο το ροκ φαινόμενο εκδηλώνεται ως μια ενστικτώδης (και, εννοείται, μή συστηματική) επανανακάλυψη αρχαίων φιλοσοφικών δρόμων, όπως του Επικουρισμού και του Κυνισμού
 Στο πεδίο της καθημερινής συμπεριφοράς εκδηλώνεται ως μια στοχευμένη παραβατικότητα ("δάνειο" από τον Κυνισμό), που μπορεί να ποικίλει από απλή αυθάδεια μέχρι διάφορες ποινικά κολάσιμες πράξεις, και ως ένας ηδονισμός ("δάνειο" από τον Επικουρισμό), που επικεντρώνεται στην αναζήτηση της αυθεντικής ηδονής, δηλαδή εκείνης που μας απελευθερώνει από τις φοβίες, επάνω στις οποίες έχτιζαν ανέκαθεν οι εξουσίες
    Στο φιλοσοφικό / ψυχοθεραπευτικό πεδίο εκδηλώνεται ως αναζήτηση της ενότητας του εαυτού σε έναν κόσμο που κατακερματίζει την προσωπικότητα και αλλοτριώνει τους ανθρώπους, πρωτίστως από τον εαυτό τους. Μια αναζήτηση, απολύτως αρνητική απέναντι σε ετοιματζίδικες "λύσεις" και συνταγές (και γι΄αυτό πάντα αβέβαιη), για προσωπικό (και άρα συλλογικό) αυτοκαθορισμό. Ο στόχος είναι να βρούμε και να ζήσουμε τη δική μας ζωή, αντί για τη ζωή "φασόν" που μας επιβάλλεται από τις εκάστοτε αυθαίρετα καθορισμένες ως κοινωνικές "αναγκαιότητες"Εκδηλώνεται επίσης ως ευδαιμονισμός με την αυθεντική ελληνική φιλοσοφική του έννοια:  ως ένας επίμονος (και, μερικές φορές, τραγικός ή αυτοκαταστροφικός) αγώνας για μια ζωή σύμφωνη με τον εσώτερο δαίμονά μας. 


   Στο πολιτικό πεδίο, ως βαθύτατα αντιπατερναλιστική, η ροκ στάση ζωής απεχθάνεται οποιαδήποτε ιεραρχία (πολιτική, οικονομική, κοινωνική κ.λπ.) και τον συνακόλουθο ετεροκαθορισμό τού ατόμου και της κοινωνίας (δηλαδή το να αποφασίζουν άλλοι για λογαριασμό τους). Ως εκ τούτου παρουσιάζει εμφανείς και στενές συγγένειες με τον Αναρχισμό: η -συνεπής- ροκ στάση (κι όχι η απλή έλξη για τη ροκ μουσική) είναι π.χ. ασυμβίβαστη με τις ιδιότητες του μέλους οποιουδήποτε κόμματος, ή του ψηφοφόρου. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι, παρά τη συγγένειά τους, για τη ροκ νοοτροπία ο Αναρχισμός στη στενή του (βλ. ιδεολογική) έννοια θεωρείται κάπως δογματικός και ηθικολογικός, ενώ ως κατεξοχήν πολιτικές θεωρούνται οι αντιεξουσιαστικές ατομικές φιλοσοφικές στάσεις του  ευδαιμονισμού, του απελευθερωτικού ηδονισμού και της στοχευμένης "παραβατικότητας". Επιπλέον η ροκ στάση απεχθάνεται να υποδεικνύει οποιεσδήποτε ιδεολογίες και κοινωνικές συνταγές, θεωρώντας ως απείρως πιο πολιτική τη δόμηση ενός συγκεκριμένου ανθρωπότυπου σε ποσότητες ικανές να διαβρώσουν τα θεμέλια της υπάρχουσας κοινωνίας. Με αυτόν τον τρόπο (και φαινομενικά παραδόξως) η φιλοσοφικά "ατομικιστική" ροκ γέννησε  το υποδειγματικότερο -αλλά και το πρώτο πραγματικά παγκόσμιο- κοινωνικό κίνημα της Ιστορίας: για ένα διάστημα δεκαετιών (περίπου από το 1955 έως το 1990, που θεωρείται και η κλασική περίοδος της ροκ) εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο, ένιωθαν, σκέφτονταν και ενεργούσαν κατά παρόμοιο τρόπο χωρίς "οργάνωση", "καθοδηγητές", "συνέδρια", "δεξαμενές σκέψης" και ... κεντρικές επιτροπές. Έτσι ο απαξιωμένος (και από τον Αναρχισμό) φιλοσοφικός "ατομικισμός" παρήγαγε παγκόσμιες  μή ιεραρχικές συλλογικότητες και αποτελεσματικά κινηματικά επιτεύγματα, που ουδέποτε κατόρθωσε ο αυτοαποκαλούμενος "κοινωνιστικός" Aναρχισμός (είτε στην κλασική, είτε στη λεγόμενη "μετα-αναρχική" σύγχρονη εκδοχή του), ή η οποιαδήποτε άλλη ιδεολογία. Ωστόσο όμως, δεν είναι λίγοι οι ροκάδες, οι οποίοι θέλοντας να δράσουν πολιτικά και με μιά πιο συμβατική έννοια, προσχωρούν στον νοούμενο ως ευρύτερα αναρχικό (τον αποκαλούμενο και αντιεξουσιαστικό) χώρο. Έτσι το ροκ φαινόμενο και ο Αναρχισμός μοιάζουν σαν επίπεδο σχήμα δύο τεμνομένων κύκλων, που αν και διακριτοί, μοιράζονται μια ορισμένη κοινή επιφάνεια. (Για τη στενή σχέση underground και αναρχισμού βλ. επίσης την εξαιρετική ιστορική τεκμηρίωση του Λούις Ραθιονέρο στο προαναφερθέν "Οι φιλοσοφίες του  Underground").



     Τέλος, στο μουσικό πεδίο (που επιπλέον αποτελεί και τον "κράχτη" της υπόθεσης) πρόκειται για μια λυτρωτική ψυχοθεραπευτική επαναφορά του αρχαίου εκστατικού διονυσιακού πνεύματος (που επί δεκαέξι χριστιανικούς αιώνες επιβίωνε υπογείως και ημιπαρανόμως στη δημώδη μουσική) και για τη συμφιλίωσή του με το απολλώνειο (γητευτικό και θεασιακό και όχι απλώς μελωδικό) στοιχείο. Η ανάδειξη της συμπληρωματικότητας των δύο "αντιθέτων" αυτών στοιχείων (που, μάλιστα, συχνά επιτυγχάνεται εντός των λίγων λεπτών τού ίδιου τραγουδιού) δεν έχει το προηγούμενό της στους τελευταίους δεκαέξι αιώνες της Ιστορίας του Πολιτισμού. Η σύξευξη αυτή δίνει στις (αυθεντικές) ροκ συναυλίες τη γνωστή απολύτως ειδοποιό τους διάσταση ως σύγχρονων ψυχοθεραπευτικών τελετουργιών, με προφανείς αναλογίες προς τον σαμανισμό των "πρωτογόνων", ή τη βακχική θεία μανία των αρχαίων (χωρίς φυσικά τον παρωχημένο σήμερα μεταφυσικό ή μυστικιστικό τους χαρακτήρα).
     Το ροκ φαινόμενο δεν είναι λοιπόν κάτι νέο ως προς τα μέρη του, υπήρξε όμως πρωτότυπο ως προς τον τρόπο που διευθέτησε τη "δοσολογία" των συστατικών του και ως προς τον τρόπο εκδήλωσής του.

     Εννοείται ότι τα παραπάνω οδηγούν σε εκ βάθρων και έμπρακτη αμφισβήτηση της καθεστωτικής μαζοποιητικής κοσμοαντίληψης, και άρα προϋποθέτουν ένα επίπεδο ευφυίας / νοημοσύνης αλλά και ψυχικής ωριμότητας άνω κάποιου ορίου: το εκάστοτε κυρίαρχο σύστημα αξιών (κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών κ.α.) μπορούν να το αμφισβητήσουν σοβαρά (δηλαδή χωρίς να το αντικαταστήσουν με κάτι παρόμοιο) μόνο όσοι διαθέτουν τις απαιτούμενες νοητικές και ψυχικές προδιαγραφές (δηλαδή μόνο το εκάστοτε ποιοτικότερο κομμάτι της κοινωνίας, όσο κι αν κάτι τέτοιο ακούγεται ρατσιστικό σε κάποιους...).   
        Αλλά ας πάμε στις εργασίες.



  1. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΛΛΙΒΡΕΤΑΚΗΣ, Προβλήματα ιστορικοποίησης του ροκ φαινομένου - Εμπειρίες και στοχασμοί (εκτενές άρθρο δεκαεπτά σελίδων στο περιοδικό Τα Ιστορικά, τεύχος 20, Τόμος 11, Ιούνιος 1994)



     Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για την πρώτη επιστημονική εργασία επάνω στο ροκ φαινόμενο, όπως αυτό μεταστοιχειώθηκε και εκδηλώθηκε στην Ελλάδα.  
   Το πρώτο ομαδικό αστυνομικό ξύλο στη συναυλία των Rolling Stones τέσσερεις μέρες πριν το στρατιωτικό πραξικόπημα, καθώς και η  πρώτη μαζική σύγκρουση νέων με την αστυνομία της χούντας στην προβολή τής ταινίας Woodstock (όταν δηλαδή η εγχώρια αριστερά είχε λουφάξει εν πλήρη νομιμοφροσύνη - ενώ τρία χρόνια αργότερα θα κατηγορούσε ως  προβοκάτορες της Κ.Υ.Π. τους καταληψίες του Πολυτεχνείου), περιγράφονται γλαφυρά και με αρκετή λεπτομέρεια. Τα μόνα που λείπουν είναι οι χουντικές λογοκρισίες ροκ τραγουδιών (όπως π.χ.  του The First Gun των Dragons,  ή του Σε Καλή Μεριά του Εξαδάκτυλου) και οι αστυνομικές "επιχειρήσεις αρετής" τού χουντικού υπουργού Λαδά.
    Περιεκτική ("ευσύνοπτη" όπως έλεγαν οι παλαιότεροι) και ευχάριστη στην ανάγνωση, θα αποτελέσει το καλύτερο "ορεκτικό" για περαιτέρω επιστημονικό ψάξιμο σε όσους τη διαβάσουν. 
    Μπορείτε να την κατεβάσετε από εδώ: 
helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/8694/1/LK_1994_01_TEXT.pdf

  

  2. ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΑΠΗΣ, Ήχοι και απόηχοι - Κοινωνική ιστορία του ροκ εν ρολ φαινομένου στην Ελλάδα, 1956-1967, εκδόσεις Ι.Α.Ε.Ν., Αθήνα 2007, σελίδες 462



     Εξαιρετικά ευχάριστο στην ανάγνωση, αλλά και χωρίς να χάνει ούτε "γραμμάριο" επιστημονικής σοβαρότητας, το βιβλίο αυτό είναι "η πέτρα που θα σπάσει τη τζαμαρία" της κατεστημένης (δεξιόστροφης και αριστερόστροφης) μεταπολιτευτικής κοινωνικής ιστοριογραφίας.
   Μέσα από μια υπερπλήρη παρουσίαση και ανάλυση αρχειακού υλικού (εφημερίδες της εποχής, κομματικά αρχεία, εκκλησιαστικές ντιρεκτίβες, υπουργικές και αστυνομικές διατάξεις, διηγήσεις νέων της εποχής) ζούμε -και απολαμβάνουμε- τον διαχρονικό πανικό του (ελληνο)χριστιανικού βυζαντινισμού μπροστά στην σαρωτική δυτική πολιτισμική επέλαση και κυρίως μπροστά στην απήχηση που είχαν στα νιάτα ορισμένες ιδιαίτερα "επικίνδυνες" απελευθερωτικές πτυχές της (δηλαδή, κυρίως η ροκ). 

                                
   
   Γελάμε με τις κατηγορίες περί "ηθικού κατήφορου" στον οποίο δήθεν κατρακυλούσε η νεολαία, με καφενειακού τύπου εκτιμήσεις όπως ότι υπεύθυνη για την κατάσταση έπρεπε να θεωρηθεί η ανερχόμενη καταναλωτική "καλοπέραση" που εκτόπισε την προηγούμενη φτώχεια (και τις θεωρούμενες ως αρετές της), με τις γραφικές αμπελοφιλοσοφικές αρλουμπολογίες περί ανάγκης επείγουσας επιστροφής στην "ελληνοχριστιανική παράδοση" κλπ.   






    Η ροκ (και τα φιλοσοφικά και υπαρξιακά της προτάγματα) πολεμήθηκε λυσσαλέα, τόσο απ' τη δεξιά όσο κι απ' την αριστερά της ρωμηοσύνης, όσο ίσως σε κανένα άλλο μέρος του πλανήτη. Ακόμα και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι ταγοί και οι φυλλάδες της δεξιόστροφης και αριστερόστροφης ρωμηοσύνης άφριζαν κυριολεκτικά κατά της ροκ των ροκάδων. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η ροκ πέτυχε να ενώσει τους ρωμηούς, οι οποίοι απέδειξαν έτσι ότι, παρά τις επιφανειακές αυτές διαφορές τους, παραμένουν  πάνω απ' όλα ρωμηοί. Εδώ είναι η περίφημη -και καταγέλαστη- εισαγωγή στον εμβληματικό για τη Ρωμηοσύνη ομώνυμο δίσκο των Μίκη Θεοδωράκη και Γιάννη Ρίτσου (1966):
    "Σήμερα περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά είναι ανάγκη να πιαστούμε σφιχτά χέρι με χέρι έλληνες καλλιτέχνες και λαός, για να υπερασπιστούμε την ελληνική λαϊκή κουλτούρα. Σκοτεινές δυνάμεις πνίγουν το ελληνικό τραγούδι στο Ε.Ι.Ρ. (ερώτηση: εννοεί άραγε ότι το εγχώριο ραδιόφωνο έπαιζε τότε Rolling Stones, Beatles, Zombies, Kinks, Gene Vincent, Cream, Yardbirds, Who, Standells, Sonics, Knacks, Persons, ή τους Zoo;;;!!!). Οι ίδιες δυνάμεις προσπαθούν να επιβάλλουν ιδιαίτερα μέσα στη νεολαία μας τα βάρβαρα ήθη των γιεγιέδων. Η απάντησίς μας πρέπει να είναι δημιουργική, επιβλητική, χωρίς ανάσα έως τον θρίαμβο της ελληνικής μουσικής, γνήσιου φορέα του ελληνικού ήθους. Η απάντησίς μας κλείνεται και θα κλείνεται μέσα σε μια μόνο λέξη: Ρωμιοσύνη".
    Όλη η δυτικοφοβία, ο ρατσισμός, ο σωβινισμός, η σεμνοτυφία, η ηθικολογία, η αγαμία, η υποκρισία, η μιζέρια, η αυτολύπηση, η ψυχική ανωριμότητα και ο πολιτισμικός κομπλεξισμός τής διαρκώς φαντασιούμενης ως απειλημένης (β)ρωμηοσύνης περιέχονται στο παραπάνω μαργαριτάρι. Επίσης, όλο το σκοταδιστικό μεσαιωνικό μίσος της για τη νιότη και τη ζωή, και εν τέλει για τα ίδια της τα παιδιά
    Για την ιστορία, ας αναφέρουμε ότι οι μόνες ραδιοφωνικές πηγές πληροφόρησης των "γιεγιέδων" ήσαν οι εγχώριοι πειρατικοί ραδιοσταθμοί και ο ραδιοσταθμός της αμερικανικής βάσης του Ελληνικού (και πριν σπεύσουν οι σταλινικοί να πουν τα γνωστά ποιηματάκια τους, ας τους πληροφορήσουμε ότι ως προς το μουσικό του μέρος ο σταθμός ήταν περίπου αυτοδιαχειριζόμενος, κι ότι οι αμερικανοί στρατιώτες, ως προερχόμενοι από τα κατώτερα στρώματα των Η.Π.Α., άκουγαν -και έπαιζαν- κατά κύριο λόγο ροκ, μπλουζ, τζαζ και σόουλ).


