(ή, τουλάχιστον, όσα τέτοια έπεσαν στην αντίληψή μου)
Εξώφυλλο που παραπέμπει στο Miami των Gun Club (1982)
Απόκομμα εισητηρίου από την ημιτελή συναυλία των Rolling Stones, Αθήνα 17 Απριλίου 1967.
Σαν ροκ μυθιστόρημα θα όριζα εκείνο που διαπραγματεύεται τη ροκ όπως έφτασε να θεωρείται γύρω στο 1970, δηλαδή ως συνεχώς διαμορφούμενη και επαναπροσδιοριζόμενη στάση (και όχι ως στατικό και ετοιματζίδικο "τρόπο") ζωής. Δηλαδή εκείνο που αναζητά το ποιά είναι η λεγόμενη ροκ στάση για ανθρώπους με ενδεχομένως διαφορετικούς τρόπους ζωής, και που προσπαθεί να δώσει περιγραμματικά και κατά περίπτωση (και όχι να θέσει λεπτομερώς και άπαξ, σαν παντός καιρού ηθικολογικός ιδεολογικοθρησκευτικός τσελεμεντές) τις αισθητικές, υπαρξιακές και συμπεριφορικές της ορίζουσες ως προς τα διλήμματα που θέτει η ζωή. Επίσης, να περιγράψει τις συνέπειες αυτής της στάσης και την ανταμοιβή ή το τίμημά της για όποιον την επιλέγει.
Με αυτή την έννοια, ως ροκ μυθιστορήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν εκείνα που αναφέρονται στη ροκ ως μόνο μουσική (όσο συχνά κι αν το κάνουν μέσα στις σελίδες τους), ή εκείνα που αντλούν προσχηματικά το θέμα τους από τη ροκ για να εξιστορήσουν ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Εννοείται ότι απ' έξω μένουν ακόμα και όσα έχουν απλώς τη λέξη ροκ στον τίτλο τους χωρίς να προκύπτει κάτι φιλοσοφικώς σχετικό από το περιεχόμενό τους. Αντιθέτως στην -με την ευρύτερη έννοια- ροκ μυθιστοριογραφία είναι θεμιτό να συμπεριληφθούν ως προδρομικά και κάποια φιλοσοφικώς συναφή μυθιστορήματα που γράφτηκαν λίγα χρόνια πριν το 1955 (ειδικά κάποια της beat λογοτεχνίας).
Με αυτή την έννοια, ως ροκ μυθιστορήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν εκείνα που αναφέρονται στη ροκ ως μόνο μουσική (όσο συχνά κι αν το κάνουν μέσα στις σελίδες τους), ή εκείνα που αντλούν προσχηματικά το θέμα τους από τη ροκ για να εξιστορήσουν ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Εννοείται ότι απ' έξω μένουν ακόμα και όσα έχουν απλώς τη λέξη ροκ στον τίτλο τους χωρίς να προκύπτει κάτι φιλοσοφικώς σχετικό από το περιεχόμενό τους. Αντιθέτως στην -με την ευρύτερη έννοια- ροκ μυθιστοριογραφία είναι θεμιτό να συμπεριληφθούν ως προδρομικά και κάποια φιλοσοφικώς συναφή μυθιστορήματα που γράφτηκαν λίγα χρόνια πριν το 1955 (ειδικά κάποια της beat λογοτεχνίας).
Φαίνεται πάντως ότι το "είδος" έχει καλλιεργηθεί (ελάχιστα έστω) και στην Ελλάδα από κάποιους εμμονικούς τύπους. Παρακάτω, λοιπόν, παραθέτω κάποιους τίτλους που έχω μέχρι στιγμής υπόψιν μου. Παρουσιάζω μόνο τις περιγραφές από τα οπισθόφυλλα και κάποια σύντομα βιογραφικά, και αποφεύγω την κριτική, επειδή το θέμα ροκ στάση ζωής στη μυθιστοριογραφία, είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό υποκειμενικό, βιωματικά "ευέλικτο" και με απείρως περισσότερες αποχρώσεις, απ' όσο στην αντίστοιχη τραγουδοποιΐα. Εξάλλου ο ένας απ' αυτούς είναι του υποφαινόμενου...
Να πω επίσης ότι στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για τις λεγόμενες αυτοεκδόσεις.
Αν κάποιος φίλος εντοπίσει κάτι που μου έχει ξεφύγει, ας αφήσει ένα ενημερωτικό σχόλιο.
