.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

ΤΟ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ 2019

Συγγραφέας: Βασίλης Παλαιοκώστας
Τίτλος: Μια φυσιολογική ζωή, Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου
Αριθμός σελίδων: 608
Εκδόσεις των Συναδέλφων
Πρώτη έκδοση: Αθήνα, Ιούνιος 2019





                                   

   Το βιβλίο του διάσημου δραπέτη Βασίλη Παλαιοκώστα πρέπει να είναι (παρά την αποσιώπησή του από τους καταλόγους αριθμών πωλήσεων, τις ραδιοτηλεοπτικές «εκπομπές βιβλίου», τις παντοειδείς καθωσπρεπίστικες δημοσιογραφικές στήλες βιβλιοκριτικής κλπ.) το best seller του 2019 για την Ελλάδα: μέσα σε ελάχιστους μόλις μήνες από την πρώτη έκδοσή του γνώρισε άλλες τρεις επανεκδόσεις και έχει μέχρι στιγμής πουλήσει πάνω από έντεκα χιλιάδες αντίτυπα. Γεγονός οπωσδήποτε ελπιδοφόρο, αν και δεν δίνει κάποιου είδους απάντηση στο εύλογο ερώτημα «μα πού είναι τέλος πάντων όλοι αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι το αγόρασαν, πώς εκδηλώνουν την παρουσία τους, γιατί δεν φαίνονται;» …

   Από τον τίτλο κιόλας του βιβλίου δίνονται οι υπαρξιακές / φιλοσοφικές ορίζουσες του συγγράψαντος: τι σημαίνει τελικά η, ξεχειλωμένη απ’ την καθημερινή χρήση, έκφραση «φυσιολογική ζωή»; Η απάντηση που κραυγάζεται σε κάθε σελίδα (για να μην πω σε κάθε παράγραφο ή ακόμα και πρόταση) δεν θα μπορούσε παρά να είναι η εξής: φυσιολογική ζωή σημαίνει πάνω απ’ όλα αξιοπρεπής ζωή. Που με τη σειρά του δεν σημαίνει με κανένα τρόπο τη λεγόμενη «κανονική ζωή» των λεγομένων «κανονικών ανθρώπων». Γιατί η κανονικότητα είναι κάτι σχετικό που εξάγεται από (εμπειρικά ή μαθηματικά) στατιστικοποιημένες ποσότητες ενώ η αξιοπρέπεια είναι ποιότητα που κερδίζεται (όπως όλες οι ποιότητες) μόνο με προσπάθεια και ίσως σκληρό αγώνα. Και σ’ αυτή την αυτοπαρουσίασή του ο Παλαιοκώστας δίνει μια –ευτυχώς καθόλου απολογητική- εξιστόρηση του δικού του αυτού αγώνα, και την προσωπική του εκδοχή για το τι σημαίνει αξιοπρέπεια. Και το κάνει σωστά, δηλαδή χωρίς γενικεύσεις, καπελώματα, υποδείξεις και διδακτικισμούς (και επίσης – κάτι που ίσως αιφνιδιάσει- με λογοτεχνικές αρετές). Ο Παλαιοκώστας αναφέρεται μόνο στον εαυτό του και στον προσωπικό του δρόμο, και δεν πουλάει συνταγές ή άλλες εξυπνάδες. Η «παιδαγωγική» επιτυχία του βιβλίου του έγκειται ακριβώς στο ότι αναγκάζει τον αναγνώστη να σκεφτεί επάνω στη δική του ζωή και να κάνει τις αναθεωρήσεις του.


                                      

