.

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ – ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΙΣΜΟΥ


  Πολύ πριν την έκρηξη της επανάστασης του 1821 είχε εκδηλωθεί η σύγκρουση του πνεύματος του Διαφωτισμού με την ιδεολογία της βυζαντινοκρατίας. Στόχοι των δύο πλευρών ήσαν, για την μεν πρώτη η ολοκλήρωση της επανάστασης ως κοινωνικής διαδικασίας, που θα οδηγούσε σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία, ενώ για την δεύτερη, η αναχαίτιση του επαναστατικού κύματος και η ταπεινωτική επιστροφή του ελληνικού έθνους στην «θείω βουλήματι ισχυράν βασιλείαν» (πατριάρχη Ιερουσαλήμ, Άνθιμου, «Πατρική Διδασκαλία», 1798) των οθωμανών.
Μετεπαναστατικά η σύγκρουση συνεχίστηκε, έχοντας μετασχηματιστεί σε προσπάθεια των δύο πλευρών για τον ιδεολογικό έλεγχο του νεοπαγούς κρατιδίου. Με το πέρασμα αρκετών δεκαετιών οι προσκείμενες στον Διαφωτισμό φωνές προοδευτικά  σίγησαν, όχι όμως χωρίς την ουσιαστική συνδρομή ενός, επί τούτου δημιουργηθέντος, παρακράτους, και των ενδοεξουσιαστικών διαπλοκών και μηχανισμών καταστολής, που αυτό εξέθρεψε.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 η πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πνευματική κατάσταση στη χώρα μόνο επιφανειακά πλέον μοιάζει με αυτή, που επιδίωξαν η επανάσταση και οι έλληνες Διαφωτιστές. Στην πραγματικότητα η νέα Ελλάδα έχει εκφυλλιστεί σε ένα νεοβυζαντινού τύπου μόρφωμα, στο οποίο η θεοκρατία έχει επιστρέψει, όπως το σκουλήκι σε έναν φαινομενικά υγιή καρπό και (σε αγαστή συνεργασία με τους απογόνους των κοτσαμπασήδων της τουρκοκρατίας και των βυζαντινοθρεμμένων φαναριωτών πολιτικάντηδων)  κυβερνά ανενόχλητη, άλλοτε παρασκηνιακά και άλλοτε απροκάλυπτα.
Η μετάσταση του καρκινώματος της βυζαντινοκρατίας στο σύνολο σχεδόν των θεσμών (στις τρεις «διακριτές» εξουσίες, στην παιδεία κ.λπ., αλλά και στην οικονομία) είναι τόσο προχωρημένη, ώστε η τελευταία δεν διστάζει προ ουδενός μέσου, προκειμένου να εξοντώσει φυσικά ή ψυχικά όποιον της αντιστέκεται και να επιβάλλει σιγή νεκροταφείου στην κοινωνία. Με νόμους – παρωδίες και δίκες – οπερέτες, ακόμη και αγωνιστές της επανάστασης, όπως ο Θεόφιλος Καϊρης, φυλακίζονται και δολοφονούνται σε μπουντρούμια μοναστηριών, ενώ το φόβητρο του θρησκευτικού αφορισμού επισείεται -όπως προ και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης- εναντίον κάθε φωνής, που θυμίζει Διαφωτισμό, ευνομούμενη κοινωνία, υποψιασμένους πολίτες κ.λπ..
Από αυτήν την κατάσταση δεν διέφυγε ούτε η -συνήθως ανεκτή- καλλιτεχνική ελευθεριότητα. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο πρέπει να ενταχθούν και οι διώξεις στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εναντίον σημαντικών νεοελλήνων λογοτεχνών, όπως ο Εμμανουήλ Ροϊδης,  ο Ανδρέας Λασκαράτος κ.α..