1. Νίκος Νικολαΐδης
Ο οργισμένος βαλκάνιος
Πρώτη έκδοση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1976
Σελίδες 208
Το προσωπικό μου αντίτυπο
Ήρθε και στάθηκε πάνω απ' την αστραφτερή Machules. Με νωχελικές κινήσεις πέρασε στα χέρια του ένα ζευγάρι μαύρα γάντια, κεντημένα όλο μ' ασημόκαρφα. Μετά φόρεσε τα γυαλιά του... Κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι. "Δεν καταλαβαίνω κανέναν" μουρμούρισε μέσ' απ' τα δόντια του και σήκωσε αργά το πόδι του, το ζύγιασε και το τίναξε με δύναμη πάνω στο πεντάλ καθώς τα γαντοφορεμένα χέρια του πέταξαν κι άρπαξαν το στριφτοκέρατο τιμόνι. Μαρσάρισε σκληρά, ώσπου ένα σύννεφο σκόνης ξεσηκώθηκε και τον τύλιξε. Μετά, πάντα χωρίς να βιάζεται, καβάλησε τη μοτοσικλέτα. Κοίταξε δεξιά-αριστερά, κι ύστερα σφίγγοντας τη Machules μες στα σκέλια του έδωσε όλο το γκάζι κι αναδύθηκε μέσα απ' το γαλανό σύννεφο της εξάτμισης σαν μαύρος άγγελος εκδικητής, ιππεύοντας τα εκατόν είκοσι βρυχώμενα μίλια της, και χύθηκε στην άσφαλτο χαράζοντας μιαν ασημένια λάμψη μες στ' απομεσήμερο.
(η πρώτη παράγραφος του βιβλίου, που χρησιμοποιήθηκε στο οπισθόφυλλο μεταγενεστέρων εκδόσεων)
Σύντομο βιογραφικό:
Πρόκειται βέβαια για τον γνωστό σκηνοθέτη εμβληματικών ταινιών όπως Τα Κουρέλια τραγουδάνε ακόμα (1979) και Γλυκειά Συμμορία (1983).
2. Νίκος Νικολαΐδης
"Όλες οι βλεννόρροιες θεραπεύονται εκτός από την πρώτη... σαν την πρώτη αγάπη", γράφει ο Νίκος Νικολαΐδης στο "Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα". Σ' αυτή την ύστατη πνευματική του μαρτυρία μυθιστοριογραφεί για μία τελευταία φορά έντονα και άμεσα τη γενιά του. Ο δεκαπεντάχρονος αφηγητής του μυθιστορήματος καταγράφει την Αθήνα και τις μεταπολεμικές δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα με μιά ψυχρή, σαρκαστική, αλλά και ταυτόχρονα ιδιαίτερα νοσταλγική και συμπαθητική ματιά. Η διαδρομή του είναι μία αποκαλυπτική αναζήτηση γεμάτη αγάπη και έρωτα, η οποία όμως οδηγεί σχεδόν μοιραία σε χαμένες ελπίδες και ατελείωτες απογοητεύσεις. Ο Νικολαΐδης κατανοεί απόλυτα το πόσο αδυσώπητα μας τιμωρεί ο χρόνος, αλλά ταυτόχρονα υμνεί το αναλλοίωτο των πρώτων μας ονείρων.
(από το οπισθόφυλλο)
(Διαβάστε οπωσδήποτε και την παρουσίαση του Πανδοχείου)
Να πω επίσης ότι στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για τις λεγόμενες αυτοεκδόσεις.
Αν κάποιος φίλος εντοπίσει κάτι που μου έχει ξεφύγει, ας αφήσει ένα ενημερωτικό σχόλιο.
1. Νίκος Νικολαΐδης
Ο οργισμένος βαλκάνιος
Πρώτη έκδοση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1976
Σελίδες 208
Το προσωπικό μου αντίτυπο
Ήρθε και στάθηκε πάνω απ' την αστραφτερή Machules. Με νωχελικές κινήσεις πέρασε στα χέρια του ένα ζευγάρι μαύρα γάντια, κεντημένα όλο μ' ασημόκαρφα. Μετά φόρεσε τα γυαλιά του... Κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι. "Δεν καταλαβαίνω κανέναν" μουρμούρισε μέσ' απ' τα δόντια του και σήκωσε αργά το πόδι του, το ζύγιασε και το τίναξε με δύναμη πάνω στο πεντάλ καθώς τα γαντοφορεμένα χέρια του πέταξαν κι άρπαξαν το στριφτοκέρατο τιμόνι. Μαρσάρισε σκληρά, ώσπου ένα σύννεφο σκόνης ξεσηκώθηκε και τον τύλιξε. Μετά, πάντα χωρίς να βιάζεται, καβάλησε τη μοτοσικλέτα. Κοίταξε δεξιά-αριστερά, κι ύστερα σφίγγοντας τη Machules μες στα σκέλια του έδωσε όλο το γκάζι κι αναδύθηκε μέσα απ' το γαλανό σύννεφο της εξάτμισης σαν μαύρος άγγελος εκδικητής, ιππεύοντας τα εκατόν είκοσι βρυχώμενα μίλια της, και χύθηκε στην άσφαλτο χαράζοντας μιαν ασημένια λάμψη μες στ' απομεσήμερο.
(η πρώτη παράγραφος του βιβλίου, που χρησιμοποιήθηκε στο οπισθόφυλλο μεταγενεστέρων εκδόσεων)
Σύντομο βιογραφικό:
Πρόκειται βέβαια για τον γνωστό σκηνοθέτη εμβληματικών ταινιών όπως Τα Κουρέλια τραγουδάνε ακόμα (1979) και Γλυκειά Συμμορία (1983).
