.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

ΟΤΑΝ Η ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΔΙΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ ΤΑ "ΕΠΑΙΡΝΕ" ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥΣ

      

      Εκτός από την "εθνική αντίσταση" (δεξιόστροφη και αριστερόστροφη), ένας από τους πλέον διαδεδομένους μύθους της (β)ρωμηοσύνης είναι και η (επίσης δεξιόστροφη ή αριστερόστροφη) "εθνική αντίσταση" στη χούντα. Η αλήθεια είναι ότι σύμπας ο πολιτικός (υπο)κόσμος (όπως άλλωστε και η ελληνοχριστιανή ρωμηοκοινωνία την οποία εξέφραζε) έκανε επίδειξη νομιμοφροσύνης κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του 1967-1974. Ειδικά η σταλινική προπαγάνδα έδρασε -και δρα- σαν το αριστερό χέρι της χούντας εναντίον του μόνου πραγματικού αντιπάλου, τόσο της χούντας όσο και της κοινοβουλευτικής "δημοκρατίας": τής άναρχης, κομματικά ξεμάντρωτης, δυτικότροπης ("χίππικης") νεολαίας, από την οποία και μόνο προήλθαν όλες οι συγκρούσεις (οδομαχίες κλπ.) με το καθεστώς κατά τη διάρκεια της επταετίας (και της μεταπολίτευσης), και η οποία υπέστη "προνομιακά" την ελληνοχριστιανική "στοργή" των ταγών του: αστυνομικές "επιχειρήσεις αρετής", προσαγωγές, κουρέματα, ξυλοδαρμοί μέσα κι έξω απ' τα αστυνομικά τμήματα, απαγορεύσεις εντύπων (όπως το underground θεματολογίας φοιτητικό περιοδικό Πρωτοπορία, που πρόλαβε κι έβγαλε δύο μόνο τεύχη στα τέλη του 1971 και αρχές του 1972)  κλπ. Αυτή η κατάσταση διωγμού συνεχίστηκε με μικροδιαφορές και στη μεταπολίτευση, αφού οι γενεσιουργοί αιτίες της δεν αφορούσαν σε κάποιον ανέξοδο "αντιφασισμό" αλλά σε συνολική αμφισβήτηση ενός καθεστωτικού "νομίσματος", του οποίου ο "κοινοβουλευτισμός" και ο "φασισμός" αποτελούν απλώς τις δύο όψεις του.

    Η προπαγανδιζόμενη από το 1967 έως σήμερα μυθευματική αντίληψη ότι η χούντα θεωρούσε ως αντίπαλό της την αριστερά ενώ άφηνε ανενόχλητους τους "ακίνδυνους χίππηδες", δεν αποσκοπεί απλώς στο να αποσιωπηθεί η νομιμοφροσύνη των σταλινικών προς τη χούντα. Αποσκοπεί επίσης στο να ... πατενταριστεί το ονοπώλιο" του ενδοκοινωνικού πολέμου από μια αριστερά/πυροσβέστη που ανέκαθεν τον υπονόμευε (πάγια τακτική των σταλινικών σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη). Για να κατορθωθεί αυτό, θα έπρεπε από πλευράς προπαγανδιστικής τακτικής να υποτιμηθεί αναδρομικά (δηλαδή από το 1965 ήδη) η "ολέθρια" πολιτική επιρροή τής διεθνούς underground κουλτούρας στην εγχώρια νεολαία (ακόμα και στην αριστερίζουσα) και να αποκρυφθεί η ακατάσχετη "φυλλοροή" τής νεανικής δυνητικής "πελατείας" τής αριστεράς προς τον λεγόμενο αντιεξουσιαστικό χώρο, ο οποίος είχε αρχίσει να σχηματίζεται (όπως θα δούμε) ήδη από τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας. Η σταλινική αυτή κοπτοραπτική υπηρετήθηκε μεταγενέστερα (και μέχρι σήμερα) και από μερίδα -κομματικά στρατευμένων- μουσικών δημοσιογράφων, όπως ο (συνονόματος του νυν συριζοπασόκου δ/ντή τού κομματικού ρ/σ τού ΣΥΡΙΖΑ) Κώστας Αρβανίτης, συγγραφέας της "έρευνας" Το ανήλικο ροκ στην περίοδο τής δικτατορίας (περιοδικό Μουσική, τεύχος Απριλίου 1984), αλλά και από διάφορους άλλους.