Η ελληνική λογοτεχνία στον 19ο αιώνα

Η δυναμική επανάκαμψη της επώνυμης λογοτεχνικής παραγωγής στην Ελλάδα σχεδόν αμέσως μετά την επανάσταση αιφνιδιάζει με το υψηλό επίπεδο τού παραγόμενου έργου. Κανείς δεν  θα περίμενε, ότι ένας λαός, ο οποίος μόλις βγήκε από μια δισχιλιετή σωματική και πνευματική δουλεία, θα έδειχνε τέτοια έφεση σε μή επείγοντες τομείς, όπως η  «οργανωμένη» λογοτεχνική έκφραση. Ωστόσο η τελευταία δεν ξεπήδησε από το πουθενά. Η ανώνυμη λογοτεχνική παραγωγή στην Ελλάδα (βλ. δημοτικό τραγούδι) όχι μόνο δεν είχε ποτέ διακοπεί, αλλά και ποτέ δεν έχασε την επαφή της με την καλλιτεχνική ποιότητα σε σημείο, ώστε να αποτελέσει ενωρίς αντικείμενο επιτόπιας σχολαστικής μελέτης δυτικοευρωπαίων ερευνητών (π.χ. τού σπουδαίου Φωριέλ). Μάλιστα σύγχρονοι μελετητές, όπως ο Άρνολντ Τόυνμπη επισημαίνουν, ότι η καλλιέργεια της καθομιλουμένης ελληνικής γλώσσας υπήρξε τέτοια, ώστε η σύγχρονη ελληνική να μοιάζει πολύ περισσότερο με την αρχαία, από όσο μοιάζουν π.χ. τα σύγχρονα αγγλικά με τα μεσαιωνικά (βλ.  Άρνολντ Τόυνμπη  «Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους», εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996). Μάλιστα ο Τόυνμπη λέει, ότι «στη διάρκεια των τελευταίων εκατόν πενήντα ετών η νεοελληνική γλώσσα έχει προσφέρει ένα γλωσσικό όργανο για τους ποιητές, που αποδείχτηκαν πως είναι αρκετά μεγάλοι, ώστε να είναι ικανοί να αντικρίσουν τους φημισμένους αρχαίους Έλληνες προγόνους τους πρόσωπο με πρόσωπο χωρίς κανένα αίσθημα μειονεκτικότητας».
Εν συνεχεία, η νεοελληνική λογοτεχνία απεικόνισε με κριτική παραστατικότητα τις όψεις τής τότε καθημερινότητας της χώρας και γι΄ αυτό τέθηκε υπό το άγρυπνο μάτι της εκκλησιαστικής «αστυνομίας της σκέψης». Ειδικά σε ό,τι αφορά στους διωχθέντες λογοτέχνες, αυτοί διέθεταν, εκτός από γνήσιο λαϊκό αισθητήριο,  ιστορική κατάρτιση, συνδυασμό, που τους καθιστούσε επίφοβους για  τη βυζαντινοκρατία.
Αξίζει να αναφερθεί ένα αποκαλυπτικό απόσπασμα από κείμενο, που δημοσιεύθηκε στο φιλολογικό περιοδικό «Νέα Εστία» (τ. 192, Δεκέμβριος 1934): «…αυτό που λέμε χριστιανισμός, δογματικός ή «αδογματικός», ορθόδοξος ή καθολικός, ή ο,τιδήποτε άλλο, ενέπνευσε πολύ λίγο τους νέους Έλληνας ποιητάς, από τον Σολωμό ως τον Καρυωτάκη. Πραγματικά φέρτε στον νου σας τα ονόματα των πιο αξιόλογων νέων Ελλήνων ποιητών. Θα ιδήτε, ότι σ΄ ελάχιστους, ίσως σε κανέναν, δεν θα βρήτε αληθινή χριστιανική έμπνευση, ή και γενικώτερα, έμπνευση –στη βαθιά της όμως έννοια- θρησκευτική. Ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Βαλαωρίτης, ο Μαρκοράς […] ο Προβελέγγιος, ο Καβάφης, ο Βάρναλης, ο Σικελιανός, ο Ουράνης, ο Τέλλος Άγρας, κανείς απ’ όλους αυτούς που αποτελούν, μαζί με μερικούς άλλους, το σώμα της νεοελληνικής ποιήσεως στην εκατόχρονή της ζωή, κανένας όχι μόνον δεν ήταν θρησκευτικός ποιητής, μα και μήτε επεισοδιακά, μήτε μια ή δύο φορές στη ζωή του, δεν έτυχε να δονηθεί βαθύτερα από τον χριστιανικό μύθο. Φαινόμενο αρκετά σημαντικό, που δεν ερευνήθηκε ακόμα και που θ΄ άξιζε να ερευνηθεί.»