2. Νίκος Νικολαΐδης
Πρώτη έκδοση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1992
Σελίδες 316
Στη ζωή του δεν κατάφερε και σπουδαία πράγματα, εκτός από τα λιγνιτωρυχεία και τις χειροβομβίδες κι ίσως γι' αυτό να φταίει το ότι γεννήθηκε μες στο Ροζικλαίρ και κάτω απ' το πλανητικό σύστημα του Γκλεν Μίλλερ και του Μπέννυ Γκούντμαν, που τον βομβάρδισε με μπόλικο σεληνόφως, κορνέτες, σαξόφωνα και τόνους πορφυρού λίπστικ...
Όλα άρχισαν σε κάποιο καλοκαίρι της ασετιλίνης, τότε που πέθαιναν άνυδρες οι σαύρες πάνω στα πεζούλια και τα κορίτσια που αγάπησε είχανε πια χαθεί μαζί με τις έρημες πλατείες και τις στέρνες, την εποχή που ο Σταύρος άρχισε να παίζει με το δίκαννο του πατέρα του, ο Μιχάλης ο Βιθέντε μπήκε μούτσος για το Κολόμπο, ο Ντόντος με τον Κώστα πιάστηκαν στην Πάτρα έτοιμοι να μπαρκάρουν για τη Λεγεώνα των Ξένων, ενώ παράλληλα κυκλοφορούσε κι ο πρώτος Ρόνσον στο σχήμα της Κάντιλλακ, κι αυτός ξόδευε απερίσκεπτα τους μύθους του σαβουρογαμώντας εδώ κι εκεί. Βέβαια ποτέ του δεν αρνήθηκε ότι ήταν ένα άτομο με μειωμένες αντιστάσεις και υποβαθμισμένη πνευματικότητα, γεγονός όμως που του επέτρεπε να σιχαίνεται τους χιπάδες με τα σταμπωτά μπλουζάκια, τα φρικιά που παλαντζάρανε ανάμεσα Αστερίξ και Πύλες της Ενόρασης, τους μουσάτους με τ' αμπέχωνα τύπου Βιετνάμ-τροπικάλ και υφάκι τσεγκουεβάρα, και ιδιαίτερα τις γκόμενες που χύνανε ακούγοντας τον παράνομο Ντώυτσε Βέλλε.
Το σίγουρο όμως είναι ότι έπρεπε να βρει ένα γρήγορο εισιτήριο, που θα τον έδιωχνε μακριά απ' αυτή τη σκατούπολη.
(από το οπισθόφυλλο)
(Διαβάστε οπωσδήποτε και την παρουσίαση του Πανδοχείου)
Όλα άρχισαν σε κάποιο καλοκαίρι της ασετιλίνης, τότε που πέθαιναν άνυδρες οι σαύρες πάνω στα πεζούλια και τα κορίτσια που αγάπησε είχανε πια χαθεί μαζί με τις έρημες πλατείες και τις στέρνες, την εποχή που ο Σταύρος άρχισε να παίζει με το δίκαννο του πατέρα του, ο Μιχάλης ο Βιθέντε μπήκε μούτσος για το Κολόμπο, ο Ντόντος με τον Κώστα πιάστηκαν στην Πάτρα έτοιμοι να μπαρκάρουν για τη Λεγεώνα των Ξένων, ενώ παράλληλα κυκλοφορούσε κι ο πρώτος Ρόνσον στο σχήμα της Κάντιλλακ, κι αυτός ξόδευε απερίσκεπτα τους μύθους του σαβουρογαμώντας εδώ κι εκεί. Βέβαια ποτέ του δεν αρνήθηκε ότι ήταν ένα άτομο με μειωμένες αντιστάσεις και υποβαθμισμένη πνευματικότητα, γεγονός όμως που του επέτρεπε να σιχαίνεται τους χιπάδες με τα σταμπωτά μπλουζάκια, τα φρικιά που παλαντζάρανε ανάμεσα Αστερίξ και Πύλες της Ενόρασης, τους μουσάτους με τ' αμπέχωνα τύπου Βιετνάμ-τροπικάλ και υφάκι τσεγκουεβάρα, και ιδιαίτερα τις γκόμενες που χύνανε ακούγοντας τον παράνομο Ντώυτσε Βέλλε.
Το σίγουρο όμως είναι ότι έπρεπε να βρει ένα γρήγορο εισιτήριο, που θα τον έδιωχνε μακριά απ' αυτή τη σκατούπολη.
(από το οπισθόφυλλο)
(Διαβάστε οπωσδήποτε και την παρουσίαση του Πανδοχείου)
3. Νίκος
Νικολαΐδης
Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα
Πρώτη έκδοση: εκδόσεις greekworks.com, Νέα Υόρκη 2008
Σελίδες 440
Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα
Πρώτη έκδοση: εκδόσεις greekworks.com, Νέα Υόρκη 2008
Σελίδες 440
"Όλες οι βλεννόρροιες θεραπεύονται εκτός από την πρώτη... σαν την πρώτη αγάπη", γράφει ο Νίκος Νικολαΐδης στο "Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα". Σ' αυτή την ύστατη πνευματική του μαρτυρία μυθιστοριογραφεί για μία τελευταία φορά έντονα και άμεσα τη γενιά του. Ο δεκαπεντάχρονος αφηγητής του μυθιστορήματος καταγράφει την Αθήνα και τις μεταπολεμικές δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα με μιά ψυχρή, σαρκαστική, αλλά και ταυτόχρονα ιδιαίτερα νοσταλγική και συμπαθητική ματιά. Η διαδρομή του είναι μία αποκαλυπτική αναζήτηση γεμάτη αγάπη και έρωτα, η οποία όμως οδηγεί σχεδόν μοιραία σε χαμένες ελπίδες και ατελείωτες απογοητεύσεις. Ο Νικολαΐδης κατανοεί απόλυτα το πόσο αδυσώπητα μας τιμωρεί ο χρόνος, αλλά ταυτόχρονα υμνεί το αναλλοίωτο των πρώτων μας ονείρων.