    Ζούμε επίσης την αμηχανία της εγχώριας αριστεράς (της αριστερόστροφης δηλαδή όψης της ρωμηοσύνης) μπροστά στην ανάδυση ενός πολιτισμικού και κοινωνικού φαινομένου, το οποίο ξεπερνούσε απελπιστικά τις στενές αντιληπτικές της δυνατότητες. Αρχικά η αριστερά στην Ελλάδα -ως πιστό αντικαθρέφτισμα της δεξιόστροφης ρωμηοσύνης- θεώρησε το ροκ εντ ρολλ ως "ξενόφερτη μόδα των ιμπεριαλιστών" (ή "άθεων δυτικών" για τους δεξιορωμηούς) και του επεφύλαξε την ανάλογη αφ’ υψηλού ηθικολογική αντιμετώπιση. Αργότερα, όταν η διεθνής νεανική ροκ κουλτούρα ξεπέρασε την φυσιολογική ακατέργαστη αρχική της αυθάδεια και παραβατικότητα, και παρουσίασε τα πρώτα σημάδια κοινωνικής και πολιτικής συνειδητοποίησης (Μπομπ Ντύλαν, Τζοάν Μπαέζ και protest song, συνάντηση της ροκ, όχι μόνο με το νέγρικο μπλουζ από το οποίο άλλωστε εν μέρει προερχόταν, αλλά και με τη δημώδη –folk- μουσική), η αριστερά στην προσπάθειά της να μην ξεπεραστεί από τις εξελίξεις (δηλαδή να μην χάσει τη νεανική πελατεία της) άρχισε τις αδέξιες προσπάθειες προσεταιρισμού, που όμως απομάκρυναν ακόμα περισσότερο το ριζοσπαστικοποιημένο κομμάτι των νέων από αυτήν. 
    Το βιβλίο κλείνει με το σημαδιακό γεγονός τής -παντελώς αναίτια διακοπείσης από την αστυνομία- συναυλίας των Rolling Stones στις 17 Απριλίου του 1967, τέσσερεις ημέρες πριν την επιβολή της δικτατορίας. Σημαδιακό, γιατί το μαζικό αστυνομικό ξύλο εναντίον του εκλεκτότερου κομματιού της ελληνικής νεολαίας αποτελούσε το αναμενόμενο έμπρακτο αποκορύφωμα μιας εθνικόφρονος (δεξιόστροφης και αριστερόστροφης) προπαγάνδας δέκα προηγηθέντων ετών,  ενώ ταυτόχρονα προϊδέαζε για την απροκάλυπτα βίαιη θεσμική αντιμετώπιση που θα υφίσταντο οι εν λόγω νέοι τα επόμενα χρόνια.
    Συνοπτικά: "mind expanding" (όπως έλεγαν και στα '60s...).

    Ελεύθερο κατέβασμα όλου του βιβλίου από εδώ.

   (Για μια εκτενέστερη παρουσίαση δείτε εδώ:
 http://hypnovatis.blogspot.gr/2013/04/1956-1967.html)


    
3. ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΑΠΗΣ, Το "πρόβλημα νεολαία" - Μοντέρνοι νέοι, παράδοση και αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1964 - 1974, εκδόσεις Απρόβλεπτες, Αθήνα 2013, σελίδες 607

    


    

     Πρόκειται για τη συνέχεια του μόλις προηγούμενου βιβλίου του Κατσάπη. Και εδώ η ανάγνωση παραμένει εξίσου ευχάριστη και το ενδιαφέρον κρατιέται αμείωτο. 
    Ο συγγραφέας δίνει, με τον πληρέστερο ίσως τρόπο που έχουμε δει στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία, το διεθνές πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται  και η νεολαιίστικη αμφισβήτηση στην Ελλάδα, δηλαδή κυρίως ως απόρροιας τής επαφής των ελλήνων νέων με τη ροκ (και τα φιλοσοφικά, υπαρξιακά και πολιτικά μηνύματά της). Αυτό ίσως δημιουργεί κάποιες φορές την εντύπωση ότι βγαίνει εκτός θέματος, αλλά η εκτενής παρουσίαση των διεθνών διαστάσεων του φαινομένου αποδεικνύεται τελικά απαραίτητη για την κατανόηση τής επιμέρους εν Ελλάδι εκδήλωσής του.
     Σε ό,τι αφορά στην ελληνική περίπτωση, ο συγγραφέας τοποθετεί πολύ σωστά την αφήγησή του στο δίπολο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός - Ελληνοχριστιανισμός: η εισαγωγή και υιοθέτηση νεωτεριστικών ιδεών, συμπεριφορών κλπ. από την εγχώρια νεολαία, έγινε αντιληπτή από τη θεοκρατικά (ελληνοχριστιανικά) αυτοπροσδιοριζόμενη νεοελληνική κοινωνία ως συνέχιση μιας διαδικασίας που είχε αρχίσει με τον "επάρατο" Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό λίγες δεκαετίες πριν την έναρξη της επανάστασης του 1821. Ο γεροντοκορισμός και η απροκάλυπτη καταστολή (συχνό αστυνομικό ξύλο, αστυνομικές επιχειρήσεις "Αρετής" κλπ.) με τα οποία η θεούσα και φιλοχουντική νεοελληνική κοινωνία  αντέδρασε στην υιοθέτηση από την εγχώρια νεολαία "ξενόφερτων" πολιτισμικών προϊόντων, νοοτροπιών και συμπεριφορών, τεκμηριώνεται με την παράθεση ενός σεβαστού όγκου δημοσιογραφικών άρθρων της εποχής, ειδήσεων, εκκλησιαστικών υπομνημάτων, θεωρητικών προσεγγίσεων των ελληνοχριστιανών κονδυλοφόρων της περιόδου, κλπ.
   Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι τόσο η ελληνοχριστιανική νεοελληνική κοινωνία, όσο και η στρατιωτική χούντα μέσω τής οποίας εκφράστηκε πολιτικά και ιδεολογικά, εξέλαβε τη νεολαία ως πρόβλημα και αντιλήφθηκε τη σύγκρουση μαζί της ως συνέχιση τής από αιώνων εκείνης μεταξύ Διαφωτισμού και ελληνοχριστιανισμού / βυζαντινισμού. 
   Ένα δεύτερο αλλά εξίσου εποικοδομητικό συμπέρασμα, που βγαίνει από τα συντριπτικά στοιχεία που παρουσιάζει ο συγραφέας, είναι ότι η χούντα -και σύμπαν το εκφραζόμενο από αυτήν ελληνοχριστιανικό μόρφωμα- έφτασε προοδευτικά στο σημείο να αντιλαμβάνεται ως μεγαλύτερη απειλή την ύπαρξη τής ροκ νεολαίας (των "γιεγιέδων", όπως τους αποκαλούσαν τότε), παρά την  καταφανώς νικημένη σε όλα τα πεδία (όπως εξάλλου αποδείχτηκε και από τα αμέσως μεταδικτατορικά εκλογικά ποσοστά της) αριστερά: μια αριστερά τής οποίας οι απαρχαιωμένες αναλύσεις και φληναφήματα  δεν κατάφερναν να συγκινήσουν -δηλαδή να χειραγωγήσουν- την εμπροσθοφυλακή τής ελληνικής νεολαίας, που επέμενε να αναζητά τα σημεία αναφοράς της στη Δύση. Με αυτόν τον τρόπο καταρρέουν και οι διάφορες κομματικά στρατευμένες προσεγγίσεις περί "ανήλικου ροκ στην εποχή της δικτατορίας", που έχουν διατυπωθεί από μουσικούς δημοσιογράφους (οι οποίοι, μάλιστα, δηλώνουν φίλα διακείμενοι προς τη ροκ). Είναι βέβαιο ότι μια τέτοια διαπίστωση θα εξοργίσει όσους έχουν γαλουχηθεί με τον κυρίαρχο (δηλαδή αριστερό) μεταπολιτευτικό μύθο: η αντίληψη ότι η νεοελληνική αριστερά βρισκόταν κάποτε προνομιακά πίσω από κάθε "προοδευτική" και "εθνική" διεκδίκηση (και γι' αυτό αποτελούσε ανέκαθεν τον μεγαλύτερο αντίπαλο των δυνάμεων της εγχώριας οπισθοδρόμησης) παραμένει στην Ελλάδα εξίσου διαδεδομένη με την παρά φύσιν ζεύξη του "ελληνοχριστιανισμού", ή με εκείνη του δήθεν επαναστατικού ρόλου της εκκλησίας το 1821.
     Δεν είναι λοιπόν συμπτωματικό ότι ο Κατσάπης "προκάλεσε" με τα βιβλία του, αφού δέχτηκε βέλη από τον χώρο του "κλάδου" των μουσικών δημοσιογράφων (δηλαδή εξ' όσων δεν έχουν ακόμα απεξαρτηθεί από τους διάφορους εθνικόφρονες -δεξιόστροφους ή αριστερόστροφους- μύθους της ρωμηοσύνης, ή/και που αισθάνθηκαν απειλημένοι ότι τους "κλέβει τη δουλειά").  
     Συνοπτικά: επίσης "mind expanding".

(Για μια εκτενέστερη παρουσίαση του βιβλίου δείτε εδώ:
 http://hypnovatis.blogspot.gr/2013/04/o.html)

     


  4. ΝΙΚΟΣ ΜΠΟΖΙΝΗΣ, Ροκ παγκοσμιότητα και ελληνική τοπικότητα - Η κοινωνική ιστορία του ροκ στις χώρες της καταγωγής του και στην Ελλάδα, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2008, σελίδες 573.





   Το βιβλίο αυτό δεν το έχω ξαναπαρουσιάσει, οπότε θα χρειαστεί να πω  πολλά.
  Πρόκειται για μια αρκετά αναλυτική παρουσίαση του ριζώματος και της διαδρομής της ροκ μουσικής στην Ελλάδα, από το 1956 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και την καθιέρωση του χιπ-χοπ. Τα πολιτισμικά διλήμματα μπροστά στα οποία βρέθηκαν οι έλληνες ρόκερς (μουσικοί και μουσικόφιλοι), όπως η διασταύρωση εγχωρίων και ξένων μουσικών επιρροών, η χρήση αγγλικής ή ελληνικής γλώσσας, η κοπιαστική προσπάθεια της εγχώριας ροκ να ξεφύγει από το μιμητικό στάδιο και να αναζητήσει μια ταυτότητα στην Ελλάδα, παρουσιάζονται βήμα προς βήμα. Στα συν του βιβλίου είναι ότι ο συγγραφέας περιγράφει εκτενώς όλα τα "βασικά" (αλλά και τα λιγότερο βασικά) γεγονότα του εγχώριου ροκ φαινομένου (ακόμα και τις νεανικές συνήθειες, τις ενδυματολογικές πρωτοτυπίες των νέων, τα αγαπημένα τους αναγνώσματα και ταινίες, τα στέκια και τις ιδιόλεκτους των διαφόρων φάσεων του ελληνικού ροκ φαινομένου), τα οποία συνήθως οι επιστημονικές εργασίες αναφέρουν κάπως επιγραμματικά, θεωρώντας τα ως ήδη γνωστά, ώστε να ρίξουν το βάρος κατευθείαν στην ανάλυση. Με αυτόν τον τρόπο, το βιβλίο επιτυγχάνει συχνά να σε "ταξιδέψει".

     Αρχικά, κάποιες ενστάσεις θα μπορούσαν να διατυπωθούν ως προς τον τρόπο γραφής του συγγραφέα, που κατά περιόδους γίνεται ακαδημαϊκά "βαρύς" με υπερβολικά συχνές αναφορές στη μεθοδολογία  (κάτι που μάλλον θα προκαλέσει δυσφορία σε ορισμένους αναγνώστες). Πάντως η χρήση των επικαλούμενων μεθοδολογικών εργαλείων φαίνεται πως οδήγησε τον συγγραφέα σε συμπεράσματα, τα  οποία θα ακουστούν επιεικώς περίεργα σε όσους έχουν μεγαλώσει και ζήσει μέσα στη ροκ κοινότητα ή/και που θεωρούν το ροκ ως το απολύτως κυρίαρχο, ειδοποιό και καθορίζον στοιχείο τής ταυτότητάς τους  (και όχι που απλώς "ακούν και ροκ"). 

    Για παράδειγμα, πολλή συζήτηση σηκώνει η θέση του συγγραφέα ότι η ροκ επηρέασε καθοριστικά τη νεοελληνική μουσική, φτάνοντας να θεωρεί ως ροκ, μουσικούς όπως π.χ. ο Δ. Σαββόπουλος, ο Β. Παπακωνσταντίνου, ο Δ. Τσακνής, ο Λ. Μαχαιρίτσας, ο Φ. Πλιάτσικας, ο Ν. Πορτοκάλογλου κ.α. (και για να προλάβουμε τα ... εθνικά αντανακλαστικά κάποιων εγχωρίων όψιμων "ροκάδων", ας διευκρινιστεί ότι εδώ δεν αξιολογούμε την καλλιτεχνική ποιότητα των εν λόγω μουσικών, αλλά το εάν αυτοί είναι ροκ). Μάλιστα δείχνει να θεωρεί ότι με τον τρόπο των προαναφερθέντων (δηλαδή με την προσέγγιση ροκ και νεοελληνικού λαϊκού τραγουδιού) η εγχώρια ροκ κατόρθωσε να βγει από το στάδιο του μιμητισμού και να αποκτήσει προσωπικότητα. Πολλή συζήτηση σηκώνει επίσης η θέση του συγγραφέα, ότι με τη "συμβολή" των προαναφερθέντων η ροκ κατάφερε να γίνει κοινωνικά αποδεκτή στην Ελλάδα, πράγμα που ο συγγραφέας το θεωρεί a priori θετικό. 
   Αυτό που φαίνεται να διαφεύγει τής -εντατικής σε άλλα σημεία- παρατηρητικότητας του συγγραφέα, είναι ότι σχεδόν όλοι οι προαναφερθέντες προέρχονται από τον χώρο τής αριστεράς (τής ρωμηοσύνης), στην οποία παραμένουν μέχρι σήμερα (όπως ο νυν πρόεδρος της Ε.Ρ.Τ. Διονύσης Τσακνής). Όμως είναι "τεχνικώς" αδύνατον, άνθρωποι που πέρασαν όλη τους τη ζωή σε κομματικά ή άλλα ιδεολογικά μαντριά ("εθνικά", θρησκευτικά κλπ.) να κατανοήσουν (πόσο μάλλον να προάγουν) ένα αμιγώς δυτικό πολιτισμικό αγαθό, όπως η ροκ. Ο "τεχνικός" λόγος είναι ότι δεν διαθέτουν ούτε τις ψυχικές, ούτε τις πολιτισμικές προδιαγραφές για να το κάνουν. Αυτή η νόθα αριστερογενής εγχώρια "ροκ" εκφράζει απλώς την ανάγκη ενός ορισμένου κομματιού τής μεταπολιτευτικής ρωμηοαριστεράς (τού εκάστοτε αυτοαποκαλούμενου "ανανεωτικού", που προέρχεται κυρίως από τη Νεολαία Λαμπράκη και μετεξελίχθηκε σε ΚΚΕ Εσωτερικού, ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κλπ.) να συνεχίσει να τρέφει αυταπάτες ότι είναι "σύγχρονο". Μάλιστα ο συγγραφέας θεωρεί ατυχές για τη ροκ το ότι δεν υπήρξε ευρύτερη συνάντησή της με τον (ανέκαθεν κλισαρισμένο και ξύλινο) ρωμηοαριστερό πολιτικό λόγο (τον οποίο μάλιστα στη σελίδα 369 χαρακτηρίζει ως ... πλούσιο) παραβλέποντας ότι η ροκ, ήδη από τα '60s, αποδείχθηκε βαθύτατα πολιτική ως διεθνής μαζική "ατομικιστική" φιλοσοφική στάση ζωής,  και άρα δεν είχε ανάγκη τη "συνάντησή" της με την εθνικόφρονα ρωμηοαριστερά για να ... εμπλουτιστεί πολιτικά. Εξάλλου κάποια στιγμή η ροκ δημιούργησε και το δικό της στενά νοούμενο ως "πολιτικό τραγούδι", στην Ελλάδα και παντού (βλ. το αναρχικό πανκ ροκ, από τα μέσα των '70s μέχρι σήμερα - κάτι που παραδέχεται και ο συγγραφέας στη σελίδα 407). Εδώ μάλιστα εγείρονται σοβαρές ενστάσεις ως προς κάποιες άστοχες παρατηρήσεις τού συγγραφέα σχετικά με τον αντιεξουσιαστικό χώρο (σελίδα 381), την αλληλεπίδραση τού οποίου με το ροκ φαινόμενο (στην Ελλάδα και διεθνώς) δείχνει να μην έχει αντιληφθεί σε όλη της την έκταση (βλ. σελίδες 405-406). Την ίδια ένδειξη (σε σημείο ν' αναρωτιέμαι ώρες ώρες μήπως εγώ δεν θυμάμαι καλά) επιβεβαιώνει και η -επαναλαμβανόμενη μάλιστα- παρατήρησή του, ότι οι πανκς έφεραν στα ρούχα τους σβάστικες και ... σφυροδρέπανα, ενώ είναι διεθνώς γνωστό ότι το πλέον σύνηθες τέτοιο σύμβολο ήταν και παραμένει το σήμα της Αναρχίας (μαζί με το σήμα των καταλήψεων στέγης, μετά το 1985).