     Το αποκορύφωμα της χουντοσταλινικής νομιμοφροσύνης (και συνεργασίας) ήταν φυσικά η επίσημη και καταγεγραμμένη συκοφάντηση των καταληψιών του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 ("απαρχής του αυτόνομου κινήματος" κατά τον Γιώργο Οικονόμου), ως προβοκατόρων της Κ.Υ.Π. (φύλλο αρ. 8 της κνίτικης Πανσπουδαστικής, Φεβρουάριος 1974). Η σταλινική (και ευρωσταλινική) αριστερά δεν επιθυμούσε ποτέ επαναστατική (και ειδικά νεολαιίστικη) ρήξη με το χουντικό καθεστώς, αφού δεν θα μπορούσε ποτέ να την ελέγξει (=καπελώσει και εκτρέψει) κατά τη γνωστή ιστορικώς πάγια τακτική της. Επιπλέον ούτε η Ε."Σ"."Σ"."Δ" θα στήριζε ένα αριστερό πραξικόπημα στην Ελλάδα, όπως το ονειρευόταν ανέκαθεν η εγχώρια αριστερά, 
σταλινική και ευρωσταλινική. Γι' αυτό η σταλινική (και ευρωσταλινική) αριστερά προτιμούσε "ομαλή" μετάβαση στη "δημοκρατία", ώστε να πλασαριστεί σε αυτήν ως "νόμιμος φορέας" και συνδιαχειριστής της εξουσίας. Αυτό προϋπέθετε να έχει να επιδείξει εχέγγυα καθεστωτικής νομιμοφροσύνης (ακόμα και προς τις χουντικές κυβερνήσεις) όταν θα ερχόταν η "δημοκρατία". Εξάλλου δεξιοί κι αριστεροί πολιτικάντηδες γνώριζαν και γνωρίζουν ότι η "δημοκρατία" κάλεσε τους συνταγματάρχες (όπως τον Μεταξά κ.α. στο παρελθόν) και ότι μεταξύ κοινοβουλευτικής "δημοκρατίας" και "δικτατορίας" δεν υπάρχει κάποια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή (αυτές είναι αποπροσανατολιστικές σχηματοποιήσεις για το ψηφοφόρο ποίμνιο).

     Μέχρι όμως να φτάσει σε αυτή τη δωσιλογική της παράκρουση, η "παραδοσιακή" αριστερά χρηματοδοτείτο, όπως θα δούμε, για τις καλές υπηρεσίες της από τους αμερικανούς πάτρωνες τής χούντας. Ενώ την ίδια περίοδο (1967 κ.ε.), οι χιλιάδες χρήσιμοι ηλίθιοι του σταλινικού ποιμνίου στοιβάζονταν υπάκουα στα ξερονήσια, όπου την έβγαζαν με νηστεία και προσευχή, όπως άλλωστε τους είχαν διατάξει οι αμερικανο-επιχορηγούμενοι κομματικοί βοσκοί τους. Γι' αυτή τη νομοταγή της συμπεριφορά προς τη χούντα, η αριστερά στην Ελλάδα κέρδισε την εμπιστοσύνη τού καθεστώτος και απολαμβάνει πολιτικής ασυλίας από το 1974. 
    Εκεί ακριβώς (δηλαδή στην αριστερή νομιμοφροσύνη και στη δεξιά αναγνώρισή της) βασίστηκε η μεταπολιτευτική κατασκευή της λεγόμενης -δεξιόστροφης και αριστερόστροφης- "συναίνεσης" (προς το καθεστώς). Ενώ όποιος εξακολουθούσε να μην "συναινεί", θα υπαγόταν έκτοτε σε ό,τι στην ορολογία της πολιτικής και της νομικής επιστήμης αποκαλείται "κατάσταση εξαίρεσης". Η κατάσταση εξαίρεσης αφορούσε φυσικά και κυρίως στον γενικώς ειπείν αντιεξουσιαστικό χώρο, ο οποίος είχε αρχίσει να διαμορφώνεται επί δικτατορίας υπό την επιρροή του "πνεύματος του '68" και του διεθνούς underground φαινομένου. 
   
    
 Παρακάτω αναδημοσιεύω μερικά σχετικά αποσπάσματα από την εργασία του Νίκου Σούζα, "Σταμάτα να μιλάς για θάνατο μωρό μου" - Πολιτική και κουλτούρα στο ανταγωνιστικό κίνημα στην Ελλάδα (1974-1998), εκδόσεις Ναυτίλος, Θεσσαλονίκη 2015. Πρόκειται για τη διδακτορική διατριβή του συγγραφέα, που υποβλήθηκε στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθήνας. 
     Η εικονογράφηση και τα τονισμένα στοιχεία είναι από εμένα.