(από το οπισθόφυλλο)
(Διαβάστε οπωσδήποτε και την παρουσίαση του Πανδοχείου)
Πρώτη έκδοση: εκδόσεις Καπάνι, Θεσσαλονίκη 2013
Δεύτερη έκδοση: εκδόσεις Mic Books, Θεσσαλονίκη 2015
Δεύτερη έκδοση: εκδόσεις Mic Books, Θεσσαλονίκη 2015
Σελίδες 344
Ο Σίμος Μπάνσης δεν είναι ένας συνηθισμένος μουσικόφιλος και οι γνώσεις
του δεν εξαντλούνται σε δισκογραφικά θέματα. Γνωρίζει φερ' ειπείν τι
ειπώθηκε στη συνάντηση του Robert Wyatt με τον Vic Chesnutt και πώς
χλεύασε η πανκ εμπροσθοφυλακή τον Neil Young, όταν τους έβαλε ν'
ακούσουν το "Like A Hurricane" που μόλις είχε γράψει. Ο ίδιος βοήθησε
την Patti Smith σ' έναν σημαντικό στίχο της και είναι ικανός να φτιάξει
το προφίλ του Morrissey, του Mark E. και του Robert Smith, διαβάζοντας
απλώς τους στίχους τους.
Στο παρελθόν είχε την ευχέρεια να απορρίπτει δουλειές που δεν ήταν του γούστου του, όμως τα πράγματα έχουν δυσκολέψει και αναγκάζεται να εργαστεί σαν νυχτερινός συνομιλητής. Η τύχη θα φέρει στο δρόμο του μουσικούς, άξεστους πότες, διευθυντές και ιδιοκτήτες ραδιοφωνικών σταθμών, σκηνοθέτες, αλλά και την Μαρίνα Λινάρδου η οποία εργάζεται σαν dj σε μπαρ της πόλης, αγαπάει τους δίσκους και θαυμάζει τους ανθρώπους που διαθέτουν ευφυΐα, χιούμορ και φαντασία. Ο Σίμος βιάστηκε να της αποκαλύψει ότι θα φτιάξει ένα πανκ remake της ταινίας "Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα".
Όμως η ζωή δεν γεμίζει μόνο με μουσική, σινεμά, εκδρομές και ξενύχτια με φίλους. Έχει χώρο για συμπεριφορές που προκαλούν οργή, διλήμματα, απώλειες, δυσάρεστες καταστάσεις και απρόοπτα που προξενούν μεγάλο πόνο. Και τότε, η μόνη διέξοδος είναι προς τα πάνω.
Στο παρελθόν είχε την ευχέρεια να απορρίπτει δουλειές που δεν ήταν του γούστου του, όμως τα πράγματα έχουν δυσκολέψει και αναγκάζεται να εργαστεί σαν νυχτερινός συνομιλητής. Η τύχη θα φέρει στο δρόμο του μουσικούς, άξεστους πότες, διευθυντές και ιδιοκτήτες ραδιοφωνικών σταθμών, σκηνοθέτες, αλλά και την Μαρίνα Λινάρδου η οποία εργάζεται σαν dj σε μπαρ της πόλης, αγαπάει τους δίσκους και θαυμάζει τους ανθρώπους που διαθέτουν ευφυΐα, χιούμορ και φαντασία. Ο Σίμος βιάστηκε να της αποκαλύψει ότι θα φτιάξει ένα πανκ remake της ταινίας "Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα".
Όμως η ζωή δεν γεμίζει μόνο με μουσική, σινεμά, εκδρομές και ξενύχτια με φίλους. Έχει χώρο για συμπεριφορές που προκαλούν οργή, διλήμματα, απώλειες, δυσάρεστες καταστάσεις και απρόοπτα που προξενούν μεγάλο πόνο. Και τότε, η μόνη διέξοδος είναι προς τα πάνω.
(από το οπισθόφυλλο)
Σύντομο βιογραφικό:
Σύντομο βιογραφικό:
Ο Μπάμπης Αργυρίου έχει υπάρξει ιδρυτής στα '80s του θρυλικού θεσσαλονικιώτικου fanzine Rollin' Under, ιδιοκτήτης του ομώνυμου δισκοπωλείου (επίσης στη Θεσσαλονίκη), ιδρυτής της ανεξάρτητης (επίσης θεσσαλονικιώτικης) δισκογραφικής Lazy Dog, ραδιοφωνικός παραγωγός και υπεύθυνος της ιστοσελίδας mic.gr.