     Η -σχεδόν εμμονική- ιδέα του συγγραφέα περί επιθυμητής συνάντησης εγχώριας ροκ και εγχώριας αριστεράς (που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε στον ευκταίο, από τον συγγραφέα, βαθμό) οφείλεται κατά τη γνώμη μου σε μια παρεξήγησή του. Προβάλλοντας στην ελληνική πραγματικότητα ένα σχήμα του εξωτερικού, όπως η συνάντηση αμερικάνικης ροκ και πολιτικοποιημένης φολκ στα μέσα των '60s, θεωρεί ότι κάτι ανάλογο θα έπρεπε να συμβεί και στην Ελλάδα. Το πρώτο λάθος του είναι ότι ως περίπτωση ελληνικής ... φολκ θεωρεί το καταγέλαστο εγχώριο σταλινικό ή σταλινογενές ρωμηοτραγούδι. Το δεύτερο είναι ότι θεωρεί ως εξ' ορισμού αριστερή την αμερικάνικη φολκ, η οποία είχε, μεταξύ άλλων, μια μακρά και ισχυρή αναρχική παράδοση που φτάνει μέχρι τo παναμερικανικό εργατικό συνδικάτο των Industrial Workers οf the World (I.W.W. ή Wobblies, έτος ίδρυσης 1905)...

     Τα "αριστερόμετρα" βγαίνουν σχεδόν απροκάλυπτα στη σελίδα 320, όπου ο συγγραφέας αντιδιαστέλει την -κατ' αυτόν- "πολιτική ανωριμότητα" τής εν Ελλάδι ροκ των '60s, συγκρινόμενη με την (προφανώς σούπερ...) ωριμότητα της ρωμηοαριστεράς (που π.χ. διαδήλωνε υποκριτικά υπέρ της αύξησης των δαπανών για την παιδεία ενώ στη σταλινοκρατούμενη Ανατολική Ευρώπη είχαν στηθεί εκατοντάδες στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας αντιφρονούντων και διανοουμένων, είχε απαγορευθεί η κυκλοφορία των ιδεών κλπ.). Μάλιστα θεωρεί την "ανωριμότητα" της ροκ ως την αιτία τού μή πλησιάσματός της από τη ρωμηοαριστερά. Πιστεύω ότι η ψευδής αυτή εντύπωσή του θα εξαφανιζόταν, αν απλώς σκεφτόταν ότι και οι δύο ήσαν εισαγόμενα προϊόντα στην ίδια τριτοκοσμική χώρα, και άρα ότι θα ήταν αδύνατο να μην μοιράζονται τον ίδιο βαθμό μιμητισμού ως προς τα πρωτότυπά τους. Ή μήπως η ρωμηοαριστερά ξέφυγε ποτέ από τον μιμητισμό και την ξένη εξάρτησή της, ώστε να αναδείξει κάποιον θεωρητικό διεθνούς "διαμετρήματος" και δεν το αντιληφθήκαμε;(!)
     Μιά άλλη τραβηγμένη απ' τα μαλλιά ερμηνεία (σελίδα 330) σχετικά με το ότι η ελληνική ροκ των '60s δυσκολευόταν να παρακολουθήσει την συνειδησιακή εξέλιξη τής διεθνούς, έχει να κάνει με τη λανθασμένη εκτίμηση του συγγραφέα πως τα ελληνικά συγκροτήματα δεν ήσαν διατεθειμένα να απεμπολήσουν κάποιες θεωρούμενες ως ... αποκλειστικά νεοελληνικές αξίες. Σαν τέτοιες θεωρεί τα ... ανθρωπιστικά ιδανικά (όπως τα αποκαλεί) τής -βυζαντινιστικά σχολαστικής- νεοελληνικής σχολικής εκπαίδευσης. Προφανώς ο συγγραφέας δεν αντιλαμβάνεται ότι με αυτόν τον τρόπο είναι σαν να κατηγορεί τη διεθνή ροκ ως στερούμενη ανθρωπισμού... (αγγίζει μάλιστα τα όρια της φαιδρότητας όταν ερμηνεύει τα ελληνικά ονόματα κάποιων εγχωρίων συγκροτημάτων -Aphrodite's Child, Olympians κλπ.- ως προσπάθεια διατήρησης αυτών των ... "αποκλειστικά ελληνικών" αξιών, ενώ είναι γνωστό πως το όνομα των πρώτων τούς το έδωσε η ξένη δισκογραφική εταιρία τους, ενώ το δεύτερο θα μπορούσε να ερμηνευτεί πιο απλά σαν εκδήλωση του συνήθους νεοελληνικού φολκλόρ...). Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται απλώς για παγίδευση του συγγραφέα στη γνωστή εθνικιστική ρωμηο-αυταπάτη περί "ανθρωπιστών" ρωμηών και "ψυχρών" δυτικών. Μια απλή επίσκεψη σε ένα οποιοδήποτε δυτικό σχολείο (μια και είναι εκπαιδευτικός) θα τον έπειθε περί του αντιθέτου: οι "ψυχροί" δυτικοί, εδώ και πολλές δεκαετίες εκπαιδεύονται να γίνονται πολύ πιο συλλογικοί, κοινωνικοί και ανθρωπιστές, από τους αντικοινωνικούς, φιλοτομαριστές και υποκριτές ρωμηούς, με την απροκάλυπτα ταξικώς προσανατολισμένη, βυζαντινά σχολαστική, στυγνά εξετασιοκεντρική και σαδιστικά αντιπαιδαγωγική ρωμηοπαιδεία.



     Ποιός είναι τελικά ροκ στην Ελλάδα; Όπου ο Δημήτρης Πουλικάκος βάζει μερικά πράγματα στη θέση τους, για να μην χάνεται το μέτρο (από το εξαιρετικό ντοκυμανταίρ του Γιάννη Κασπίρη "Ροκ στην Ελλάδα - η άλλη όψη", 1988).

    
   Αλλά και γενικότερα, ανεξαρτήτως της κομματικής τους ένταξης (π.χ. ο Νίκος Πορτοκάλογλου έχει ενταχθεί στο Ποτάμι), όλοι οι εγχώριοι δήθεν ροκάδες, στους οποίους αναφέρεται ευμενώς ο συγγραφέας επειδή (κατ΄αυτόν) έδωσαν "προσωπικότητα" στην εγχώρια ροκ (Σαββόπουλος, Μαχαιρίτσας, Παπακωνσταντίνου κλπ.), όχι μόνο δεν έκοψαν ποτέ τις όποιες γέφυρες με την -αμιγώς ανατολίτισσα, παρά τα εκάστοτε δυτικοφανή ψευδεπιχρίσματά της- ρωμηοσύνη, αλλά αντιθέτως την έχουν εσωτερικεύσει πλήρως ως απυρόβλητη πολιτισμική επιταγή και συνθήκη. Γι' αυτό και η "ροκ" που σκάρωσαν στερείται όλων των ειδοποιών ψυχολογικών αποτελεσμάτων τής γνήσιας (και ιδίως τής εκστατικής διονυσιακής καταληψίας, τής απολλώνειας ψυχοδηλωτικής / "ψυχεδελικής" θέασης και της κοινωνικά συγκρουσιακής διάθεσης). Επομένως, το ότι, κατά τον συγγραφέα, η ροκ (ή, μάλλον, η "ροκ") κέρδισε έναν μεγάλο βαθμό εγχώριας κοινωνικής αποδοχής δεν σημαίνει ότι το πέτυχε επειδή απαραιτήτως άλλαξε τον κοινωνικό περίγυρο: εν προκειμένω, το μόνο που σημαίνει είναι ότι κάποιοι μουσικοί, που ουδέποτε είχαν νιώσει την υπαρξιακή ανάγκη να συγκρουστούν με τη ρωμηοσύνη, χρησιμοποίησαν κάποια ροκ στοιχεία (δηλαδή, μόνο όσα τέτοια έκριναν ότι δεν θα έπεφταν "βαριά" στο ανατολίτικο στομάχι της) με αποτέλεσμα να γίνει κοινωνικά αποδεκτό (ή και δημοφιλές) το ροκοφανές λαϊκό (και όχι ροκ) που παρήγαγαν. Το ότι οι εν λόγω άκουσαν σε κάποια σύντομη (συνήθως την εφηβική) περίοδο της ζωής τους π.χ. τούς Crosby Stills Nash & Young μαζί π.χ. με τον Μπιθικώτση (ενώ λίγα χρόνια αργότερα έμειναν μόνο με τον Μπιθικώτση), δεν σημαίνει ούτε ότι καθορίστηκαν συνειδησιακά ή πολιτισμικά από τη ροκ, ούτε ότι η ροκ έπαιξε κάποιον ρόλο στη ζωή τους (πέραν κάποιων αμυδρών νεανικών αναμνήσεων ή δευτερευουσών μουσικών επιρροών, μέσα σε τόσες άλλες κυρίαρχες που έχουν κατεξοχήν από τη ρωμηοσύνη). Επίσης το ότι για κάποιο σύντομο διάστημα (συνήθως λίγο μετά την εφηβεία) μπορεί να πέρασαν μια περιστασιακή "φάση" ενασχόλησης με την αυθεντική ροκ (κι όχι με αυτό το ροκοφανές υβρίδιο που έφτιαξαν αργότερα), δεν σημαίνει κάτι, αφού τελικά αποδείχτηκε ότι η ροκ δεν τους εξέφραζε, το πιθανότερο, ότι δεν την είχαν κατανοήσει). 
     Επί της ουσίας το ροκοφανές "εντεχνολαϊκό" (γιατί τελικά περί αυτού πρόκειται), που τόσο εκτιμά ως ελληνικό "ροκ" ο συγγραφέας, εντάσσεται απλώς στη γνωστή πρακτική της ρωμηοσύνης (αριστερόστροφης ή δεξιόστροφης) να παίρνει από τη Δύση μόνο το εκάστοτε απολύτως αναγκαίο πολιτισμικό μίνιμουμ που απαιτείται, προκειμένου να διατηρεί την αυταπάτη -και τη μόστρα- του "μοντέρνου", και ταυτόχρονα να μπορεί να παριστάνει το ... "σταυροδρόμι πολιτισμών". Κάτι σαν τους εκατομμύρια νεοέλληνες, που νομίζουν ότι επειδή χρησιμοποιούν δυτικά τεχνολογικά προϊόντα (ή ... ευρώ) έγιναν κιόλας δυτικοί και ... ευρωπαίοι, ενώ θεωρούν κουτοπόνηρα ότι μπορούν να συνεχίζουν κανονικότατα να είναι και τριτοκοσμικοί ρωμηοί. Δηλαδή, αν είναι ροκ οι διάφοροι αδιονυσίαστοι, όπως ο Σαββόπουλος (κι ας τον λένε... Διονύσιο), Μαχαιρίτσας, ή ο Παπακωνσταντίνου, τότε ο Φρανκ Ζάππα, οι Aphrodite's Childή οι Led Zeppelinτί είναι;



  Πόσα σημαίνει -ή δεν σημαίνει- για κάποιους εγχώριους κατά δήλωσιν ροκάδες η ροκ; Όπου ο καταρτισμένος δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός Χρήστος Δασκαλόπουλος βάζει στη θέση τους μερικά πράγματα (και μερικούς "ροκ αλεξιπτωτιστές"). Από το εξαιρετικό ντοκυμανταίρ του Γιάννη Κασπίρη "Ροκ στην Ελλάδα - η άλλη όψη", 1988.


     Εξάλλου ένα γνωστό ιστορικό επιχείρημα που καταρρίπτει τις πιο πάνω θέσεις του συγγραφέα είναι ότι αν η  ροκ έγινε "κοινωνικά αποδεκτή" σφραγίζοντας παγκοσμίως την πολιτισμική διαδικασία, αυτό δεν το πέτυχε μέσω παραχωρήσεων, "συμφιλιώσεων" και "προσεγγίσεων" με το mainstream, (με το οποίο ήρθε για να συγκρουστεί), αλλά αλλάζοντας έναν σεβαστό αριθμό ανθρώπων, τηρώντας αδιάλλακτη στάση και επιβάλλοντας στον αντίπαλο τους καλλιτεχνικούς (τουλάχιστον) όρους της, υποχρεώνοντάς τον να τη σεβαστεί. Έτσι καταξιώθηκε κάποτε (και μέχρι σήμερα) η ροκ ως ένα είδος σύγχρονης κλασικής και ταυτόχρονα λαϊκής μουσικής και ως κομμάτι της κληρονομιάς του δυτικού πολιτισμού. Kι αυτό το κατόρθωσε επίσης σε πείσμα όσων επιχείρησαν κατά καιρούς να κερδοσκοπήσουν οικονομικά εις βάρος της (δισκογραφικές εταιρείες, media, εμπορικό κύκλωμα εν γένει κλπ.) σκαρώνοντας διάφορες εμπορευματικές καρικατούρες της.
    Πολιτισμική κατάκτηση σαν την παραπάνω, ούτε κατά διάνοια δεν επετεύχθη στη Νεοελλάδα. Αντιθέτως, η "συνάντηση" ροκ και εγχώριας mainstream (ή λαϊκής) μουσικής, στις περιπτώσεις που επιχειρήθηκε, περισσότερο στρέβλωσε την πρώτη, παρά επηρέασε τη δεύτερη. Ενώ το κομμάτι εκείνων των εγχωρίων ροκ μουσικών που απέφυγαν να "νεοελληνοποιηθούν" και που διάλεγαν τα σημεία αναφοράς τους αποκλειστικά από τη διεθνή ροκ, είναι το μόνο που νομιμοποιείται να φέρει τον χαρακτηρισμό ροκ, και επίσης είναι αυτό που προστάτεψε την εγχώρια ροκ από το να καταλήξει στο καζάνι του νεοελληνικού μουσικού χυλού. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που (κυρίως στη δεκαετία του 1980, όπως θα δούμε πιο κάτω)  εξέθεσαν όσους εγχώριους άσχετους με το πνεύμα τής ροκ επιχείρησαν να κερδοσκοπήσουν, όχι μόνο οικονομικά αλλά και ιδεολογικά εις βάρος της, χρησιμοποιώντας την περιστασιακά ως "εκσυγχρονιστική" γαρνιτούρα στις -δεξιόστροφες,  ή αριστερόστροφες- εθνοκεντρικές και λοιπές εξαρτήσεις τους (σαν κι αυτές που εκδηλώνει π.χ. ο πάλαι ποτέ  "Άσωτος Υιός" Νίκος Πορτοκάλογλου στο σουξέ του "Τα Καράβια Μου Καίω", με το οποίο δηλώνει την επιστροφή του στη ρωμηοσύνη - αν τον πιστέψουμε ότι είχε φύγει ποτέ από εκεί...).
   