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ

Το 1856, σε ηλικία σαράντα πέντε ετών, ο κεφαλλήν Ανδρέας Λασκαράτος δημοσιεύει το έργο «Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς- σκέψεις πάνω στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική στην Κεφαλλονιά» σε συνεργασία με τη σύζυγό του Πηνελόπη Κοργιαλένιου. Εκεί περιγράφει με ανεξίτηλα χρώματα τις «ιερές» απάτες του κλήρου, τη δημαγωγία των πολιτικάντηδων, την εξαγορά των δημοσιογράφων (από τότε…), αλλά και τη δεισιδαιμονία και τις προλήψεις του λαού. Κατά τον Λασκαράτο όλα τα παραπάνω συνδέονται και αλληλοπροϋποτίθενται. Ο Λασκαράτος ήθελε ένα γάμο, που δεν θα είναι εγκλωβισμένος στο συμφέρον, στην προσποίηση και σε διάφορες προσχηματικές κοινωνικές συμβάσεις, αλλά θα στηρίζεται στην αμοιβαία έλξη και εκτίμηση. Ήθελε μια θρησκευτικότητα χωρίς προλήψεις, ειδωλοπροσκύνηση, νηστείες και «θαύματα». Ήθελε τέλος μια πολιτική, που θα υπηρετούσε την κοινή ευημερία και όχι τα μικροσυμφέροντα των πολιτευομένων. Η κριτική του υπήρξε τόσο κλασική, που διατηρεί την επικαιρότητα και τη φρεσκάδα της και σήμερα. Κατηγορήθηκε ως άθεος και διαμαρτυρόμενος, κατηγορίες γελοιωδώς αντιφατικές και αλληλοαποκλειόμενες, που φανερώνουν τη σύγχυση και την αμηχανία, στις οποίες έφερε όλη την νεοβυζαντινή εξουσιαστική διαπλοκή ο ανελέητος σατιρικός.
Ανδρέας Λασκαράτος. Πάντα ανυποχώρητος, έκανε την πολιτικοθρησκευτική διαπλοκή της εποχής του να κάθεται μονίμως σε «αναμμένα κάρβουνα». (Δεν διδάσκεται στο μάθημα των Νέων Ελληνικών στη Μέση Εκπαίδευση).

Κατ΄ αυτό τον τρόπο αφορίστηκε από τον επίσκοπο Κεφαλληνίας Σπυρίδωνα Κοντομίχαλο στις 2/3/1856. Από το πρωί εκείνης της ημέρας οι καμπάνες των χριστιανικών ναών χτυπούσαν νεκρικά και γύρω στο μεσημέρι αναγνώστηκε ο αφορισμός. Στο μεταξύ εγκάθετοι της εκκλησίας είχαν φροντίσει να ερεθίσουν τον όχλο, ο οποίος εξεμάνη και προχώρησε σε προπηλακισμούς κατά του συγγραφέα και της οικογένειάς του. Στις 15/3 κι αφού όλο το προηγούμενο διάστημα είχε μείνει έγκλειστος στο σπίτι του, ο Λασκαράτος αναχώρησε οικογενειακώς για τη Ζάκυνθο, όπου είχαν προετοιμαστεί εναντίον του νέοι προπηλακισμοί. Την επομένη κιόλας, στις 16/3, ο «άγιος» Ζακύνθου Νικόλαος Κοκκίνης, μιμούμενος τον συνάγιό του Κεφαλλονιάς, ανέγνωσε νέον αφορισμό.
Μετά από λίγο καιρό ο Λασκαράτος έφυγε για την Αγγλία. Το 1858 επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου συνέχισε την συγγραφική του δραστηριότητα  Ωστόσο, παρ΄ ολίγο να συρθεί στα δικαστήρια εξ αιτίας ενός ποιήματός του, το οποίο θεωρήθηκε, ότι σατίριζε τον βασιλιά, αλλά τελικά κρίθηκε, ότι αναφερόταν μόνο στο δήμαρχο Αθηναίων… Αλλά το 1860 καταδικάστηκε σε τετράμηνη φυλάκιση μετά από καταγγελία ενός εχθρού του, του αρχηγού του κόμματος των Ριζοσπαστών, Λομβάρδου, τον οποίο ο Λασκαράτος είχε επανειλημμένα χαρακτηρίσει ως δημαγωγό.
«Ημείς Σπυρίδων, ελέω Θεού Μητροπολίτης Κεφαλληνίας… έχομεν αυτόν αφοριζόμενον· έστω τρέμων και σταίνων επί της γης ως ο Κάιν, κληρονομησάτω την λέπραν του Γιεζή και την αγχόνην του Ιούδα».
Από τον αφορισμό του «ελεεινού, αξιοδάκρυτου, παράφρονα, αμαθή και πονηρού» Ανδρέα Λασκαράτου για το «λίαν βλάσφημον και σκανδαλοποιόν» βιβλίο του “Τα μυστήρια της Κεφαλληνίας”. «Το Έγγραφον τούτο Επιτήμιον εις το αιώνιο ανάθεμα μ΄ όλην την πομπήν και παράταξιν εξεφωνήθη μεγαλοφώνως παρά των ιερέων απ’ άμβωνος εις όλας τας Εκκλησίας».