Πρώτη έκδοση: εκδόσεις Mic books, Θεσσαλονίκη 2015
Σελίδες 316Εξώφυλλο που παραπέμπει στο Miami των Gun Club (1982)
Ο Σίμος Μπάνσης ποθεί διακαώς να γίνει καλύτερος. Όχι καλύτερος κάτι -
καλύτερος, τελεία. Μέσα σ' ένα ασταθές περιβάλλον, η μόνη σταθερή
αναφορά του είναι η μουσική. Και ο κινηματογράφος. Αρκούν αυτά για να
τον τραβήξουν και να τον σώσουν από την κινούμενη άμμο μιας ακίνητης
ζωής;
Στα σαράντα του, η ίδια η ζωή θα τον αναγκάσει να
επαναπροσδιορίσει σχέσεις, προτεραιότητες, ηθικές αρχές - τη θέση του
μέσα σ' ένα ασφυκτικό γίγνεσθαι, μέσα σε συγκυρίες που δεν επέλεξε, που
δεν μπόρεσε να επηρεάσει.
Ο αδερφός του, ωσεί παρών μέσα από μια μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη, η Στέλλα, οι φίλοι του, ακόμα και οι μοναχικές επ' αμοιβή συνομιλήτριές του στο τηλέφωνο, βοηθούν τον Σίμο να επανεκτιμήσει τις βασικές του πεποιθήσεις. Αλλά στην τελική του απόφαση καθοριστικό ρόλο θα παίξει -όπως πάντα- η τύχη.
Εκεί που σκέφτεται να βάλει μπροστά ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο "Ο Ανεκτίμητος Ακροατής" -για να βγει επιτέλους στην επιφάνεια και ν' ανασάνει-, βρίσκεται αίφνης στο Φοίνιξ της Αριζόνας να ψάχνει έναν μουσικό που θαυμάζει από μικρός. Περιπλανιέται στη μέση του πουθενά της Αμερικής, στη ζώνη του δικού του λυκόφωτος, όπου συναντά μία ινδιάνα μασέζ με άγριο ταπεραμέντο, έναν θρύλο των 80s και τη γυναίκα των ονείρων του. Στην επιστροφή (αφού πρώτα τρελάνει μια wannabe executive εν πτήσει) προσγειώνεται στην πραγματικότητα. Ή μήπως όχι;
Ο αδερφός του, ωσεί παρών μέσα από μια μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη, η Στέλλα, οι φίλοι του, ακόμα και οι μοναχικές επ' αμοιβή συνομιλήτριές του στο τηλέφωνο, βοηθούν τον Σίμο να επανεκτιμήσει τις βασικές του πεποιθήσεις. Αλλά στην τελική του απόφαση καθοριστικό ρόλο θα παίξει -όπως πάντα- η τύχη.
Εκεί που σκέφτεται να βάλει μπροστά ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο "Ο Ανεκτίμητος Ακροατής" -για να βγει επιτέλους στην επιφάνεια και ν' ανασάνει-, βρίσκεται αίφνης στο Φοίνιξ της Αριζόνας να ψάχνει έναν μουσικό που θαυμάζει από μικρός. Περιπλανιέται στη μέση του πουθενά της Αμερικής, στη ζώνη του δικού του λυκόφωτος, όπου συναντά μία ινδιάνα μασέζ με άγριο ταπεραμέντο, έναν θρύλο των 80s και τη γυναίκα των ονείρων του. Στην επιστροφή (αφού πρώτα τρελάνει μια wannabe executive εν πτήσει) προσγειώνεται στην πραγματικότητα. Ή μήπως όχι;
Πρόκειται για τη συνέχεια της ιστορίας η οποία ξεκίνησε με το "Έχω όλους τους δίσκους τους".
(από το οπισθόφυλλο)
6. Θοδωρής Λαμπρόπουλος
Πρώτη έκδοση: εκδόσεις Bookstars, Aθήνα 2013
Σελίδες 330
Απόκομμα εισητηρίου από την ημιτελή συναυλία των Rolling Stones, Αθήνα 17 Απριλίου 1967.
Είναι καλοκαίρι, σε μια Ελλάδα που συγκλονίζεται από την λεγόμενη
οικονομική κρίση και από ένα πρωτότυπο "τρομοκρατικό" χτύπημα, το οποίο
έχει καταμπερδέψει διωκτικές αρχές, και "αναλυτές". Ένας πατέρας και ο
οκτάχρονος γιος του ταξιδεύουν με μοτοσυκλέττα, κάνοντας ελεύθερη
κατασκήνωση. Στον δρόμο τους πέφτουν επάνω σε ένα παράξενα νεανικό
ανδρόγυνο πρώην χίππιδων του '60, που κάνουν το ίδιο.