    Το ότι η ροκ στην Ελλάδα "υποχρεούτο" να διασταυρωθεί με την εγχώρια μουσική  (λαϊκή, "έντεχνη", στρατευμένη κλπ.) μόνο και μόνο επειδή αυτό συνέβη και στις άλλες χώρες όπου "εισήχθη" η ροκ, αποτελεί τη σταθερά επανερχόμενη εμμονή του συγγραφέα. Π.χ. στη σελίδα 373 καταλογίζει στην εγχώρια ροκ "αδυναμία να ανταποκριθεί στα προαπαιτούμενα της λαϊκής μουσικής και του πολιτικού τραγουδιού". Δηλαδή, κατά τον συγγραφέα, η εγχώρια ροκ προσπάθησε να συνδεθεί με τη λαϊκή μουσική και το αριστερόστροφο στρατευμένο τραγούδι και δεν... τα κατάφερε;(!). Δεν του πέρασε από τον νου ότι η εγχώρια ροκ μπορεί απλώς να μην ήθελε να "συνδεθεί" με αυτά τα δύο απολύτως ξένα της είδη; Κι από πού κι ως πού η μπουζουκοκουλτούρα και το σταλινοτράγουδο αποτελούν ... προαπαιτούμενα (!) για τη ροκ, με τα οποία αυτή πρέπει να "συναντηθεί" για... να αναβαθμιστεί; 
     Εδώ πρόκειται φυσικά για σφάλμα λογικής του συγγραφέα, αφού οι άλλες αυτές χώρες (Βρετανία, Ιρλανδία, Γερμανία, Ολλανδία, Γαλλία, Ιταλία κλπ.) ανήκαν ήδη στη δυτική πολιτισμική παράδοση, κι έτσι η ήδη δυτικότροπη εγχώρια μουσική τους (κλασική, λαϊκή κλπ.) διασταυρώθηκε επιτυχέστατα με τη ροκ δίνοντας ιδιώματα, ή "σχολές" όπως π.χ. το progressive rock, το folk rock, το krautrock κλπ. Παρ' όλο όμως που στην Ελλάδα η εγχώρια μουσική δεν  έχει απολύτως καμμία σχέση με την αντίστοιχη δυτική (αφού -πλην της δημοτικής- είναι απολύτως βυζαντινοανατολίτικης προέλευσης), ο συγγραφέας φαίνεται να επικροτεί κάθε χρήση/αλλοίωση της ροκ από τον -αριστερόστροφο- εγχώριο πολιτικό λόγο, ή από το λαϊκό ρωμηοτραγούδι, θεωρώντας τη ως δημιουργική αλληλεπίδραση που, αν ολοκληρωνόταν, θα οδηγούσε σε ένα "ελληνικό ροκ" (όπως αποδεικνύουν κατ' αυτόν οι περιπτώσεις μουσικών τις οποίες αναφέραμε ότι επικαλείται). Αντιθέτως θεωρεί ως υπεύθυνους τους έλληνες ρόκερς (μουσικούς και κοινό), για το γεγονός ότι αυτή η "αλληλεπίδραση" δεν επετεύχθη σε μεγαλύτερο βαθμό, χαρακτηρίζοντάς τους ως ... "ανέτοιμους" (μήπως και ... ανώριμους;). Μάλιστα στις τελευταίες σελίδες (456-457) χαρακτηρίζει ως "αδύνατο, αδικαιολόγητο και δουλικό" το να προσπαθήσει κάποιος να ξεφύγει από την εθνική του "ιστορία, προϋποθέσεις, διαμορφωμένες επιλογές και παραδόσεις", οι οποίες "διαμορφώνουν τους ανθρώπους και την κοινότητά τους". Μήπως όλα αυτά θυμίζουν την εθνικιστική (ή πατριωτική - το ίδιο είναι) φρασεολογία τής ρωμηοδεξιάς ή ρωμηoαριστεράς (ειδικά αν συνυπολογίσουμε και το πόσες φορές ο συγραφέας χρησιμοποιεί την έκφραση "στην πατρίδα μας"); Μήπως, κατά τον συγγραφέα, οι εγχώριοι καθαρόαιμοι ρόκερς που αποστασιοποιήθηκαν από τη (β)ρωμηοσύνη, που αρνήθηκαν να γίνουν παιδιά για τα θελήματα της αριστερόστροφης ή δεξιόστροφης εθνικοφροσύνης, που απέφυγαν να συγχρωτιστούν με τη ρωμηολαϊκούρα (μπουζουκοειδή ή "έντεχνη") μένοντας συνεπείς στις -επίσης διαμορφωμένες- πολιτισμικές προδιαγραφές της δικής τους διεθνούς κοινότητας, έκαναν κάτι "δουλικό"; Μήπως έκαναν κάτι "αδικαιολόγητο" για το οποίο πρέπει να απολογηθούν; Ή μήπως κατάφεραν το "αδύνατο"; Ή μήπως ήταν λάθος τής αυθεντικής εγχώριας ροκ το ότι συγκρούστηκε κατ' επανάληψιν με αυτή τη ρωμηοπαράδοση, η οποία "διαμορφώνει τους ανθρώπους και την κοινότητά τους";
      

    Υπό την οπτική τής κουτοπόνηρης οικειοποίησης τής ροκ από τη ρωμηοσύνη θα πρέπει να ιδωθούν και οι αποτυχημένες (μια και δεν επαναλήφθηκαν) προσπάθειες των εγχωρίων κυβερνήσεων στη δεκαετία του 1980, να σκαρώσουν μια ... κρατικά προστατευόμενη "ροκ". Τέτοιες είναι οι λεγόμενοι Ήχοι Του Χειμώνα (1983-1984, στο θέατρο Αμόρε στην Αθήνα, απ' όπου είχαν αποκλειστεί τα συγκροτήματα με αγγλικό στίχο) και το "Rock In Athens" (με διεθνή ονόματα της ροκ στο Καλλιμάρμαρο, το καλοκαίρι του 1985). Η δεύτερη θεωρείται από το συγγραφέα ως ότι: "το επίσημο κράτος ήταν αναγκασμένο να το δεχτεί (το ροκ) και δεν μπορούσε πια να το θεωρεί αλητεία ή εξοβελιστέο, και να το αντιμετωπίζει ως κάτι ημιπαράνομο όπως πριν(σελίδα 423). Φαίνεται όμως ότι η εγχώρια ροκ κοινότητα (μουσικοί και κοινό) δεν εξέλαβε την κρατική "αιγίδα" με τον τρόπο που την ερμηνεύει ο συγγραφέας. Έτσι οι μεν πολυδιαφημισμένοι "Ήχοι Του Χειμώνα" μποϋκοταρίστηκαν με επιτυχία από τη ροκ κοινότητα (μουσικούς και κοινό) σε σημείο όπου οι μόνοι που συμμετείχαν ήσαν σχεδόν αποκλειστικά διάφοροι ροκοφανείς, του είδους εκείνων που ο συγγραφέας θεωρεί ότι χάρισαν στην εγχώρια "ροκ" την κοινωνική αποδοχή. Ενώ στο "Rock In Athens" ξέσπασαν εκτεταμένες συγκρούσεις μεταξύ ροκ κοινού και αστυνομίας, προκειμένου το πρώτο να μπει τζάμπα (όπως και έγινε) στον συναυλιακό χώρο, κουρελιάζοντας έτσι την κρατική "ροκ" φιέστα, απαλλοτριώνοντας τη μουσική του από τους "προστάτες" της και επανοικειοποιούμενο την έννοιά της. Είμαστε πλέον για τα καλά στην ταραγμένη δεκαετία του 1980, για την οποία θα πούμε περισσότερα στην παρουσίαση τού αμέσως επόμενου βιβλίου.

   Συνεχίζοντας, κάτι με το οποίο διαφωνώ απόλυτα, είναι η θέση του συγγραφέα περί "πολιτιστικής εγγραμματωσύνης" (=εξοικείωσης με τον δυτικό πολιτισμό) των νεοελλήνων, χάρις στην οποία (κατά την εκτίμηση του συγγραφέα) κατάφεραν γρήγορα να "μπουν στο νόημα" της ροκ. Κάτι τέτοιο αποτελεί κατά τη γνώμη μου μεθοδολογικό σφάλμα. Αν η πολιτισμική κατάσταση στη Νεοελλάδα ήταν όπως την παρουσιάζει ο συγγραφέας, τότε η εγχώρια ροκ παραγωγή θα έπρεπε να είναι ποιοτικά εφάμιλλη των άλλων μή αγγλόφωνων χωρών (όπως π.χ. της Γερμανίας, της Γαλλίας, ή της Ολλανδίας). Κάτι τέτοιο όμως, όπως ξέρουμε, δεν ισχύει ούτε στην πιο καλπάζουσα φαντασία. Αν, δηλαδή, οι νεοέλληνες είναι "πολιτιστικά εγγράμματοι" ως προς τον δυτικό πολιτισμό, τότε π.χ. οι γάλλοι, ή οι γερμανοί, ή οι ιταλοί τί είναι; Αν οι νεοέλληνες "μπήκαν" γρήγορα στο νόημα της ροκ, τότε οι άλλοι τί παραπάνω έκαναν; 
    Ή: από πότε η Νεοελλάδα έγινε κανονική δυτική (ή έστω απλώς δυτική) χώρα; Δεν λέω ότι η Νεοελλάδα δεν έχει τη δική της μουσική και γενικότερα τέχνη, παράδοση κλπ. Λέω όμως ότι το νεοελληνικό πολιτισμικό μόρφωμα δεν είναι δυτικού τύπου, αφού διαμορφώθηκε εντελώς έξω από τις χρονικές, γεωπολιτικές και πολιτισμικές ορίζουσες του δυτικού κόσμου (κάτι για το οποίο ευθύνονται αποκλειστικά οι εγχώριες δυνάμεις και ταγοί του βυζαντινομεσαιωνισμού, που παρέδωσαν τη χώρα στους πολιτισμικά εγγύτερούς τους οθωμανούς, που λειτούργησαν ως τοποτηρητές τους, και που εξακολουθούν να την κυβερνούν μέχρι σήμερα, εμποδίζοντας τον εκδυτικισμό της εν ονόματι μιας υβριδικής και χαλκευμένης "εθνικής" ψευδοταυτότητας). Ο συγγραφέας μοιάζει να υποτιμά το γεγονός πως η Νεοελλάδα δεν πέρασε από τα προαπαιτούμενα στάδια της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού όπως ο δυτικός κόσμος, κι ότι γι΄αυτόν τον σοβαρότατο λόγο δεν τής είναι καθόλου απλό να κατανοήσει και να συμμετέχει στις πολιτισμικές (ή άλλες) διαδικασίες του σαν να μην "τρέχει" τίποτα... 
      Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι (σε αντίθεση με τα βιβλία π.χ. του Κώστα Κατσάπη) η λέξη "ελληνοχριστιανισμός" εδώ δεν αναφέρεται ούτε μια φορά. Σαν να μην υπήρξε κάτι τέτοιο (ή σαν ο συγγραφέας να θέλει να αποφύγει αυτή τη δυσάρεστη αναφορά...). Σαν αυτή η επίσημη κρατική ιδεολογία και οξύμωρη "παράδοση" (στη δεξιόστροφη και την αριστερόστροφη εκδοχή της) να μην έχει μαρκάρει με τη μαγαρισμένη σφραγίδα της το ταλαίπωρο  νεοελληνικό φαντασιακό και την εμφυτευμένη συλλογική (ψευδο)μνήμη. 

       Για το τέλος αφήσαμε τη γενική εκτίμηση του συγγραφέα (σελίδα 456), πως το ελληνικό ροκ (όπως το ονομάζει) στάθηκε ένας από τους φορείς ... εκσυγχρονισμού της χώρας, μαζί με την ... αριστερά (τη σταλινική ή την κρυφοσταλινική;), τον ... "λαϊκό πολιτισμό" (εννοεί τον μπουζουκοτέτοιο;) και τις δυνάμεις τού ... "φιλελεύθερου μοντερνισμού" (εννοεί τους τριτοκοσμικούς βλαχονεόπλουτους, που σήμερα εκδηλώνονται ως "μαίνουμε Εβρόπη;"). Εδώ ερχόμαστε (για τελευταία φορά) αντιμέτωποι με την εμμονή του συγγραφέα, να εξετάζει το ελληνικό ροκ όχι σε σχέση με το ίδιο και τις επιθυμίες του ή τις προθέσεις του, αλλά ως ενεργούμενο της νεοελληνικής κοινωνίας (στη σελίδα 438 μάλιστα χρησιμοποιεί και θεολογική  ορολογία, όταν μιλάει περί ... "αποστολής" του ροκ στην Ελλάδα). Λες και το ροκ δεν έχει δική του υπόσταση, ή δεν μπορεί να σταθεί ως αυθύπαρκτο, ή λες κι η ρωμηοσύνη είναι ο ομφαλός της Γης... Με αυτόν τον τρόπο μοιάζει να αποδίδει στη ροκ και τους ροκάδες, προθέσεις και επιθυμίες που δεν είχαν (ή μήπως τους ρώτησε και του είπαν ότι αισθάνονταν σαν... αποστολή τους να συμβάλλουν... εθνοφελώς στον... "εκσυγχρονισμό" της ρωμηοσύνης - και μάλιστα μαζί με τη ρωμηοαριστερά, τον Νταλάρα και τους "μένουμαι Εβρόπι";).
    Και βέβαια η συλλογιστική του συγγραφέα είναι από τη βάση της λανθασμένη: η νεοελληνική κοινωνία μόνο επιφανειακά έχει αλλάξει από την εμφάνιση της ροκ στην Ελλάδα (και πάντως, όχι χάρις σε αυτήν). Άλλωστε αν είχε αλλάξει αξιακά, δεν θα βρισκόταν στη σημερινή ξεκαρδιστική κατάσταση: o (β)ρωμηός παραμένει εκουσίως το ίδιο συναισθηματικά υπανάπτυκτος, ψυχικά ανώριμος, πολιτισμικά ανατολίτης, φιλοτομαριστής, αντικοινωνικός, συμφεροντολόγος, κουτοπόνηρος, χαμερπής, πούστης, τριτοκοσμικός, αγράμματος, υποκριτής, ηθικολόγος, βολεψοκώλης και φασίστας όσο το 1956. Αν, λοιπόν, η εγχώρια ροκ είχε κάποια "αποστολή", αυτή ήταν το να προσφέρει τουλάχιστον κάποιο καταφύγιο στο μειονοτικό ποιοτικό, δυτικότροπο και υγιές κομμάτι της κοινωνίας, ώστε αυτό να κερδίσει, τουλάχιστον, το δικαίωμα να υπάρχει...
    
    Ανεξάρτητα πάντως από τις ενστάσεις του καθενός, μια τέτοια εργασία / επιτομή, που συνδυάζει την επιστημονική (κοινωνιολογική, ανθρωπολογική κλπ.) προσέγγιση με την εκτενή και λεπτομερή παρουσίαση των γεγονότων, καταπιάνεται με ένα εγχείρημα υψηλού βαθμού δυσκολίας και μέχρι στιγμής είναι η μόνη που μπορεί να ισχυριστεί ότι καλύπτει το αντίστοιχο -σοβαρό- κενό.