Το 1868 κι αφού τού έχουν αρνηθεί, ως αφορισμένου, να βαφτίσει ένα παιδί, δημοσιεύει την περίφημη «Απόκριση στον αφορεσμό του 1856», όπου εξακολουθεί ανένδοτος να σατιρίζει τους «αφορεστάδες» και τις λαϊκές προλήψεις, που τους στηρίζουν. Γι΄ αυτό, η Ιερά Σύνοδος τον καταγγέλει στα ποινικά δικαστήρια για εξύβριση, ενώ το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατάσχει όσα αντίτυπα βιβλίων του μπόρεσε να βρει. Η δίκη γίνεται στις 13/11/1869 στο Κακουργοδικείο Αργοστολίου και φυσικά έχει καταβληθεί προσπάθεια από τους κατηγόρους του, ώστε να είναι «στημένη». Αλλά ο σπόρος της αμφισβήτησης, που είχε σπείρει ο Λασκαράτος είχε δώσει τους πρώτους καρπούς του και κάποια πνεύματα είχαν αρχίσει να  αφυπνίζονται. Οι ένορκοι υπό την προεδρεία του Ανδρέα Μομφεράτου τον αθωώνουν.
Εκεί τελειώνουν και οι περιπέτειές του. Το 1901 αποβιώνει, αλλά ακόμα και με τον θάνατό του εξακολουθεί να δημιουργεί προβλήματα στη θεοκρατία. Οι καιροί είχαν αρχίσει να αλλάζουν και η τελευταία, προκειμένου να προλάβει την εναντίον της κατακραυγή άν αρνείτο θρησκευτική κηδεία στον ένδοξο αφορισμένο, αποφάσισε την άρση του αφορισμού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τον αφορισμό του 1856 ασχολείτο επί δεκαετία όχι μόνο ο ελληνικός αλλά και ο ευρωπαϊκός τύπος.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ

Το 1866, σε ηλικία τριάντα ενός ετών, ο συριανός Εμμανουήλ Ροϊδης εκδίδει το ιστορικό μυθιστόρημα «Η Πάπισσα Ιωάννα». Εκεί περιγράφεται η κατάσταση του δυτικού κλήρου και κυρίως του μοναχισμού κατά τον 9ο αιώνα. Φυσικά ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται γρήγορα, ότι τα εξιστορούμενα δεν αφορούν ούτε μόνο στο δυτικό μοναχισμό, ούτε μόνο στον 9ο αιώνα. Το ξεσκέπασμα της χριστιανικής υποκρισίας (τόσο μεγάλης, ώστε μπορεί να χριστεί πάπας ακόμα και μια γυναίκα και μάλιστα εγκυμονούσα…) γίνεται χωρίς περιστροφές με τρόπο εκλεπτυσμένα ειρωνικό, αλλά και επιστημονικά τεκμηριωμένο.
Ο Ροΐδης, εραστής της ιστορικής ακριβολογίας και λεπτομέρειας, έχει παρεμβάλλει στο έργο του πλήθος ιστορικών υποσημειώσεων και παραπομπών σε πηγές, σε σημείο, που αποθαρρύνει προκαταβολικά όσους θα επιχειρούσαν να τον αντικρούσουν. Το βιβλίο του γνώρισε μεγάλη επιτυχία και πολλές μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες και προκάλεσε ισχυρή εντύπωση και εκτός Ελλάδος. Αυτό είχε σαν συνέπεια τον αφορισμό τού συγγραφέα από την Ιερά Σύνοδο το 1866. Εναντίον της, αλλά και εναντίον των επικριτών του ο Ροϊδης απαντά με τις «Επιστολές» του λογοτεχνικού alter ego του, του αγρινιώτη Διονυσίου Σουρλή, οι οποίες αποτελούν ταυτόχρονα και πραγματείες για τη θεωρητική θεμελίωση της φιλολογικής σάτυρας.
Εμμανουήλ Ροΐδης, ο διανοούμενος, που με την «Πάπισσα Ιωάννα» διέσυρε ανεπανόρθωτα το μοναστικό «ιδεώδες». (Δεν διδάσκεται στο μάθημα των Νέων Ελληνικών στη Μέση Εκπαίδευση).