Συνεχίζουν
το ταξίδι τους όλοι μαζί. Κάθε φορά γύρω από τη φωτιά του καταυλισμού
τους ξεδιπλώνουν λίγο-λίγο τις ζωές τους. Οι διηγήσεις τους δημιουργούν
ένα παράλληλο ταξίδι, μέσα από μνήμες μιας κάποτε ταραγμένης
νεότητας, η οποία αμφισβήτησε όχι μόνο τις θεωρούμενες ως "αρετές" της
υλικής ένδειας, αλλά και το υποτιθέμενο αντίθετό της, το μοντέλο
"δούλεψε-κατανάλωσε-ψόφα" της μεταπολεμικής καταναλωτικής
ψευδοευημερίας. Κι από τα όνειρά της για μια αυθεντική ζωή, που αν και
δεν εκπληρώθηκαν, δεν έπαψαν ποτέ να είναι παρόντα για κάποιους. Και
στη συνέχεια, από τις συμπληγάδες μιας ενηλικίωσης που προσπαθεί να
αποφύγει τους -ατιμωτικούς τουλάχιστον- συμβιβασμούς και αναζητά
επίπονα τη φιλοσοφική συνέπεια.
Το αρχικά αμέριμνο αυτό ταξίδι θα οδηγηθεί σταδιακά σε μια τραγική ειρωνεία / κάθαρση, που άλλους θα συντρίψει κι άλλους θα τους ξαναφέρει για ένα νέο ξεκίνημα στον πάντοτε γόνιμο "τόπο" της νιότης τους.
Η αφήγηση εκτυλίσσεται στα πρότυπα "ταξιδιωτικών" συγγραφέων όπως ο Ρόμπερτ Πήρσινγκ ("Το Ζεν και η τέχνη της συντήρησης της μοτοσυκλέττας"), ή ο Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ, όπου η μυθιστορία συνυπάρχει και εναλάσσεται με το φιλοσοφικού τύπου δοκίμιο.
Το αρχικά αμέριμνο αυτό ταξίδι θα οδηγηθεί σταδιακά σε μια τραγική ειρωνεία / κάθαρση, που άλλους θα συντρίψει κι άλλους θα τους ξαναφέρει για ένα νέο ξεκίνημα στον πάντοτε γόνιμο "τόπο" της νιότης τους.
Η αφήγηση εκτυλίσσεται στα πρότυπα "ταξιδιωτικών" συγγραφέων όπως ο Ρόμπερτ Πήρσινγκ ("Το Ζεν και η τέχνη της συντήρησης της μοτοσυκλέττας"), ή ο Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ, όπου η μυθιστορία συνυπάρχει και εναλάσσεται με το φιλοσοφικού τύπου δοκίμιο.
(από το οπισθόφυλλο)
(Διαβάστε επίσης την παρουσίαση του Ανιχνευτή)
(Διαβάστε επίσης την παρουσίαση του Ανιχνευτή)
Σύντομο βιογραφικό:
Κάπου εδώ συνηθίζεται να αναφέρονται κάποιες συστάσεις για τον συγγραφέα, όπως το έτος και ο τόπος γεννήσεώς του, οι -συνήθως άχρηστες και στον ίδιο- σπουδές του, η -συνήθως πεπατημένη- επαγγελματική του πορεία, ή οι ενδεχόμενες κοινωνικές «περγαμηνές» του, συμμετοχές σε συλλόγους, διάφορες «διακρίσεις» κ.λπ.. Ωστόσο ο ίδιος θεωρεί αγένεια να βομβαρδίζεται ο –αναγκαστικά- «ανώνυμος» αναγνώστης με άσχετες με το θέμα βιογραφικές πληροφορίες: αν αυτό είναι ένα καλλιτεχνικό έργο, θα πει από μόνο του –και μόνον- όσα αξίζουν να ειπωθούν.
(η αυτοπαρουσίαση του συγγράψαντος όπως υπάρχει στο βιβλίο)
Θ.Λ.
Ενημέρωση 25 Αυγούστου 2016
7.Σταύρος Σταυρόπουλος
Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου (μια ιστορία στη διαπασών)
Πρώτη έκδοση: εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα 2002
Σελίδες 127
Οι σκέψεις που γερνάνε γίνονται βιβλία. Τραγούδια, ταινίες.
Η ελπίδα γίνεται θυμός. Οι μέρες, σίδερα. Ο έρωτας, δικαιολογία διαρκής. Πρόφαση η μουσική, θεμέλιο που πάνω της οικοδομείται η φθορά. Η παρακμή του χρόνου. Ιδανικό η απώλεια, ψηλό. Το ταξίδι ήταν ελκυστικό, αλλά σύντομο. Χωρίς προορισμό.
Θέλω να προλάβω να καταγράψω την εποχή σου, πριν αυτή μας ξεπεράσει και καταλήξουμε στα αζήτητα. Θέλω να γεράσουμε μαζί, να αλλάξουμε μορφές, ουρλιάζοντας την αλφαβήτα της ζωής μες στο αυτί του θανάτου. Θέλω να γίνουμε άυλοι, εσώτεροι, ορφανοί. Έλα, παίξε. Δυο μέτρα ακόμα. Το ίδιο ακόρντο. Λα μινόρε. Έλα. Ό,τι δεν είναι πραγματικότητα είναι ροκ εντ ρολ.
Ένα δύο, τέλος.