   5. ΝΙΚΟΣ ΣΟΥΖΑΣ, "Σταμάτα να μιλάς για θάνατο μωρό μου" - Πολιτική και κουλτούρα στο ανταγωνιστικό κίνημα στην Ελλάδα (1974-1998), εκδόσεις Ναυτίλος, Θεσσαλονίκη 2015, σελίδες 428





    Έχοντας πάρει τον τίτλο της από το ομώνυμο τραγούδι των Αντί (1986), η εργασία αυτή αναφέρεται στο εγχώριο underground φαινόμενο των είκοσι πέντε πρώτων χρόνων της λεγόμενης μεταπολίτευσης (βασικό κομμάτι τού οποίου υπήρξε η ροκ σκηνή) αλλά με έμφαση στις εκφάνσεις του εκείνες που ανέπτυξαν μια στενότερη (βλ. κινηματική) σχέση με τον λεγόμενο αντιεξουσιαστικό χώρο.  Υποσύνολα του αντιεξουσιαστικού χώρου στην Ελλάδα αποτελούν ο κλασικός Αναρχισμός και ο Μετα-αναρχισμός, ο γαλλικός Σιτουασιονισμός, ο επηρεασμένος από τους Καστοριάδη-Στίνα χώρος της Κοινωνικής Αυτονομίας, καθώς και διάφορες συλλογικότητες "πολιτιστικού πολέμου", οι οποίες λειτουργούν σε πρότυπα που έχουν τεθεί ήδη από τα '60s. 
    Αυτό σημαίνει, ότι από το εν λόγω βιβλίο δεν θα πρέπει κάποιος να περιμένει να πληροφορηθεί για τις "παραδοσιακές" εκείνες εκφάνσεις του ροκ φαινομένου που σχετίζονται με "ατομικιστικές" στάσεις ζωής (όσο μαζικές κι αν υπήρξαν, όπως π.χ. ο χιππισμός). 
  

    Πρωτομαγιά του 1977, η πρώτη ηχηρή εμφάνιση του αντιεξουσιαστικού χώρου. Μια απ' τις πολλές ιστορικές αφίσες του ελληνικού πολιτικού underground που παρουσιάζονται στο εν λόγω βιβλίο.


      Για να δώσουμε σχηματικά το γενικό ιστορικό πλαίσιο της περιόδου, είναι η εποχή (κυρίως στα '80s) όπου διάφοροι λάβροι θεματοφύλακες της ελληνοχριστιανικής (βλ. βυζαντινής) παράδοσης, όπως ο ανέκαθεν γραφικός σταλινικός σωβινιστής Μίκης Θεοδωράκης και η στομφώδης επιδειξιομανής Μελίνα Μερκούρη, αφρίζουν σαν ανέραστες χριστονύμφες κατά της "ξένης" μουσικής, και απαιτούν το μποϋκοτάρισμά της από το ραδιόφωνο...
   Η παραπάνω πανικόβλητη αντίδραση των απανταχού αυτόκλητων "ελληνοφυλάκων" (που μάλιστα θυμίζει εποχές δεκαετίας 1950 ή/και χούντας) δεν ήταν καθόλου συμπτωματική: αυτή χονδρικά την περίοδο ολοκληρώνεται η απεξάρτηση της ελληνικής νεολαίας (ή τουλάχιστον του καλύτερου κομματιού της) από την ελληνοχριστιανική ιδεολογία του νεοελληνικού κράτους (στη δεξιόστροφη ή αριστερόστροφη εκδοχή της) και η διαδικασία διάρρηξης των δεσμών με αυτήν. Τη διάρρηξη αυτή δεν είχαν επιτύχει απόλυτα οι προηγούμενες γενιές των "γιεγιέδων" και των "φρικιών", οι οποίοι, όχι σπάνια, συνέχιζαν να τρέφουν τις χίμαιρες ενός "νεοελληνικού πολιτισμού", μιας ρωμηοσύνης με "βαθιά νοήματα", ενός "αληθινού" και "επαναστατικού" χριστιανισμού, μιας αριστεράς με κατά βάθος "γνήσιο" ηθικό-ιδεολογικό πυρήνα κλπ. (τα δύο τελευταία πάντως αποτέλεσαν παροδικά χαρακτηριστικά και ενός μειοψηφικού κομματιού του διεθνούς underground των '60s).   
    Είναι επίσης η εποχή όπου συνέβη η νεολαιίστικη (ή έστω, από το εκλεκτότερο κομμάτι των νέων) ρήξη με το μεταπολιτευτικά επιχειρηθέν ψευδοϊστορικό "λίφτινγκ" της ρωμηοσύνης (π.χ. με τους νεομύθους περί "εθνικής αντίστασης" κ.λπ.). Πάνω δηλαδή που η ρωμηοσύνη προσπαθούσε να "επανεπινοηθεί" (και να κρύψει τα πρόσφατα ιστορικά "άπλυτά" της), ένα κομμάτι νέων απ' το "πουθενά" τής χαλούσε τη "δουλειά". Καταλυτική επιρροή στην πλειοψηφία των εν λόγω νέων άσκησε μεταξύ άλλων ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της μετανεωτερικότητας, Κορνήλιος Καστοριάδης. Τεράστια επιρροή άσκησε επίσης ο μέντορας του Καστοριάδη, διεθνιστής επαναστάτης Άγις Στίνας. Έτσι δεν είναι τυχαίο που οι έλληνες ροκάδες (και όχι μόνο αυτοί) των '80s ανέπτυξαν έναν "σκληρό" σκεπτικισμό κι ένα υγιέστατο αντιεξουσιαστικό αισθητήριο, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μή μιας στενότερης (βλ. ιδεολογικής) σχέσης τους με τον αναρχικό χώρο (όσοι διατηρούν κάποιου είδους προσωπικό αρχείο από εκείνη την εποχή, ας ανατρέξουν στην έρευνα "Τί ψηφίζει το ελληνικό ροκ;" στο περιοδικό Ήχος & Hi-Fi, τεύχος 205, Απρίλιος 1990, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων ροκ μουσικών εκφράζει απέχθεια για την κοινωνική ετερονομία και την έννοια του κόμματος και δηλώνει ενεργητική εκλογική αποχή, ενώ οι ελάχιστοι που ψηφίζουν, συνήθως το "ρίχνουν" στους οικολόγους - κι αυτό με μισή καρδιά...).
    Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του εσωτερικού underground "χάσματος γενεών" (μεταξύ των '80s από τη μία και των '70s/'60s από την άλλη) αποτελεί το γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια των '80s ένας θεωρούμενος ως εξέχων εκπρόσωπος της παλιάς ροκ "σχολής" (που κατά δήλωσίν του κινείτο "στον χώρο της αριστεράς"), ο  Παύλος Σιδηρόπουλος, έπαιζε σε φεστιβάλ κομματικών νεολαιών (Κ.Ν.Ε., Ν.ΠΑ.ΣΟ.Κ. κ.α.) ή συμμετείχε ως "ροκ γλάστρα" στις συναυλίες του σταλινικού εθνικόφρονα Γιάννη Μαρκόπουλου, πιθανόν για να εξασφαλίζει τα αναγκαία για τη "δόση" του (θεωρούσε εαυτόν μύστη και "εκλεκτό" τής "άσπρης"). Ενώ  οι μουσικοί της νέας -τότε- ροκ σκηνής έχοντας αποστασιοποιηθεί τόσο από τα κομματικά μαντριά και τις ιδεολογίες, όσο και από τον ελιτίστικο μύθο τής αποκληθείσης drug culture (που εξέφραζαν άνθρωποι σαν τον Σιδηρόπουλο), έπαιζαν μόνο στα στέκια και  τις εκδηλώσεις τού underground χώρου.



   "Μίκη Μάους" (1985) των Δημήτρη Πουλικάκου / Θέκλας Τσελεπήκι ένα από τα δύο-τρία αξιομνημόνευτα τραγούδια που διεκπεραίωσε ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Στην αρχή του βίντεο αξίζει να προσεχθεί ο αδέξια συγκαλυμμένος επιδειξισμός / σήμα κατατεθέν του Σιδηρόπουλου. 
    Αφιερωμένο στον σταλινικό ελληνοχριστιανό σωβινιστή και θεματοφύλακα της ρωμηοσύνης, Μίκη Θεοδωράκη. 
   (Γνώμη του γράφοντος: οι Panx Romana θα το έλεγαν όπως πρέπει).
 
    
     Η ολοκληρωτική απεξάρτηση τού εν λόγω κομματιού της εγχώριας νεολαίας από τους ισοπεδωτικούς για την προσωπικότητα μύθους τής ρωμηοσύνης, απαίτησε επώδυνο προσωπικό ψάξιμο μακριά από ετοιματζίδικες μαζικές "ταυτότητες" ("εθνικές", ιδεολογικές, κομματικές κλπ.), σκληρή αναμέτρηση με την κατάθλιψη (που ανέκαθεν προξενούσε στους καλύτερους η φιλοτομαριστική νεοελληνική "κοινωνία" των βολεψοκωλάκηδων, της ηθικολογούσας υποκρισίας και της γενικευμένης πουστιάς) και μια άνευ εγχωρίου ιστορικού προηγουμένου καθημερινή σύγκρουση με τον ρωμαίικο τριτοκοσμισμό και ψυχοπαθολογία, τόσο στο πεδίο της οικογένειας και της εκπαίδευσης, όσο και σε αυτό της ευρύτερης κοινωνίας (βλ. συχνές βιαιότατες συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής σε όλο το υπό εξέτασιν διάστημα). Τα προηγούμενα έχουν αποτυπωθεί με τον σαφέστερο τρόπο στην εγχώρια ροκ μουσική παραγωγή τής περιόδου (ειδικά αυτή των '80s).
    Ενώ η ιστορική επιδραστικότητα που το εν λόγω κομμάτι νεολαίας άσκησε, παραμένει "ενεργό ηφαίστειο", όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008.

                 

                                   2 Φεβρουαρίου 1990, Πατησίων και Στουρνάρα...


    Αν και στο εν λόγω βιβλίο δεν παρουσιάζεται το -σχηματικά δοσμένο προηγουμένως- πανόραμα του ελληνικού underground των '80s και '90s (παρά μόνο, όπως είπαμε, οι εκφάνσεις του εκείνες που σχετίστηκαν κινηματικά με τον αντιεξουσιαστικό χώρο), ωστόσο γίνεται αντιληπτό ότι έχουμε να κάνουμε με την πιο συνειδητοποιημένη, την πιο ώριμη ψυχικά και εν τέλει την πιο δυτική μερίδα νέων που υπήρξε μέχρι σήμερα στην Ελλάδα. Απόδειξη, το γόητρο, που ειδικά  τα ελληνικά '80s  έχουν αποκτήσει για τους σημερινούς ριζοσπαστικοποιημένους έλληνες νέους. 
     Μεταξύ άλλων παρουσιάζoνται συνοπτικά η underground "συσσώρευση" στην Πλάκα και στα Εξάρχεια ήδη από τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, ο -υπό την επιρροή της- σχηματισμός του εγχώριου αντιεξουσιαστικού χώρου και ο ρόλος του στην εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 (εγχώριας "απαρχής του αυτόνομου κινήματος" κατά τον Γιώργο Οικονόμου). Εκτενέστερα παρουσιάζονται τα μεταπολιτευτικά γεγονότα/ορόσημα του εν λόγω χώρου χώρου, η πανκ ροκ σκηνή, οι καλλιτεχνικές πρακτικές τού αποκληθέντος D.I.Y. ("do it yourself"), οι πρακτικές των αντιεξουσιαστικών ανεξάρτητων (πειρατικών) ραδιοσταθμών και των καταλήψεων στέγης στην Ελλάδα κ.α. Ενώ και ο όγκος του underground αρχειακού υλικού (εφημερίδες, fanzines, αφίσες, συνεντεύξεις, φωτογραφίες κ.λπ.) που παρουσιάζεται εκτενώς, τού προσδίδει μεγάλη συναισθηματική αξία για όσους τότε νέους "ήσαν εκεί". 
   Ένα βιβλίο που αναδεικνύει την ποικιλία και την ένταση ορισμένων εκδηλώσεων τού εγχώριου underground φαινομένου στα πρώτα είκοσι πέντε χρόνια της λεγόμενης μεταπολίτευσης, βασική εκ των οποίων υπήρξε η εγχώρια πανκ ροκ σκηνή. Από μιά άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα είδος -μερικής- συνέχειας των βιβλίων του Κώστα Κατσάπη.

  
  
      Τελικά, η ελληνική ροκ είναι καμμιά σπουδαία υπόθεση;

    Αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί, η ελληνική ροκ παραγωγή (όπως άλλωστε και κάθε τί άλλο στην Ελλάδα) υπολείπεται κατά πολύ σε πολιτισμική σημασία και παγκοσμιότητα από τις ανάλογες άλλων μή αγγλόφωνων χωρών, όπως π.χ. της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ολλαδίας, ή της Ιταλίας (συγκρίνουμε την Ελλάδα με "μή αγγλόφωνες" χώρες γιατί, ως γνωστόν, η ροκ στiς αρχετυπικές genre defining μορφές της προήλθε από την αγγλόφωνη κουλτούρα). Η ιστορική αιτία είναι φυσικά η ίδια που ισχύει και για σύμπασα τη νεοελληνική ασυμβατότητα με τις  πολιτισμικές, κοινωνικές, ηθικές κ.λπ. κατακτήσεις των δυτικών λαών: η Ελλάδα βρίσκεται δύο βασικές πολιτισμικές "τάξεις" πίσω από τις δυτικές χώρες, αφού δεν πέρασε από τα στάδια της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού (καθένα εκ των οποίων διήρκεσε μερικούς αιώνες...). Κατά πάγια, λοιπόν, συνέπεια, τα δυτικά πολιτισμικά αγαθά δεν μπορούν να κατανοηθούν σε βάθος στην Ελλάδα, να αφομοιωθούν, να γίνουν αντικείμενο δημιουργικής επεξεργασίας, να αναπαραχθούν με προσωπική σφραγίδα (δηλαδή χωρίς μιμητισμό και επιδερμικότητα) και, τέλος, να ανταποδοθούν στην πολιτισμική διεθνικότητα από την οποία προσφέρθηκαν.

    Ειδικά στο ζήτημα τής επίτευξης παγκοσμιότητας η εγχώρια ροκ απέτυχε παταγωδώς, αν σκεφτεί κανείς ότι, από γεννησιμιού της η ροκ δεν απευθύνεται σε περιχαρακωμένα "εθνικά" πληθυσμιακά σύνολα, αλλά σε ευρείες φαντασιακές κοινότητες ανθρώπων με περίπου κοινές (=παγκοσμιοποιημένες) υπαρξιακές και πνευματικές αναζητήσεις. 
    Η ροκ δεν είναι "εθνική" υπόθεση, όπως την αντιλήφθηκαν διάφοροι εγχώριοι τού γενικώς ειπείν νεοελληνικού τραγουδιού που "ασχολήθηκαν" περιστασιακά μαζί της (και που φυσικά την στείρωσαν από τη σαρωτική διονυσιακή δύναμή της και από τη διεθνή απεύθυνσή της). Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος που είχε κάποτε δηλώσει ότι "είμαι και ροκ και Έλλην" (προφανώς δεν είχε κατανοήσει ότι η ροκ ιδιότητα υπερισχύει της "εθνικής", με τρόπο που η επίκληση της δεύτερης να καθίσταται όχι μόνο περιττή αλλά και ύποπτη). Μια δήλωση εθνικοφροσύνης που καλύπτει μεν τους ... "ελληνοροκάδες" (ναι, υπάρχουν και τέτοιοι στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας), αλλά αποκάλυψε τη διανοητική σύγχυση και την πολιτισμική ημιμάθεια τού "πατρός" της, όταν λίγα χρόνια αργότερα στρατεύτηκε κι αυτός στην "Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών", τον πατριωτισμό και τη ρωμηοσύνη. Αν ο Έντυ Κόχραν, οι Beatles, οι Rolling Stones, οι Who, οι Amon Düül, οι R.Ε.Μ., ή οι (ολλανδοί) Mecano σκέφτονταν εθνοκεντρικά (σαν κάτι "δικούς" μας) και δεν είχαν επίγνωση ότι -πρέπει να- απευθύνονται σε μια διεθνή κοινότητα  "ομοϊδεατών", η ροκ δεν θα είχε υπάρξει καν. 