Ο αφορισμός του ήρθη αργότερα, πιθανόν για παρόμοιους λόγους με αυτούς του Λασκαράτου. Ο Ροΐδης υπήρξε λογοτέχνης διεθνούς κύρους και ακτινοβολίας και η θεοκρατία δεν θα ήθελε να χρεωθεί με την επιμονή της σε έναν αφορισμό, ο οποίος μακροπρόθεσμα μπορεί να της επιστρεφόταν ως χυδαίο σκάνδαλο. Επί πλέον ο Ροϊδης προσέφερε επί εικοσαετία σπουδαίο έργο στην Εθνική Βιβλιοθήκη διατελώντας έφορος. Συστηματοποίησε τη λειτουργία της, την πλούτισε με εκατό χιλιάδες νέους τίτλους και περιέσωσε χίλια πεντακόσια πολύτιμα μεσαιωνικά χειρόγραφα, για τα οποία μάλιστα συνέστησε και ειδικό τμήμα.

Άλλες διώξεις στον 19ο αιώνα

Το 1859, τρία χρόνια μετά τον αφορισμό του Λασκαράτου, δικάζεται ο Αθηναίος ποιητής Παναγιώτης Συνοδινός για προσβολή της θρησκείας. Αξίζει να αναφέρουμε το ποίημά του «Συνταγή χωριάτικη», στο οποίο κατονομάζονται οι βυζαντινές «αξίες» επάνω στις οποίες βασίζεται η καθημερινότητα του νεοέλληνα εκείνης της εποχής αλλά και της δικής μας: «στους μεγάλους του χωριού σου / κύτταξε μή θαρρευθής / του Θεού και του χεριού σου / μοναχά να ΄μπιστευθής […] για της στάνης σου το σκύλο / και για του χωριού το μύλο / παρά για τους υπουργούς / να σκοτίζεται ο νους […] κύτταξε στο θηλυκό σου / γράμματα πολλά μή μάθης / μην ευρής τον διάβολό σου / και τ’ αγιάτρευτα μήν πάθης».

Το 1877 προκαλεί τεράστια αίσθηση – πάταγο το ιστορικό δράμα τού εικοσιτριάχρονου διπλωματικού υπαλλήλου, Κλέωνος Ραγκαβή, «Ιουλιανός ο παραβάτης». Ο συγγραφέας, βαθύς γνώστης της ιστορικής αλήθειας, αναφέρεται απροκάλυπτα στη διαστροφή της τελευταίας από την «επικρατούσα θρησκεία» και στην πλύση εγκεφάλου, που υπέστη και αυτός ως παιδί από την εκκλησιαστικώς ελεγχόμενη εκπαίδευση. Βάλλει απροκάλυπτα κατά της κατασκευασμένης ιστορικής πλάνης, που θέλει το χριστιανισμό συνεχιστή του ελληνικού πνεύματος, «ως οι πρώτοι χριστιανοί, οι καρατομούντες τ’ αγάλματα του Φειδίου και επιτιθέντες αυτοίς την άσχημον μορφήν προσφάτως μαρτυρήσαντος μοναχού».
Κατά τον Ραγκαβή «ο Ελληνισμός, η φιλοσοφία, η ποίησις, η επιστήμη, η τέχνη, κατακλυσθείσαι υπό το βαρύ κ΄ αιματόφυρτον τούτο κύμα, αλλά πριν εκλείψωσιν αναδιδούσαι την τελευταίαν αίγλην, ήτις εφώτισε την βασιλείαν του Ιουλιανού, ιδού εικών αληθώς εξαισία, υπέρ ης αιωρείται το μέγα του παραβάτου φάσμα». Στα προλεγόμενα του έργου εξαίρεται το επιστημονικό πνεύμα στην πάλη του με «τούς την διάνοιαν καταπνιγόντες, τού σκότους υπέρμαχους». Ο συγγραφέας, όπως ήταν αναμενόμενο, διώκεται την ίδια χρονιά.