(από το οπισθόφυλλο)
Βιογραφικό: biblionet
8.Σταύρος Σταυρόπουλος
Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα (ένα μουσικό παραμύθι για μεγάλους)
Πρώτη έκδοση: εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα 2005
Σελίδες 127
Η ακινησία είναι θάνατος. Στάση ζωής. Το τέλος μπορεί να περιμένει λίγο ακόμα. Πριν χαθούμε. Λίγο ροκ ακόμα πριν μας αγκαλιάσει οριστικά το φως. Η μουσική είναι μονάδα μέτρησης για μας. Ο πόνος περικλείει ελευθερία. Όνειρα που καίγονται σαν κεριά, αφήνοντας σημάδια στα χέρια. Χαρίζει σιωπές. Μας κάνει πιο δυνατούς. Στο φόβο του ταξιδιού κρύβεται η συνέχεια. Η συλλογή των κομματιών μας. Αυτό το ροκ δεν θα τελειώσει ποτέ. Όλα είναι δρόμος.
(από το οπισθόφυλλο)
(Διαβάστε επίσης την παρουσίαση της Ελληνικής Λογοτεχνίας)
Δείτε επίσης:
-Επιστημονική βιβλιογραφία για το ροκ φαινόμενο στην Ελλάδα
-Ροκ Καταστάσεις στην Ελληνική Λογοτεχνία, του Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη
-Όχι άλλοι "ήρωες"...
Κάπου εδώ συνηθίζεται να αναφέρονται κάποιες συστάσεις για τον συγγραφέα, όπως το έτος και ο τόπος γεννήσεώς του, οι -συνήθως άχρηστες και στον ίδιο- σπουδές του, η -συνήθως πεπατημένη- επαγγελματική του πορεία, ή οι ενδεχόμενες κοινωνικές «περγαμηνές» του, συμμετοχές σε συλλόγους, διάφορες «διακρίσεις» κ.λπ.. Ωστόσο ο ίδιος θεωρεί αγένεια να βομβαρδίζεται ο –αναγκαστικά- «ανώνυμος» αναγνώστης με άσχετες με το θέμα βιογραφικές πληροφορίες: αν αυτό είναι ένα καλλιτεχνικό έργο, θα πει από μόνο του –και μόνον- όσα αξίζουν να ειπωθούν.
(η αυτοπαρουσίαση του συγγράψαντος όπως υπάρχει στο βιβλίο)
Θ.Λ.
Ενημέρωση 25 Αυγούστου 2016
7.Σταύρος Σταυρόπουλος
Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου (μια ιστορία στη διαπασών)
Πρώτη έκδοση: εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα 2002
Σελίδες 127
Οι σκέψεις που γερνάνε γίνονται βιβλία. Τραγούδια, ταινίες.
Η ελπίδα γίνεται θυμός. Οι μέρες, σίδερα. Ο έρωτας, δικαιολογία διαρκής. Πρόφαση η μουσική, θεμέλιο που πάνω της οικοδομείται η φθορά. Η παρακμή του χρόνου. Ιδανικό η απώλεια, ψηλό. Το ταξίδι ήταν ελκυστικό, αλλά σύντομο. Χωρίς προορισμό.
Θέλω να προλάβω να καταγράψω την εποχή σου, πριν αυτή μας ξεπεράσει και καταλήξουμε στα αζήτητα. Θέλω να γεράσουμε μαζί, να αλλάξουμε μορφές, ουρλιάζοντας την αλφαβήτα της ζωής μες στο αυτί του θανάτου. Θέλω να γίνουμε άυλοι, εσώτεροι, ορφανοί. Έλα, παίξε. Δυο μέτρα ακόμα. Το ίδιο ακόρντο. Λα μινόρε. Έλα. Ό,τι δεν είναι πραγματικότητα είναι ροκ εντ ρολ.
Ένα δύο, τέλος.
(από το οπισθόφυλλο)
Βιογραφικό: biblionet
8.Σταύρος Σταυρόπουλος
Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα (ένα μουσικό παραμύθι για μεγάλους)
Πρώτη έκδοση: εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα 2005
Σελίδες 127
Η ακινησία είναι θάνατος. Στάση ζωής. Το τέλος μπορεί να περιμένει λίγο ακόμα. Πριν χαθούμε. Λίγο ροκ ακόμα πριν μας αγκαλιάσει οριστικά το φως. Η μουσική είναι μονάδα μέτρησης για μας. Ο πόνος περικλείει ελευθερία. Όνειρα που καίγονται σαν κεριά, αφήνοντας σημάδια στα χέρια. Χαρίζει σιωπές. Μας κάνει πιο δυνατούς. Στο φόβο του ταξιδιού κρύβεται η συνέχεια. Η συλλογή των κομματιών μας. Αυτό το ροκ δεν θα τελειώσει ποτέ. Όλα είναι δρόμος.
(από το οπισθόφυλλο)
(Διαβάστε επίσης την παρουσίαση της Ελληνικής Λογοτεχνίας)
Δείτε επίσης:
-Επιστημονική βιβλιογραφία για το ροκ φαινόμενο στην Ελλάδα
-Ροκ Καταστάσεις στην Ελληνική Λογοτεχνία, του Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη
-Όχι άλλοι "ήρωες"...
Το Βιβλίο των Ηρώων του Τρόμου του Νταλούκα
ΑπάντησηΔιαγραφήΣκέφτηκα να το συμπεριλάβω αλλά τελικά δεν το έκανα γιατί, παρά το λογοτεχνικό ύφος, πρόκειται για βιογραφία (άλλωστε αυτός είναι πλέον ο σύγχρονος τρόπος συγγραφής βιογραφιών). Επίσης, ως βιογραφία είναι καταχωρημένο και στη βάση τής biblionet.