    Από την άλλη, οι καθαρόαιμοι ροκ μουσικοί στην Ελλάδα σπανίως αφομοίωσαν σε τόσο βάθος τις διεθνείς επιρροές τους, ώστε να ξεφύγουν από το στάδιο τής -έστω και άρτιας- μίμησης, να ακούγονται γνήσιοι, και να "παίξουν στα ίσια" τους διεθνείς ρόκερς (αντιπροσωπευτικά παραδείγματα οι Socrates Drunk The Conium, ή οι Last Drive, οι δίσκοι των οποίων κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα με την Ελλάδα στις Η.Π.Α. και τη Δ. Ευρώπη). Η πολιτισμική κλειστότητα της ρωμηοσύνης (που επί αιώνες στρεβλώνει -όταν δεν μπορεί να εμποδίσει- την επαφή της χώρας με τον δυτικό πολιτισμό, αναπαράγοντας έτσι την πολιτισμική ημιμάθεια) είναι και εδώ η αιτία που ανέκαθεν οι έλληνες ροκάδες (μουσικοί και μουσικόφιλοι) αυτοπαγιδεύονταν συχνά στο κλισέ (τόσο ως προς το αμιγώς καλλιτεχνικό μέρος τής ροκ, όσο και την ενδυματολογία της, τις συμπεριφορές της και τις υπόλοιπες εκδηλώσεις της)Ο μιμητισμός (ευτελής ή επιτυχής) ως προς τή διεθνή ροκ ήταν ανέκαθεν το αδύνατο σημείο τής εγχώριας ροκ, τής στερούσε την προσωπικότητα και το διεθνές ενδιαφέρον και επέτεινε το πρόβλημα της "εθνικής" της περιορισιμότητας.
     Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, δεν είναι λίγοι οι εγχώριοι -πρώην- ροκάδες, που επιχειρώντας κάποια στιγμή να ξεφύγουν από τη "Σκύλλα" της κακέκτυπης μίμησης διεθνών ροκ προτύπων τα οποία τελικά δεν πολυκατανοούσαν, έπεσαν στη "Χάρυβδη" τής εθνόκλειστης λαϊκής νεοελληνικής μουσικής, "έντεχνης" και μή (που δικαίως δεν αξίζει κανένα διεθνές ενδιαφέρον, σαν κι αυτό που έχουν αποδείξει ότι αξίζουν π.χ. οι αντίστοιχες ιταλική και γαλλική). Για τέτοιους ανθρώπους η ροκ υπήρξε απλά κάτι περιστασιακό, μια "φάση" της ζωής τους, και όχι η ζωή τους. Το πρώτο τέτοιο παράδειγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι οι γνωστοί Τερμίτες του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα (πρώην P.L.G. Band).

    Από την άλλη πάντως,πολλά διεθνών προδιαγραφών εγχώρια ροκ πράγματα που συνέβησαν, θάφτηκαν κάτω από την εγχωρίως επιβαλλόμενη ισοπεδωτική πολιτισμική ψευδοταυτότητα και τη γενικότερη ασημαντότητα της Νεοελλάδας (ή βρήκαν τη διεθνή αναγνώριση που τους άξιζε κατόπιν εορτής - βλ. π.χ. το γυναικείο '60s γκαράζ συγκρότημα των Girls που είδε ηχογραφήσεις του να περιλαμβάνονται σε  διεθνείς ροκ ανθολογίες κάμποσες δεκαετίες μετά). 
     Ενώ "απειροελάχιστοι" είναι οι έλληνες ρόκερς που κατόρθωσαν, όχι απλώς  να "παίξουν στα ίσια" τους διεθνείς, αλλά και να συνεισφέρουν στη ροκ με έργα ιστορικής -ή έστω "απλώς" διεθνούς- σημασίας. Τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού παραδείγματα, όπως π.χ. των Aphrodite's Child και του Σταύρου Λογαρίδη, απλώς επιβεβαιώνουν αυτόν τον κανόνα.
   Σε κάθε περίοδο όμως υπήρχε ένας "κορμός" από καθαρόαιμους ροκ μουσικούς ενός ανεκτού (και συχνά παραπάνω απ' αυτό) μέσου επιπέδου, μπόλικος ενθουσιασμός και κυρίως ανάγκη κάποιων ανθρώπων, έτσι ώστε να δικαιούμαστε να μιλάμε για ελληνική ροκ σκηνή. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια η μέση ποιότητα δείχνει να έχει ανέβει αισθητά (κάλλιο αργά παρά ποτέ).


     
    Αντιπροσωπευτικό σύνηθες πρωτοσέλιδο ημερησίων φυλλάδων από τα '80s. Εδώ πρόκειται για επεισόδια σε πανκ ροκ συναυλία στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε. τον Οκτώβριο του 1984, που τελικά δεν έγινε λόγω συνδυασμένης δράσης φοιτητοπατέρων και αστυνομίας.



    Η αλήθεια όμως που παραμένει είναι ότι ο κόσμος δεν θα ήταν φτωχότερος αν δεν είχε υπάρξει η εγχώρια ροκ (για όσους φυσικά δεν περιορίζουν τον κόσμο στην Ελλάδα...). Και παραμερίζοντας την όποια συναισθηματική αξία μπορεί αυτή να έχει για κάποιους, είναι επίσης αλήθεια ότι η εγχώρια ροκ, παρ' όλο που είχε τις "στιγμές" της, σε γενικές γραμμές δεν έχει -ακόμα- κάτι να πει στο ροκ κοινό άλλων χωρών (και γι' αυτό δεν το ενδιαφέρει όσο π.χ. οι προαναφερθείσες γαλλική, γερμανική κ.α.). 
    Αλλά, όπως φαίνεται από τις παραπάνω ακαδημαϊκές εργασίες, ανεξάρτητα από τις ισχνές διεθνείς "επιδόσεις" της η αυθεντική ροκ στην Ελλάδα (και όχι αυτή η ροκοφανής εκδοχή του νεοελληνικού τραγουδιού, που έφτιαξαν και φτιάχνουν διάφοροι άσχετοι με τη ροκ) κατόρθωσε να ανταπεξέλθει με  επάρκεια στον κοινωνικό ρόλο της, όσο και η διεθνής: μουσικοί όπως π.χ. οι Εξαδάκτυλος, οι Σπυριδούλα, οι Μουσικές Ταξιαρχίες, οι Last Drive, οι Γενιά Του Χάους, οι Τρύπες κ.α.  κατόρθωσαν να μεταστοιχειώσουν στην Ελλάδα το διεθνές μήνυμα της ροκ, αποφεύγοντας τις περισσότερες φορές το κλισέ και τη συνθηματολογία, και να εκφράσουν κάποτε το δυτικότερο και ποιοτικότερο κομμάτι της νεοελληνικής κοινωνίας. 



    Η εγχώρια ροκ σκηνή δεν άλλαξε βέβαια σε κάτι τη ρωμηοκοινωνία, η οποία, παρά την (ψευδο)εκσυγχρονισμένη της πρόσοψη, παραμένει το ίδιο κουτοπόνηρη, υποκριτική, φιλοτομαριστική, χαμερπής και εθνικά κομπλεξική όσο το 1956 ή το 1966. Αλλά, έδωσε τον πόλεμό της επί δεκαετίες, κατάφερνοντας να ταρακουνήσει τα λιμνάζοντα εθνοαυτιστικά πολιτισμικά απόβλητα τής ρωμηοσύνης και να εξασφαλίσει λίγο ζωτικό χώρο, για να ανασαίνουν όσοι ένιωθαν να πνίγονται απ΄τη μούχλα της. Χάρη στην ενεργή παρουσία τής ροκ στην Ελλάδα, κάποιοι άνθρωποι κάναμε την ψυχοθεραπεία μας και πειστήκαμε ότι δεν ήμαστε εμείς οι τρελοί, ή έστω οι "παράξενοι". Με αυτόν τον τρόπο πήραμε μια σωτήρια επιβεβαίωση και νιώσαμε ελαφρύτερη τη μοναξιά της διαφορετικότητάς μας. Κι ακόμα πιο πέρα: η προνομιακή εμπειρία μίας μόνο μικρής γεύσης υπαρξιακής ελευθερίας, στάθηκε τόσο δελεαστική για κάποιους από μας, ώστε να αλλάξει για πάντα τη ζωή μας (για κάποιους άλλους βέβαια, που βρέθηκαν εκεί όχι λόγω γνήσιας διαφορετικότητας αλλά έχοντας θρέψει τη ναρκισσιστική της ψευδαίσθηση, η γεύση αυτή στάθηκε τόσο δυσκολοχώνευτη, ώστε να προτιμήσουν να επιστρέψουν στην ασφάλεια της "δηθενιάς" τους).
   Δεδομένου μάλιστα ότι (σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε άλλες μή αγγλόφωνες χώρες) η ροκ στην Ελλάδα αναγκάστηκε εξαρχής να λειτουργήσει σε ένα σχεδόν εχθρικό, αντιδυτικό και άρα  τριτοκοσμικό περιβάλλον (παρά την υποκριτική δυτικοφανή του μόστρα) συνηγορεί υπέρ τού ότι θα έπρεπε μάλλον να τής αποδοθούν και εύσημα.



  Πιτσιρικάδες στον σωστό δρόμο για την ανακάλυψη τής ψυχικής υγείας (φωτογραφία του Γιώργου Τουρκοβασίλη από το θρυλικό ροκ κλάμπ Σοφίτα στην Πλάκα το 1983)


      Κάτι πολύ σημαντικό που πρέπει οπωσδήποτε να προσεχθεί είναι ότι η ελληνική δημώδης (αγγλιστί: folk) παράδοση τιμήθηκε μόνο από κάποιους εγχώριους ροκάδες (π.χ. τους Aphrodite's Child του "666", τους Socrates τού "Phos", τούς  Ακρίτας τού Σταύρου Λογαρίδη, τους Εν Πλω και μερικούς άλλους) ενώ (όπως είχε επισημάνει ο Καστοριάδης) απαξιώθηκε εντελώς σχεδόν απ' όλους τους ισοπεδωτικά προβαλλόμενους "δεινοσαύρους" της ρωμηοσύνης (Θεοδωράκης, Μαρκόπουλος και άλλοι βυζαντινιστές και ανατολίτες). Ή, στην καλύτερη περίπτωση, είχε ευνουχιστεί και "αποστειρωθεί" από τη ζωντάνια της (βλ. περίπτωση Δ. Σαββόπουλου). Ο λόγος είναι, φυσικά, ότι η δημώδης παράδοση (μουσική και ποίηση) προϋπήρχε της ρωμηοσύνης (διεθνούς εγκυρότητας ερευνητές και λαογράφοι, όπως ο γάλλος Φωριέλ, τήν ιχνηλατούν μέχρι την αρχαιότητα), και ότι πρόκειται για αμιγώς λαϊκή δημιουργία, που αναπτύχθηκε "ανεξέλεγκτα" (δηλαδή μακριά από τα κέντρα και τους μηχανισμούς πολιτισμικής επιβολής τής βυζαντινής και νεώτερης ρωμηοσύνης). Η ανάδειξη και η πολιτισμική επικαιροποίηση τής -απαξιωμένης από την ρωμηοσύνη- ελληνικής δημώδους μουσικής αποτελεί τιμητική διάκριση για την εγχώρια ροκ και πολιτισμικό αίσχος για τη ρωμηοσύνη. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η συνάντηση ροκ και δημώδους ελληνικής μουσικής (όχι όμως εις βάρος τής "πρωτοκαθεδρίας" τής πρώτης), αποτελεί και τη μόνη περίπτωση  όπου μπορεί να γίνει σοβαρά λόγος για ελληνική ροκ (και όχι απλώς για ροκ "made in Greece"). Καθόλου συμπτωματικά επίσης, από εκεί προέρχονται, όπως είδαμε, οι πιο αξιόλογες διεθνώς στιγμές της εγχώριας ροκ (Aphrodite's Child, Ακρίτας, ή οι Socrates Drunk The Conium). Άλλωστε και για τη διεθνή ροκ, οι απανταχού δημώδεις  παραδόσεις αποτελούσαν ανέκαθεν δομικό υλικό της (βλ. Μπομπ Ντύλαν, Τιμ Μπάκλεϋ, Byrds, Waterboys, Dead Can Dance ή οι εκπληκτικοί σημερινοί Trembling Bells κ.α.). Επομένως οι έλληνες ρόκερς που ανέδειξαν τη δημώδη μουσική ακολούθησαν με συνέπεια τις διεθνείς ροκ πρακτικές. 
     Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι η ίδια η ροκ προήλθε από έναν "γάμο" μεταξύ δημωδών μουσικών ιδιωμάτων όπως η κάντρυ και το μπλουζ.



                             

                                              Ακρίτας - Τα Παιδιά (1973)

     Στη δεκαετία του 1970, όταν η ρωμηοαριστερά μεράκλωνε με τα καταγέλαστα "αντάρτικα" και κορδωνόταν μέχρι πολλαπλής πόρδησης με τους διάφορους ελληνοχριστιανούς Ρίτσους και Θεοδωράκηδες, κάποια παιδιά (Ακρίτας, Socrates Drunk The Conium, Τα 4 Επίπεδα Της Ύπαρξης κ.α.) αναδείκνυαν την αρχέγονη δύναμη της απαξιωμένης δημοτικής μουσικής (η οποία λόγω της "παγανιστικής" της ποιητικότητας και των διονυσιακών της "παρεκτροπών", δεν προσφερόταν για "εθνωφελείς σκοπούς" και πολιτιστικό σοδομισμό από τη Ρωμηοσύνη).
    

   Και κάτι αξιοπρόσεκτο: η χρήση ελληνικής γλώσσας στον δίσκο των Ακρίτας (που κυκλοφόρησε μέχρι και στην Ιαπωνία), δεν εμπόδισε τη διεθνή καταξίωσή του, πράγμα που διδάσκει ότι η μουσική (όταν φυσικά φτιάχνεται από τους κατάλληλους ανθρώπους) μπορεί να αποτελέσει από μόνη της μιά διεθνή γλώσσα, ακόμα κι αν ο στίχος δεν είναι κατανοητός (δηλαδή: δεν "κολλάνε" σε κάτι τέτοια ζητήματα οι "ξένοι"). Eιδικά στη ροκ, η μουσική (σύνθεση και εκτέλεση) αποτελεί μέρος του μηνύματος, απολύτως ίσης σημασίας με τον στίχο (για να μην πούμε ότι μπορεί να λειτουργήσει και αυθύπαρκτα, ενώ ο στίχος όχι). Αντιθέτως, ακόμα κι όταν ο μή αγγλικός στίχος έχει πραγματικά πρωτοτυπία και παγκοσμιότητα, αδικείται όταν η μουσική που τον συνοδεύει δεν διαθέτει αντίστοιχων προδιαγραφών προσόντα (βλ. π.χ. την περίπτωση Τρύπες, όπου αν οι εκπληκτικά ευρηματικοί στίχοι δεν είχαν "θαφτεί" από μια μονότονα ομοιόμορφη μουσική που δεν αφήνει κάτι ιδιαίτερο στη μνήμη, θα μπορούσαν να έχουν αποτελέσει  διεθνούς επιπέδου ροκ "ύμνους" - αγγλιστί: anthems).
    Τελευταίο και σημαντικότερο, οι έλληνες νέοι που "αποπλανήθηκαν" από τη ροκ, αποτέλεσαν το μόνο πληθυσμιακό κομμάτι της χώρας που διατήρησε σε κάπως πιο μαζική βάση την επαφή της χώρας με τον δυτικό πολιτισμό (και ειδικά όταν οι υπόλοιποι νεοέλληνες κατανάλωναν απλώς δυτικά τεχνολογικά και πολιτισμικά προϊόντα με τον πλέον επιδερμικό και βλαχονεόπλουτο τρόπο).

     Αν κάποιος έχει υπ' όψιν του κι άλλα επιστημονικά βιβλία για το θέμα, τα οποία ενδεχομένως μου διέφυγαν, θα τον παρακαλούσα -αφού τον ευχαριστήσω εκ των προτέρων- να με ενημερώσει (ποιός θα φανταζόταν πριν εξήντα -ή και τριάντα χρόνια- ότι οι ροκάδες στην Ελλάδα θα έφταναν κάποτε στο σημείο να μοιράζονται και ροκ συγγράμματα εκτός από δίσκους...).
   Κλείνω με αγωνιστικές ευχές για μαζικά επετειακά "τεντυμποΰστικα" γιαουρτώματα εναντίον εκείνων που τα αξίζουν. Ξέρουν αυτοί ποιοί είναι.