  Διαβάζοντάς το δεν μπόρεσε να μην πάει ο νους μου σε κάποια παρόμοια συγγραφικά εγχειρήματα που έχουν γίνει στην Ελλάδα. Το πρώτο τέτοιο που σκέφτηκα ήταν φυσικά το γνωστό «Μακρύ Ζεϊμπέκικο» του Νίκου Κοεμτζή (Εξάντας 1996). Αλλά υπάρχει και το πολύ παλιό (πρώτη έκδοση 1861) «Σκέψεις ενός ληστού ή Η καταδίκη της Κοινωνίας» του αναρχικού Δημήτριου Παπαρρηγόπουλου, γιού του «εθνικού μας» ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, το οποίο επανεκδόθηκε από τον Ελεύθερο Τύπο το 1996 (αν και δεν πρόκειται για αυτοβιογραφική προσπάθεια, ένιωσα υποχρεωμένος να το αναφέρω λόγω της καταφανούς –μη διανοουμενίστικης- εξοικείωσης του Δ. Παπαρρηγόπουλου με το ζήτημα). Γίνεται, νομίζω, εμφανές ότι ο συγγραφέας Παλαιοκώστας (που υποθέτω βάσιμα ότι θα γελούσε με τον χαρακτηρισμό) δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά αποτελεί εξελικτικό κρίκο μιας (σχεδόν) παράδοσης ελληνόφωνης «λογοτεχνίας της παρανομίας» ή «λογοτεχνίας από παρανόμους». Μιας παράδοσης που δεν βασίζεται όμως σε κάποιου είδους συλλογική μνήμη (αν και ο Παλαιοκώστας δεν φαίνεται να μην διαθέτει και κάτι τέτοιο) αλλά στη διαρκώς επανερχόμενη ανάγκη κάποιων ανθρώπων να ζήσουν με αξιοπρέπεια, επιλέγοντας την παρανομία (και τα κόστη της) ως έναν από τους (πιο πρόσφορους σ’ αυτούς) τρόπους που οδηγούν στην περιφρούρησή της.

                     

   Για τον Παλαιοκώστα (έναν άνθρωπο που έχει κλέψει μόνο τράπεζες, που δεν έχει ποτέ σκοτώσει, και που έχει βοηθήσει και πολύ κόσμο) η παρανομία δεν αποτελεί ούτε βιοπορισμό ούτε lifestyle (όπως συμβαίνει με τους περισσότερους εγκληματίες σήμερα). Στον Παλαιοκώστα η «εγκληματικότητα» βρίσκει ξανά το, προ πολλού χαμένο, κλασικό της (βλ. «ρομαντικό») νόημα.


                                    

   Η ικανότητά του να λέει μια ιστορία, η γλαφυρότητά του, οι κοινωνικές και πολιτικές του (ναι, διατυπώνει και τέτοιες και μάλιστα απολύτως εύστοχες) αιτιάσεις (βλ. «χωσίματα»), το χιούμορ του, η -περιέργως καθόλου ενοχλητική- κομπορρημοσύνη του αλλά και ο συχνότατος αυτοσαρκασμός του, τον (αυτο)προστατεύουν τόσο απ’ το να καταντήσει «σύμβολο» κάποιων που το έχουν εθισμό να ψάχνουν για τέτοια, όσο και από όσους θα ήθελαν διακαώς να τον συκοφαντήσουν και να τον διαστρεβλώσουν (βλ. τη σχετική χαρακτηριστική αμήχανη σιωπή σύμπαντος του χαμερπέστατου μηντιακού κατιναριού, του οποίου η σούφρα έχει κυριολεκτικά έχει καταπιεί τη γλώσσα του). Ειδικά η τελευταία σελίδα του βιβλίου είναι ένας απολύτως ξεκάθαρος χαιρετισμός σε κάθε «συνταξιδιώτη» προς την αξιοπρέπεια όποιον άλλον δρόμο κι αν έχει επιλέξει, μια ευχή που μπορεί να κάνει ακόμα και τις πέτρες να ραγίσουν, ένα κείμενο της υψηλότερης λογοτεχνικής κλάσης, στου οποίου τη μελέτη κάθε γονέας ή δάσκαλος θα έπρεπε να παροτρύνει.


                            

   Ένα βιβλίο, την κεντρική ιδέα του οποίου αν υποχρεωθεί κάποιος να συνοψίσει σε μια μόνο λέξη, αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την Αξιοπρέπεια. Και μια από τις ελάχιστες φορές όπου η έννοια αυτή αναπτύσσεται έως τις πρακτικές εσχατιές της.


   Θ. Λ.




12 σχόλια:

  1. Το βιβλίο. το αγνοώ. Συνεπώς, δεν μπορώ να έχω άποψη.
    Αλλά για το "Μακρύ Ζεϊμπέκικο" του Νίκο Κοεμτζή (το οποίο δεν έδειξα ενδιαφέρον να το διαβάσω. Αν συνέγραφε βιβλίο ο Τσίπρας - εντάξει, λέμε τώρα - θα έπρεπε να το διαβάσω;), δεν τίθεται ζήτημα για μένα.
    Είναι μια εσωτερική διαμάχη της Ρωμιοσύνης.
    Ένα βιβλίο γραμμένο από ένα τυπικό Ρωμιό, που εξοργίστηκε τόσο που κάποιοι δεν σεβάστηκαν την παραγγελία του, ώστε να σφάξει μερικούς ανθρώπους.
    Η γνωστή εγωιστική έπαρση των νεοελλήνων, που όλο φαντάζονται πως η ζωή τους, αποτελείται από αναμφισβήτητη υπερηφάνεια και από ιερές αιώνιες αξίες.
    Στη πράξη, αναμασούν τον εμετό τους.
    Ο Κοεμτζής, υπήρξε μία ακόμη ασημαντότητα της Ρωμιοσύνης, που θέλησε να φιλοσοφήσει στα τελευταία του.
    Αν έχει κάποια αξία το βιβλίο του, είναι αυστηρά προσωπική. Τού έδωσε ένα απαραίτητο κουράγιο, να αντέξει τον φοβερό κόσμο της φυλακής..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μου κάνει εντύπωση που εκφράζεις άποψη για βιβλίο που δεν έχεις διαβάσει. Να υποθέσω ότι πρόκειται για τον γνωστό ρωμηοσυνικό ξερολισμό; Επίσης μου κάνει εντύπωση το ότι θεωρείς ασήμαντο τον Κοεμτζή και ανθρώπους τα εσατζίδικα σκουπίδια από τα οποία απάλλαξε την κοινωνία.

      Διαγραφή
    2. Διάβασα το ποίημα του, "Μακρύ Ζεϊμπέκικο". Η παραμικρή αναφορά στα θύματα του, που να δείχνει βαθιά μεταμέλεια για την πράξη του. Ο Κοεμτζής από την μία και από την άλλη η κοινωνία που στενεύει τον κύκλο της γύρο του.
      Αλλά το ζήτημα δεν είναι ο Κεμτζής ή "τα εσατζίδικα σκουπίδια" όπως τα αποκαλείς. Ουδόλως, με ενδιαφέρουν σε προσωπικό επίπεδο και οι δύο πλευρές.
      Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι οφείλουμε να πάμε πέρα από εσωτερικές διαμάχες της Ρωμιοσύνης, τους "καλούς" και υπάκουους Ρωμιούς και τους ανυπάκουους, που υποτίθεται είναι έτοιμοι να πληρώσουν τα ρίσκα τους.
      Για μένα το σπουδαιότερο είναι να ανατραπεί η μακραίωνη πίστη των νεολλήνων - και όχι μόνο αυτών - στις αξίες τους και τα ιδανικά τους. Να πάψουν να τα βλέπουν σαν μη αμφισβητήσιμα. Να αρχίσουν να αμφιβάλλουν γι' αυτά. Να δημιουργηθεί ένα ρήγμα. Να αρχίσουν να γελούν με αυτά.
      Για παράδειγμα, δεν μπορείς εσύ να μού παραθέτεις τον λόγο και τα επιτεύγματα του, την σκέψη του Δυτικού πολιτισμού και την προσπάθεια του να ερμηνεύσει τον κόσμο, και εγώ να σού αντιπαραθέτω το "Μακρύ Ζεϊμπέκικο" ή το συρτάκι και να φαντάζομαι ότι σε αποστόμωσα..

      Διαγραφή
    3. Ο Κοεμτζής δεν σκότωσε απλώς κάποιους που του χάλασαν μια παραγγελιά αλλά κάποιους που του γαμούσαν τη ζωή του απ' την ημέρα που γεννήθηκε. Η πράξη του, πέραν του εμφανούς συμβολισμού, περιείχε απολύτως δικαιολογημένο συσσωρευμένο θυμό και μίσος. Το "χάλασμα" της παραγγελιάς του ήταν απλώς η αφορμή και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο Κοεμτζής δεν ήταν κάποιος νεόπλουτος (β)ρωμηός που πήγε στα μπουζούκια να βγάλει τον επιδειξισμό του. Γι' αυτό οι σχηματοποιήσεις σου (με τις οποίες δεν διαφωνώ, παρ' όλο που δεν ξέρεις πού, πώς και πότε να τις εφαρμόζεις) και οι -απολύτως άκαιρες και άστοχες εν προκειμένω- "αντιπαραθέσεις" μεταξύ δυτικού πολιτισμού και μακριού ζεϊμπέκικου στις οποίες πασχίζεις να αναγάγεις το ζήτημα, δεν ταιριάζουν στην περίπτωσή του. Οι ζωές τέτοιων ανθρώπων δεν προσφέρονται για ιδεολογικίστικες "εφαρμογές" και καπελώματα από τον κάθε κολλημένο. Όσο για την έκφραση "μεταμέλεια" (και μάλιστα ... "βαθειά"!) που σου ξέφυγε, ας σου θυμίσω ότι προέρχεται από το συλλογικό ασυνείδητο της υποκρίτριας και σεμνότυφης (β)ρωμηοσύνης. Για ποιόν λόγο δηλαδή θα έπρεπε να "μεταμεληθεί" ο Κοεμτζής; Επειδή δεν γύρισε και το άλλο μάγουλο σαν καλός χριστιανός αλλά αντιθέτως σκότωσε ό,τι τον σκότωνε;