ΔιαγραφήΚαλό μήνα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔε ξέρω για τι μιλάτε, μα έχω το βιβλίο ''οργισμένος βαλκανιος'', το βιβλίο του Λαμπρόπουλου, που είναι εξαιρετικά. Πολύ καλός επίσης είναι ο Κλέων Αρζόγλου με: ''ο Αλήτης στη χώρα των θαυμάτων'', ''εγώ κι ο θείος Χάρις'', ''η Ζωή στην Ινδία''.
Ροκ ακομα θεωρώ το ''birdy'', και το ''Αμάνιτα μουσκάρια''.
-Τη Βιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη αγαπώ και τις ποιητηκές συλλογές του j.d. morrison.
-Ο Τζακ Λόντον, έγραψε το βιβλίο ''ο δρόμος'' από το οποίο ίσως να επηρεάστηκε ο Τζακ Κέρουακ (αγόρασα αυτό το βιβλίο, αλλά δε μ' άρεσε).
υ.γ
Από καιρό ήθελα να κάνω μνεία για ενα βίντεο στο YouTube που θεωρώ σπουδή στο Rock αναφέρομαι στους canned heat με τον Allan Wilson στο γκρουπ και ενα'' lost live 1967 / unknown club unknown location'' από mr Eddie.
ΕΥΣΘΕΝΟΣ
Mιλάμε για ελληνικά ροκ μυθιστορήματα (δηλαδή, που διαπραγματεύονται το ροκ ως στάση ζωής). Οι εικόνες των "Στον δρόμο" και "Ο φύλακας στη σίκαλη" μπήκαν ενδεικτικά ως κάποιων προδρομικών μυθιστορημάτων του "είδους".
ΔιαγραφήΤον Κλέωνα Αρζόγλου (http://popaganda.gr/kleon-arzoglou-interview-theodosis-michos/) και τον Παύλο Μεθενίτη (http://www.kastaniotis.com/book/978-960-03-4341-0) θα τους διαβάσω οπωσδήποτε.
Ο Τζακ Λόντον είναι όντως ένας από τους προδρόμους της μεταπολεμικής αμερικανικής λογοτεχνίας (θεωρώ, πολύ περισσότερο από τους Στάινμπεκ και Χεμινγουαίυ, κι ας μην ήταν "καλύτερός" τους).
Τη βιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη δεν την έχω διαβάσει αλλά ίσως το κάνω κάποια στιγμή. Ο Jim Morrison, εφηβική μου αγάπη, αλλά έκτοτε έχω "σκοντάψει" πολλές φορές επάνω του και έχει χρειαστεί να τον ξανα-ανακαλύψω...
Το βίντεο με τους τεράστιους Canned Heat:
https://www.youtube.com/watch?v=I8uf6JSK0As
Επίσης καλό μήνα και ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο και τις επισημάνσεις.
Αφ' ότου άκουσα στα δώδεκά μου τους doors ενθουσιάστικα και εξ αφορμής αυτών προτίμησα να ακούω το ροκ και να προσπαθώ να κατανοήσω τι εσήμενε η τοτε έννοια ''ροκόβιος''. Πλέον, ενθουσιάζομαι περισσότερο με τον αμερικανικό ήχο της ροκ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρτήρησα τις φωτογραφίες του Morrison, και θαρώ πως, παρ' όλο που έφυγε στα 27 του έχει εκφράσεις του παιδιού του έφηβου και του ώριμου ανδρός. Αλλά και τη μουσική του συγκροτήματος τη θεωρώ ευφυή.
(Τον ιστότοπό σου τον γνώρισα ψάχνοντας στο διαδίκτυο για το περιοδικό Δαυλός.
-Το Εύσθενος είναι δάνειο απο το βιβλίο του Αλέξανδρου Ασωνίτη '' Λάλον ύδορ'').
Αυτά κι αν διαβάσω κάποιο άρθρο σου και έχω να πω κάτι ισως σου γαψω πάλι.
Ευχαριστώ για τις καλές αφορμές που μου έδωσες να γράψω για πράγματα που μου αρέσουν και με απασχολούν απο παλιά, Εύσθενος.
Θα ήθελα τη γνώμη σου σχετικά με το αν ο Κλόουν του Χάινριχ Μπελ είναι ροκ χαρακτήρας;
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρύσα
Καλή ερώτηση!
ΔιαγραφήΚατά τη γνώμη μου, όχι. Είναι περισσότερο απ' όσο "επιτρέπεται" συναισθηματικά μπλοκαρισμένος και παρακμιακός για να είναι ροκ. Από την άλλη βέβαια, είναι είρων, αυτοσαρκαστικός, απομυθοποιητικός, ασεβής, ετοιμόλογος, ευαίσθητος, "αυτοκαταστροφικός", αξιοπρεπής και με αυτό το είδος "φευγάτης" ευφυίας, όσο και ένας ροκ χαρακτήρας.
Φο-βε-ρό μυθιστόρημα πάντως, που δικαιολογημένα άγγιζε ανέκαθεν τους ροκάδες.