                                        

     Μια κυριολεκτική ΕΚΤΕΛΕΣΗ του παγκοσμίως γνωστού Malagueña (1928) από τους "δικούς" μας Invisible Surfers (από το άλμπουμ Dogs Killa Cat του 2002). Όλο το κυνικό χιούμορ, η χαρισματική αυθάδεια και η δημιουργικά αποδομητική δράση της ροκ έχουν ραντεβού σε αυτό το σερφο-γκαραζο-ψυχεδελο-πανκ "ανοσιούργημα". Μουσική, που σε επόμενη αποστολή τύπου Βόγιατζερ θα έπρεπε να σταλεί -μαζί με εκείνη του Τσακ Μπέρρυ- στο γαλαξιακό υπερπέραν, ως δείγμα των καλυτέρων ψυχικών χαρακτηριστικών του ανθρώπινου είδους...

     Θ.Λ. 


Δείτε επίσης
-Jason Xenakis, Χίππηδες και Κυνικοί - οκτώ μελέτες και άρθρα (πρώτη αμερικανική έκδοση 1973;)
-Η Αθήνα χορεύει ροκ εντ ρολλ (1957), κλασική ταινία μικρού μήκους του Βασίλη Μάρου. Σε εκτός Ελλάδος φεστιβάλ όπου προβλήθηκε, προκάλεσε έκπληξη η φιλμικά αποτυπωμένη ένταση με την οποία εκδηλώθηκε το ροκ φαινόμενο στην Ελλάδα (βλ. Νίκος Μποζίνης σ. 284).
-Ροκ στην Ελλάδα, η άλλη όψη (1988), ντοκυμανταίρ / ντοκουμέντο τού πρόσφατα αποχωρήσαντος Γιάννη Κασπίρη για την ελληνική ροκ σκηνή των '80s. 
-Οι Απέναντι (1981), του Γιώργου Πανουσόπουλου. Κατά τη γνώμη τού γράφοντος, η σημαντικότερη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου (αν φυσικά δεχτούμε ότι υπάρχει τέτοιος, με την έννοια που το κάνουμε π.χ. για τον ιταλικό, τον γαλλικό, τον αγγλικό, τον αμερικάνικο, τον γερμανικό κλπ.). Αλλά και η πιο ρεαλιστική κινηματογραφική μαρτυρία για την ελληνική νεολαία, σε μια εποχή όπου  αυτή (ξαν)άρχιζε να μπαίνει σε διαδικασία αυτοσυνείδησης, μετά τη λαίλαπα της χούντας και της "καλλιτεχνικής" σταλινικής γραφικότητας (τελευταίας "πολιτισμικής" παρενέργειας τής δικτατορίας) που μας μπούχτισε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Εφάμιλλη σε αίσθηση με το Zabriskie Point (1970) του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Εκ-πλη-κτι-κή μουσική επένδυση απ' τον Σταύρο Λογαρίδη.
-Mανώλη Νταλούκα, Ελληνικό ροκ






21 σχόλια:

  1. @
    "η "εισβολή'' των κοινωνικών επιστημόνων στα θεωρούμενα ως "χωράφια" των μουσικών δημοσιογράφων ερμηνεύτηκε συχνά από κάποιους εκ των τελευταίων ως "κλοπή δουλειάς" και αντιμετωπίστηκε με ημιμάθεια και συμπλεγματισμό..."

    Μήπως εννοείς κάτι τέτοιο;
    http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/03/blog-post_7.html

    ή κάτι τέτοιο;
    http://hypnovatis.blogspot.gr/2013/03/blog-post_12.html?showComment=1411753793685#c817855922926365895

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Όχι "θα":

      ΦΩΝΤΑΣ ΤΡΟΥΣΑΣ: >>ΤΜ<< Σαχλαμάρες. Οι… επιστήμονες που ασχολούνται με το ροκ στην Ελλάδα είναι για γέλια. Το κείμενο είναι της πλάκας, γραμμένο από άσχετο.

      http://my.cbox.ws/~4-4228912-60p3v7

      Διαγραφή
    2. Τους πόνεσε πολύ -και τους πονάει ακόμα- ο Κατσάπης...

      Διαγραφή
  2. Η ροκ σκηνή στην Ελλάδα τη δεκαετία του ΄90

    Η υπόθεση της μετάβασης από την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά στην εγκληματική πράξη

    του Ανδρέα Αλμπάνη
    κοινωνιολόγου - Δρ Εγκληματολογίας

    THE ART OF CRIME
    Τεύχος 11 - Ιούνιος 2009

    http://www.theartofcrime.gr/index.php?pgtp=1&aid=1246990707

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε (ξανα)ευχαριστώ, αφού σε έχω ευχαριστήσει ήδη εκ των προτέρων μέσα στο κείμενο...

      Ψάχνοντας να το βρω σε pdf για κατέβασμα (εδώ: http://old.law.uoa.gr/crime-research/rock-skini.pdf) έπεσα σε δύο άλλα γνώριμά μου βιβλία, που όμως είναι αρκετά πιο εξειδικευμένα, αφού αποτελούν cultural case studies και όχι γενικές εργασίες επάνω στο undreground φαινόμενο στην Ελλάδα. Αποτελούν δηλαδή επιστημονικές παρουσιάσεις και επεξεργασίες αφηγήσεων ανθρώπων που βρέθηκαν μέσα στο φαινόμενο, ή τραγουδιών κλπ., και όχι ιστοριογραφία, όπως την εννοούμε συνήθως. Αυτό σημαίνει ότι η ανάγνωσή τους συνίσταται να γίνει μετά από εκείνη των πιο γενικών εργασιών (τουλάχιστον σε όσους δεν έτυχε να βρεθούν μέσα στα πράγματα).

      Επειδή παρ' όλα αυτά, είχα κάποιες ενοχές που δεν τα παρουσίασα, το κάνω τώρα.

      Το πρώτο είναι το:
      "Μουσικές ταυτότητες -
      αφηγήσεις ζωής μουσικών και συγκροτημάτων της ελληνικής ανεξάρτητης σκηνής ροκ",
      του καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας & Μ.Μ.Ε. του πανεπιστημίου Αθήνας, Νικόλα Χρηστάκη.

      (εκδόσεις Τυπωθήτω, Αθήνα 1999, σελίδες 242 - 1η έκδοση εκδόσεις Δελφίνι, 1994).

      http://www2.media.uoa.gr/christakis/index.php?page=11&lang=0

      Το δεύτερο είναι το:
      "ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ; Η Ιστορία της πανκ σκηνής στην Αθήνα 1979-2015"
      του Γιάννη Κολοβού, καθηγητή στη Μέση Εκπαίδευση, πρώην μέλους του ομώνυμου συγκροτήματος και συνεργάτη γνωστών τότε fanzines. Πρόκειται για διδακτορική διατριβή.

      (Εκδόσεις Απρόβλεπτες, Αθήνα 2015, σελίδες 664)

      http://www.politeianet.gr/books/9789609984744-kolobos-n-giannis-aprobleptes-ekdoseis-koinonika-apoblita-251329

      Διαγραφή
  3. Κι όσοι θεωρούν ως ορόσημο της αναγέννησης του ελληνικού ροκ το ΦΛΟΥ (1979), υποτιμούν εγκληματικά τον πρώτο ομώνυμο δίσκο του Σταύρου Λογαρίδη (1978). Σε αυτόν ανήκουν τέτοια εύσημα και όχι στους διάφορους γραφικούς "Μπάμπηδες" και "Λευτέρηδες" του Σιδηρόπουλου.
    Ξέρω ότι τα έχουμε πει και αλλού, αλλά δεν κρατήθηκα να μην το επαναλάβω κι εδώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. 1)Θα ηθελα να γραψεις καποια στιγμη ενα εκτεταμενο αρθρο για την Δυση,και γιατι την εχθρευεται η Εκκλησια(Βυζαντιο,Βατικανο κτλ).2)μεγαλωσα σε ενα χριστιανοδεξιο περιβαλλον,το οποιο ειλικρινως,μου στοιχησε πολυ(γεννηθηκα το 1967).Αργοτερα καταλαβα οτι και το αντιστοιχο αριστερο περιβαλλον,μονον προοδευτικο δεν ειναι.Πολυ σωστα λοιπον γραφεις για δεξιοστροφη και αριστεροστροφη βρωμιοσυνη.3)Πολυ εντυπωσιακη η φωτογραφια του μικρου κοριτσιου στην συναυλια των Ρολλινγκ Στοουνς.Πρεπει να ειχε κυριολεκτικα ανοικτομυαλους γονεις.Αλλα αυτο εγινε στην Αθηνα,και οχι στην καταραμενη επαρχια που μεγαλωσαμε καποιοι αλλοι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σχετικά με τις ρίζες του μίσους της Εκκλησίας Α.Ε. προς τη Δύση έχω κάνει μια ερασιτεχνική προσπάθεια εδώ: http://hypnovatis.blogspot.gr/2012/09/blog-post_23.html

      Πάντως η καλύτερη σχετική εργασία που ξέρω είναι το "ΒΑΣΙΛΕΥΣ Η ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ -
      ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ" της Τόνιας Κιουσοπούλου
      http://www.politeianet.gr/books/9789604351398-kiousopoulou-antonia-polis-basileus-i-oikonomos-203318

      Σχετικά με την κοπέλα που χορεύει στη φωτογραφία από τη συναυλία των Stones, δεν είναι απαραίτητο να είχε ανοιχτόμυαλους γονείς. Πολλά παιδιά είχαν πάει εκεί παρά τις απαγορεύσεις των γονιών τους ή των καθηγητών τους. Μή νομίζεις ότι στην Αθήνα τα πράγματα ήσαν πιο προοδευτικά... Είμαι συνομήλικός σου, με συγγενείς στην επαρχία και σε διαβεβαιώ ότι η κατάσταση ήταν ακριβώς η ίδια και στις μεγάλες πόλεις. Ακόμα και το 1985 στα σχολεία της Αθήνας έπεφταν αποβολές στα αγόρια λόγω μακριών μαλλιών (συν το "τσεκούρι" στους βαθμούς, που σε κάποιους κόστισε μείωση μορίων, την μή εισαγωγή τους σε κάποια σχολή, ή την εισαγωγή τους σε σχολές που δεν τους ενδιέφεραν κλπ, με αποτέλεσμα να ζήσουν μια ζωή που δεν τους ικανοποιούσε).

      Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχάσω ποτέ το κακό που έκανε (και συνεχίζει να κάνει με άλλους τρόπους) αυτή η χώρα σε μένα προσωπικά αλλά και σε ολόκληρες "φουρνιές" των εκάστοτε νέων. Και ειδικά όταν έχω ξοδέψει δεκαετίες για να ψάξω και να καταλάβω το ΓΙΑΤΙ (τις αιτίες του μίσους της προς τα ίδια της τα παιδιά) που μου (μας) έκρυβε και εξακολουθεί να προσπαθεί να κρύβει.
      Γι' αυτό και ο στόχος μου δεν ήταν ποτέ να προσπαθήσω να την κάνω "καλύτερη", αλλά να της ανταποδώσω τη βλάβη που μου (μας) προκάλεσε.

      Διαγραφή
    2. Και ενα ορθογραφικο λαθος δικο μου,στο κειμενο που εστειλα.Ρωμηος και οχι Ρωμιος.

      Διαγραφή
  5. Σχετικά με αυτό που έθιξες περί μουσικοδημοσιογράφων. Στην Ελλάδα υπάρχουν σταλινικοί ελληναράδες "μουσικοκριτικοί" που πιστεύουν ότι το ροκ είναι αντιδυτικό και ότι απέτυχε!

    http://diskoryxeion.blogspot.gr/2016/03/lovers-1967.html?showComment=1459509668396#c4978408058952956602

    Του άφησα λοιπόν ένα σχόλιο, ότι ο Διαφωτισμός και η Δύση δεν είναι ούτε μόνο ούτε κυρίως ο οικονομισμός (ο καπιταλιστικός και ο μαρξιστικός), ούτε ο βιομηχανικός ψευτο-ορθολογισμός (επίσης ο καπιταλιστικός και ο μαρξιστικός). Δύση και Διαφωτσμός είναι και ο Μπακούνιν, ο Δαρβίνος, ο Νίτσε, ο Έσσε, ο Φρόυντ κ.α. Επίσης ότι το ροκ είναι φαινόμενο της μετανεωτερικής εποχής, η οποία αποτελεί συνέχεια (και όχι άρνηση) του δυτικού πολιτισμού. Του έγραψα επίσης ότι αν το ροκ είχε "αποτύχει" (όπως ισχυρίζεται), δεν θα συζητούσαμε γι' αυτό τόσες δεκαετίες μετά, σα να ήταν κλασική μουσική και σούπερ επιδραστικό κοινωνικό φαινόμενο.
    Αλλά ο καραγκιόζης δεν είχε τα κότσια να το δημοσιεύσει.

    Ο άνθρωπος είναι κλασικός βολεμένος ρωμιός που καλοπερνάει εν μέσω κοινωνικής καταστροφής. Κοίτα π.χ. τί λέει εδώ:
    "Περνάμε όμως, και στη χειρότερή μας, καλύτερα (ακόμη και τώρα) από τα ανθρώπινα ρετάλια των μεγάλων αστικών κέντρων της Δύσης."

    http://diskoryxeion.blogspot.gr/2016/02/blog-post_15.html?showComment=1455624967314#c4446854447884505225

    Αν και ζει αποκλειστικά από τη δυτική μουσική, παρ΄ολα αυτά βρίζει αδιάκοπα τη Δύση.
    Αυτή είναι η ... ιδιαιτερότητα της Ελλάδας: ότι εδώ υπάρχει ένας σωρός από γραφικά υβριδικά "φρούτα" (ελληνοχριστιανοί, σταλινοροκάδες κλπ.) τα οποία αλλού είναι εντελώς άγνωστα. Μόνο που τα ίδια νομίζουν για τη πάρτη τους ότι είναι ο ομφαλός της γης.

    Ελληνικό ροκ...

    ΚΡΥΦΟΔΥΤΙΚΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μα ... αν δημοσίευε το σχόλιό σου θα έπρεπε να βρει και κάτι να σου απαντήσει.

      Διαγραφή
    2. Νομίζει ότι απάντησε...
      http://diskoryxeion.blogspot.gr/2016/04/rock-anti.html#comment-form

      Ο Μαρκούζε λοιπόν ήταν ... αντιδιαφωτιστής και αντιδυτικός κατά τον σταλινικό ημιμαθή παντογνώστη! Πού και πότε το δήλωσε ο ίδιος ο Μαρκούζε, δεν θα μας "διαφωτίσει";
      Και το ροκ επίσης, αντιδιαφωτιστικό!
      Και τί ήσαν τότε ο Μαρκούζε και οι χίππυς; Μεσαιωνιστές και σκοταδιστές; Τζιχαντιστές μήπως; Κάτι άλλο;
      Δεν μας λέει ο ποιητής.

      "Αντιδιαφωτιστές" και "αντιδυτικοί" οι πρόδρομοι των χίππυς όπως ο Νίτσε, ο Έσσε και οι "ουτοπικοί" σοσιαλιστές. "Αντιδιαφωτιστές" και "αντιδυτικοί" επίσης ο Μπακούνιν και ο Κροπότκιν. Προφανώς αυτοί δεν ανήκαν στον Διαφωτισμό αλλά ήρθαν από άλλον πλανήτη.

      "Αντιδιαφωτιστές" και "αντιδυτικοί" ο Μπούκτσιν, ο Ντεμπόρ, ο Καστοριάδης, ο Ράιχ και οι άλλοι θεωρητικοί των '60s, εκτός του Μαρκούζε.
      Για τη Μετανεωτερικότητα ως επόμενο σταδιο του Διαφωτισμού, έχει ακούσει κάτι ο κνίτης μας;

      Στο μεταξύ ΔΕΝ έχει δημοσιεύσει δεκάδες σχόλια που τον κάνουν ρόμπα.