      ΥΓ. Αρκετά είπαμε για βιβλία που δεν έχεις διαβάσει. Το επόμενο σχόλιό σου θα πρέπει να είναι για βιβλία που έχεις διαβάσει (βλ. και τις "οδηγίες χρήσης") αλλιώς θα το εκλάβω ως ότι τρολλάρεις και δεν θα δημοσιευτεί.

      Διαγραφή
  2. "Ο Κοεμτζής δεν σκότωσε απλώς κάποιους που του χάλασαν μια παραγγελιά αλλά κάποιους που του γαμούσαν τη ζωή του απ' την ημέρα που γεννήθηκε".Οχι.Σκότωσε τυφλά,όποιον έβρισκε μπροστά του.Θαμώνες ήταν όλοι,νεκροί και τραυματίες,κάτι σαν το "ανυποψίαστο μπουλουκι του γλεντιού" που λέει κι ο Σαββόπουλος.Συμφωνω ΑΠΟΛΥΤΩΣ με το υπόλοιπο κείμενό σου,πράγματι,είναι διπλά άθλιος αυτός που μετανοιώνει.
    Νότης
    Υ.Γ. Απ τον ίδιο αγόαρασα το βιβλίο του στα δικαστήρια το 1998. Μιλήσαμε. Τότε κι άλλες φορές, στο Μοναστηράκι μέχρι που έφυγε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σκότωσε τρεις: δυο μπάτσους και έναν φαναρτζή (ρουφιάνο;) που ήταν στην παρέα τους. Οι μπάτσοι γνώριζαν τον Κοεμτζή και του χάλασαν επίτηδες την "παραγγελιά" για να τον προκαλέσουν. Είχα μιλήσει κι εγώ μαζί του. Φυσικά έχω και το βιβλίο του με την αφιέρωση αγορασμένο απ' τον ίδιο. Να τον αποκαλέσει κάποιος "βασανισμένο" είναι λίγο...

      Διαγραφή
  3. Ευτυχώς στο "ρουφιάνος" βάζεις ερωτηματικό...Μπορεις να φανταστείς τέτοιον,με την ΑΜΕΑ αδελφή του στο κωλάδικο;
    Η ακόμα τους δυό μπάτσους με τις γκόμενές τους να κάνουν "τσαμπουκά" στον Κοεμτζή;ΕΙΔΙΚΑ στον Κοεμτζή που "γνώριζαν";
    Αυτοί κατ'αρχήν, αν δεν είναι η αναλογία υπέρ τους 10/1 είναι κοτούλες.
    Βασανισμένο-εγώ τουλάχιστον-δεν τον είπα ποτέ.
    Πνιγόταν...
    Νοτης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εκείνες ειδικά τις εποχές, όποιος καθόταν στο ίδιο τραπέζι με μπάτσους ήταν 99,999% ρουφιάνος. Και δεν χρειαζόταν αναλογία 10 προς 1 υπέρ των μπάτσων για να σε ξεφτιλίσουν. Ήσαν ούτως ή άλλως παντοδύναμοι. Εδώ ολόκληρες πολυκατοικίες κάθονταν σούζα αν έμενε εκεί έστω και ένας μπάτσος.

      Διαγραφή
  4. Διάβασα το βιβλίο του Παλαιοκώστα και συμφωνώ απόλύτως μαζί σου.
    Είσαι ο μόνος που κάνει αναφορά στο βιβλίο του και χαίρομαι πολύ γιαυτό.Όπως καταλαβαίνεις στο απαλλοτριώνω πάρααυτα στο ΔΗΘΕΝ.
    Νάσαι καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. υπαρχει και το βιβλιο αυτοβιογραφικο ¨ημερολογιο ενος βαρυποινιτη" του Ευαγγελου Μπαλερμα εκδοσεις Κεδρος

    ΑπάντησηΔιαγραφή