      ΚΡΥΦΟΔΥΤΙΚΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ

      Διαγραφή
    3. Βρίσκω ότι δίνεις πολλή σημασία. Έπεσες ΣΤΗΝ περίπτωση. Πρόκειται για άτομο με σοβαρότατο πρόβλημα ταυτότητας: ξέρεις τί διχασμός είναι να γουστάρεις Βόρεια Κορέα και ροκ ταυτόχρονα; Έλα στη θέση του...

      Τέλος πάντων, εκτενή αποσπάσματα του Μαρκούζε (τα οποία ο «δικός» σου παρουσιάζει «χειρουργημένα» – ιστορικώς πάγια τακτική των χριστιανών, των ναζί και των σταλινικών) βρίσκονται εδώ:
      http://hypnovatis.blogspot.gr/2012/09/blog-post_6340.html

      Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να τον παραπέμψει (μάταια) σε ολόκληρα κεφάλαια από τον «αντιδιαφωτιστή» και «αντιδυτικό» Μαρκούζε (που πέρασε όλη τη ζωή του στα «αντιδιαφωτιστικά» δυτικά πανεπιστήμια και δεν πήγε ποτέ στην Ινδία).
      Όπως επίσης και σε ολόκληρα κεφάλαια από την ιστορία των ψυχοτρόπων ουσιών στον Δυτικό Κόσμο: χρησιμοποιούνται ήδη στα βακχικά όργια και στα Μυστήρια της κλασικής Ελλάδας. Ενώ κάμποσα απ’ τα σημεία αναφοράς τής σύγχρονης δυτικής λογοτεχνίας (π.χ. «Η Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων», σχεδόν όλα του Χέρμαν Έσσε κ.α.) αποτελούν ψυχεδελικά μανιφέστα. Αντιδυτικοί, λοιπόν, οι ιδρυτές του δυτικού πολιτισμού αρχαίοι έλληνες; Αντιδυτικοί κι ο Λιούις Κάρολ ή ο ο Έσσε;
      Τα ψυχότροπα δεν είναι ανατολική εφεύρεση ή αποκλειστικότητα: είναι στοιχείο του δυτικού πολιτισμού, όσο και του ασιατικού, ή του αμερινδιάνικου. Αλλά και οι «ατομικιστικές» φιλοσοφίες έχουν τις δομικές ομοιότητές τους σε Ανατολή και Δύση: π.χ. ο «Σιντάρτα» τού –«προφήτη» των χίππυς- Έσσε, δεν διαφέρει επί της ουσίας από γνωστά αρχαιοελληνικά φιλοσοφικά ανάλογα (Κυνικοί, Επικούρειοι, Στωικοί κλπ).

      Όσο για τον Ορθολογισμό (φιλοσοφικό, επιστημονικό, τεχνολογικό κλπ) είναι, βέβαια, αρχαία ελληνική ανακάλυψη και δεν περίμενε … τον Διαφωτισμό. Και δεν έχει καμία σχέση με αυτό που προβάλλουν διακαώς οι διάφοροι τεχνοκρατίσκοι. Δες π.χ. εδώ:
      http://hypnovatis.blogspot.gr/2013/01/blog-post_30.html

      Αυτό που είναι αντιδιαφωτιστικό και αντιδυτικό στον Διαφωτισμό και τον δυτικό πολιτισμό, είναι ο ψευδεπίγραφος τεχνοκρατικός «ορθολογισμός» τού νεώτερου ιουδαιογενούς οικονομισμού («ορθολογισμός» που, ως γνωστόν, τον υιοθέτησε πλήρως και ο απανταχού … «εφαρμοσμένος σοσιαλισμός»). Αυτό είχε ήδη επισημανθεί (και προβλεφθεί) από τους αναρχικούς ή τους «ουτοπικούς» σοσιαλιστές (που αν και ιστοριογραφικά είναι καταχωρημένοι στον Διαφωτισμό, είναι «αντιδιαφωτιστές» κατά τον εν λόγω δημοσιογράφο). Αυτός ο νοσογόνος ψευδο-ορθολογικός τεχνοκρατισμός είναι που αμφισβητήθηκε από τους χίππυς, κι όχι ο «δυτικός πολιτισμός» γενικώς. Ο οικονομισμός είναι δηλ. αντιδιαφωτιστικός / αντιδυτικός, και όχι … η ροκ, οι χίππυς και ο Μαρκούζε.

      Όσο για την -ακόμα υπό διαμόρφωση- Μετανεωτερικότητα, ναι, αποτελεί μεταβατικό στάδιο (και εναλλακτικά, underground αμφισβήτηση ή νεοφιλελεύθερη καπηλεία, αλλά ποτέ πλήρη άρνηση) του δυτικού πολιτισμού. Την εκάστοτε εξέλιξη όμως δεν μπορούν να την αντιληφθούν γραφικοί που θεωρούν ότι ο κόσμος δεν έχει προχωρήσει από τότε που γράφτηκαν τα ιερά βιβλία των ιδρυτών των θρησκειών τους (Αβραάμ, Ιησούς, Μωάμεθ, Μαρξ, Χίτλερ κλπ).
      Γι’ αυτό, μην αμφισβητείς ποτέ δημοσιογράφους. Σαν … αυτοδίδακτοι, τα ξέρουν όλα.
      Στου γραφικού (και του αυτοδίδακτου) την ιστοσελίδα, τα σχόλιά σου χαλάς.

      Διαγραφή
  6. Τι επιμένετε βρε παιδιά με τη κλασσική περίπτωση του απόπαιδου της ΚΝΕ. Ο άνθρωπος κατέχει το ροκ μόνο εγκυκλοπαιδικά, ούτε το 'χει ζήσει σα κόντρα ή στάση ζωής, ούτε έχει πάρει μυρωδιά. Δεν βλέπετε; Πλαϊ-πλαϊ το περπατάει με το Κυνούση, τον Μίκη-Μάους, την εντεχνίλα και τα 60s ελληνοχαζοποπάκια των χορηγών του...

    ΥΓ. Αρκετά σχόλιά μου έχει θάψει τις τελευταίες μέρες. Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός λέμε τώρα...


    Μ.Π.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εδώ, όταν στριμώχνεται και αρχίζει να τσαμπουνάει τη μια μπαρούφα μετά την άλλη, μου ζητάει προσχηματικά να μπω επώνυμα, για να συνεχίσει τη συζήτηση. Και μόλις το κάνω, σταματάει αμέσως να δημοσιεύει τα σχόλιά μου:

      http://diskoryxeion.blogspot.gr/2015/12/jarka-progressive-jazz-rock-seventies.html

      Το ίδιο ακριβώς και στη "βιβλιοκρική" που έκανε στο βιβλίο του Κατσάπη:

      http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/03/blog-post_7.html

      Ανασφαλής και κομπλεξικός χαρτοπόντικας. Δεν έχει ζήσει τίποτα εκτός από τα μίζερα κιτρινισμένα "αρχεία" του: "ροκ δι' αλληλογραφίας".

      Τέλος πάντων, δίκιο έχεις, εμείς φταίμε που καθόμαστε κι ασχολούμαστε… Έτσι κι αλλιώς έχει φάει ήδη πολύ κράξιμο (από Πουλικάκο και άλλους).

      Διαγραφή
  7. Στα '80s το ροκ ήταν ο στόχος των πιο σιχαμερών συκοφαντιών του Βρυσοσπάστη και των θυγατρικών εντύπων του.
    Μετά την πτώση του "υπακτού" όμως, η επιτήρηση στα προβατάκια χαλάρωσε κι έτσι επετράπη ατύπως στους κνίτες να ακούν και ροκ (που πάντα τους γοήτευε ανομολόγητα).
    Όμως, όπως μερικοί κομπλεξικοί άντρες δεν μπορούν να κάνουν σεξ με μια γυναίκα (όσο κι αν τους αρέσει) αν πρώτα δεν τη χτυπήσουν, έτσι και ο εν λόγω κνίτης δεν μπορεί να ακούσει ροκ αν πρώτα δεν το εξευτελίσει.
    Βλέπω λοιπόν ότι δυστυχώς πρέπει να συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε αυτό που αγαπήσαμε, εναντίον του ίδιου "αλλαγμένου" εχθρού, όπως και πριν τριάντα χρόνια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ως προς το ότι το ροκ συγγένεψε πολιτικά με τον Αναρχισμό, και θα συμφωνήσω και θα διαφωνήσω.

    Όπως έχει γράψει ο Ραθιονέρο (Οι φιλοσοφίες του Underground) «αν το underground είναι αντιαυταρχικό, ατομικιστικό, αποκεντρωτικό και κοινοβιακό οι πολιτικές του συγγένειες βρίσκονται με πιο μεγάλη προσέγγιση σε εκείνο τον κλάδο του σοσιαλισμού που ονομάστηκε ουτοπικός και στον αναρχικό κομμουνισμό».

    Με αυτή την έννοια το ροκ συγγένεψε με τον Αναρχισμό περισσότερο απ’ όσο με οποιαδήποτε άλλη πολιτική ιδεολογία, μόνο στις περιόδους που έμενε συνεπές στις underground ρίζες του, όπως στα ’60s και στη punk και post punk περίοδο μέχρι τα late ’80s. Όταν όμως γινόταν mainstream ή ελιτίστικο (’70s), ή γενικώς κι αορίστως «indie» (όπως μετά το ’90 και μέχρι σήμερα), τότε εξαντλούταν σε υποστηρίξεις του ενός ή του άλλου αμερικανού υποψήφιου προέδρου ή σε ανούσιες πομπώδεις φιλανθρωπικές εκστρατείες για τον Τρίτο Κόσμο ή σε απροκάλυπτη αδιαφορία για τα κοινά.
    Και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι μόνο ο Αναρχισμός που πήγαινε περίπατο αλλά και το αίσθημα κοινότητας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Όπως το θέτεις δεν θα διαφωνούσα.
      Αλλά αν θεωρήσουμε ότι το ροκ ως κοινωνικό φαινόμενο (που είναι και το θέμα μας - και όχι ως μόνο μουσική) τελειώνει κάπου στα early '90s, τότε νομίζω ότι δικαιούται κάποιος να ισχυριστεί ότι κατά το μεγαλύτερο διάστημα έμεινε συνεπές στις underground καταβολές του. Άρα ότι υπήρξε πολιτικά συγγενές κατεξοχήν με τον αναρχισμό για το μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας του.

      Ειρήσθω εν παρόδω, πρόσφατα ξαναείδα και θυμήθηκα τη "Διαγωγή μηδέν" του αναρχικού σκηνοθέτη Ζαν Βιγκό (1933). Η "Διαγωγή μηδέν" υπήρξε η βασική ιδέα για το "If..." (1968), μια από τις ταινίες που θεωρώ ότι εκφράζουν το αντιαυταρχικό και κοινοτιστικό πνεύμα των '60s, τόσο άρτια όσο και τα Easy Rider ή Zabriskie Point. Και δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ ότι όπως το ροκ έχει σαν "φυσική" του έκφραση στην πολιτική τον αναρχισμό, το ίδιο συμβαίνει και αντιστρόφως (δηλαδή από τον αναρχισμό προς τη μουσική)...

      Διαγραφή
  9. Το παρακάτω το άφησε ανώνυμος σχολιαστής σε μή σχετική με το θέμα ανάρτηση:

    "Ανώνυμος 19 Φεβρουαρίου 2017 - 5:59 μ.μ.
    Καλησπερα Υπνοβατη.Ειχα στειλει ενα σχολιο στις 10 Μαρτιου(Ανώνυμος10 Μαρτίου 2016 - 2:00 μ.μ.).Διαβαζω κατω απο μια φωτογραφια:Πιτσιρικάδες στον σωστό δρόμο για την ανακάλυψη τής ψυχικής υγείας (φωτογραφία του Γιώργου Τουρκοβασίλη από το θρυλικό ροκ κλάμπ Σοφίτα στην Πλάκα το 1983).Θα ηθελα,οταν θα σου ειναι ευκολο,να γραψεις ενα αναλυτικο κειμενο,για την σχεση της μουσικης Ροκ και ψυχικης υγειας-ψυχοθεραπειας.Επισης,ενα κειμενο ή σχολιο,για το αν,οι συνθετες(τουλαχιστον των γνωστων συγκροτηματων),ειχαν γνωσεις περι Διονυσιακης λατρειας στην αρχαια Ελλαδα.http://hypnovatis.blogspot.gr/2016/02/blog-post.html"

    Μεταφέρω το σχόλιο εδώ και απαντώ.
    Οι πιο καλλιεργημένοι και με ευρύτερη παιδεία μουσικοί, όπως π.χ. ο Jim Morrison των Doors ή ο Tommy Hall των 13th Floor Elevators είχαν αποδεδειγμένα γνώση τόσο της επιστημονικής Ψυχοθεραπείας όσο και της βακχικού τύπου καταληψίας. Ο πρώτος δεν έκρυψε ποτέ την καθοριστική επιρροή που είχε δεχτεί από την ελληνική μυθολογία, το (αρχαίο) ελληνικό θέατρο και τον Νίτσε (τον σύγχρονο "προφήτη" του Διονύσου), ενώ ο δεύτερος είχε σπουδάσει Ψυχολογία και Φιλοσοφία. Άλλωστε τις γνώσεις που είχαν γι' αυτά τα ζητήματα, επιχείρησαν να τις εφαρμόσουν ως μεθοδολογία στη μουσική τους. Αυτό φαίνεται τόσο στα διάφορα σύντομα κείμενα που άφησε ο Jim Morrison (και που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του), όσο και στις θρυλικές πλέον σημειώσεις του πρώτου δίσκου των 13th Floor Elevators (γραμμένες από τον Tommy Hall).
    Θεωρώ απίθανο να ήσαν οι προαναφερθέντες οι μόνοι που είχαν συστηματική γνώση γι' αυτές τις διαστάσεις τού -ροκ- πράγματος. Είμαι βέβαιος ότι υπήρξαν κι άλλοι εξίσου καλλιεργημένοι, έστω και με λιγότερο συστηματική γνώση (κρίνοντας από τη γενικότερη δόμηση της μουσικής τους, ο Ζappa είναι ο πρώτος που μου έρχεται στον νου). Για να μην αναφέρω τις χιλιάδες (μουσικούς και ακροατές) που τις επανανακάλυψαν ενστικτωδώς, όπως συμβαίνει και ξανασυμβαίνει με όλα τα σπουδαία πράγματα, που για όσο μεγάλα χρονικά διαστήματα κι αν λησμονούνται "σκοντάφτουμε" συνεχώς πάνω τους. Απλά, κάποιοι σαν π.χ. τους Μorrison και Hall είχαν το γνωσιακό υπόβαθρο για να πειραματιστούν και να επιχειρήσουν την ανάδειξη τής σχέσης ροκ / βακχείας / ψυχοθεραπείας κάπως πιο συστηματικά.
    Δεν έχω ακόμα τις γνώσεις να γράψω αναλυτικό κείμενο γι' αυτά τα πράγματα. Προς το παρόν, εκτενείς σχετικές νύξεις υπάρχουν στο "Οι φιλοσοφίες του Underground" του Λούις Ραθιονέρο (αν δεν το έχεις ήδη υπόψιν σου). Πάντως όλοι πλέον οι κοινωνικοί επιστήμονες (ξένοι και έλληνες) επισημαίνουν τη σχέση ροκ και διονυσιασμού, καθώς και τη σχέση ροκ και φιλοσοφικού ευδαιμονισμού (επικουρισμός κ.α.). Απ' ό,τι φαίνεται, αυτό που επανανακάλυψε ενστικτωδώς η ροκ όταν εκδηλώθηκε ως κοινωνικό φαινόμενο, δεν ήταν ο ανατολικός μυστικισμός (όπως νόμιζαν στα '60s) αλλά κάποιες "underground" πλευρές του (αρχαιο)ελληνικού πολιτισμού...

    ΑπάντησηΔιαγραφή