*    *    *

Αξίζει να αναφερθούμε και σε δύο περιπτώσεις πολιτικώς ομοϊδεατών λογοτεχνών, τους οποίους η χριστιανορθοδοξία δεν χρειάστηκε να διώξει ποινικά, αφού έζησαν και  «έφυγαν» απομονωμένοι και περιφρονημένοι από τον κοινωνικό περίγυρο της (β)ρωμιοσύνης. Οι ίδιοι όμως, πρόλαβαν να ταράξουν για τα καλά τα πνευματικά νερά της εποχής τους. Πρόκειται για τον κεφαλλονίτη σατυρικό ποιητή Μικέλη Άβλιχο (1844-1917) και το δικηγόρο και ποιητή Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο (1843-1873), γιό του «εθνικού» μας ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου.

Ο  Μικέλης Άβλιχος σπούδασε στην Ευρώπη, όπου ενστερνίστηκε τον αναρχισμό. Υπάρχουν ενδείξεις, ότι πήρε μέρος στη γαλλική επανάσταση του 1871 (γνωστή και ως «Κομμούνα του Παρισιού»). Τα έργα του (τα περισσότερα από τα οποία δημοσιεύθηκαν μετά τον θάνατό του και μόνο σε περιορισμένα αντίτυπα) περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων  το ποίημα «Ψευδοφιλόπατρις» (όπου επιχειρεί ένα είδος ψυχανάλυσης του πατριδοκάπηλου και αιμοβόρου σωβινισμού), αλλά και την «Πινακοθήκη της Κολάσεως», όπου περιγράφει με τα μελανώτερα χρώματα πρόσωπα και πράγματα τού κοινωνικοπολιτικού κατεστημένου της εποχής του. Οι συντοπίτες του τον θεωρούσαν «σατανά» και «εθνοπροδότη», κάτι που τον οδήγησε σε μιά αυτοαπομόνωση, που διήρκεσε μέχρι τον θάνατό του.

Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, γιός του Κωνσταντίνου -ενός εκ των θεμελιωτών του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος- ουδόλως συμμεριζόταν τις απόψεις του πατέρα του. Επειδή άσκησε δριμύτατη κριτική στις μετεπαναστατικές διαπλοκές της Ρωμηοσύνης, το έργο του  καταδικάστηκε στη -μεθοδευμένη- λήθη και σήμερα το γνωρίζουν μόνον κάποιοι ειδικοί μελετητές.

Ο επίσης αναρχικός Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος άρχισε από ηλικία μόλις δεκαοκτώ μόλις ετών να αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Φως», του Σοφοκλή Καρύδη (προσωπικότητας ανάλογης με αυτή του Αλέξανδρου Σούτσου). Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις, ότι αυτός ήταν ο συγγραφέας ενός άρθρου με τίτλο «Αναρχία», που δημοσιεύθηκε στις 9/9/1861 στην εν λόγω εφημερίδα. Το άρθρο ήταν τόσο αριστοτεχνικά γραμμένο και βρήκε τόση απήχηση στο αναγνωστικό κοινό, ώστε η αστυνομία κατέσχεσε εκείνο το φύλλο της εφημερίδας. Την ίδια χρονιά ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος κυκλοφόρησε ένα κάπως μεγάλο φυλλάδιο με τίτλο «Σκέψεις ενός ληστού». Το φυλλάδιο αυτό, που συνδύαζε το λογοτεχνικό ύφος με την πολιτική κριτική, υπήρξε ένα δυνατό χαστούκι στην μετεπαναστατική εξουσιαστική διαπλοκή νεοκοτσαμπασήδων, εκκλησίας, πολιτικάντηδων και παλατιού. Εξυμνούσε τους ληστές των βουνών, οι οποίοι δεν ήσαν τίποτε άλλο από τους απογόνους και συνεχιστές των Κλεφτών της προεπαναστατικής εποχής:
«Αλλ’ είμαι ληστής λέγουσιν οι έννομοι, είμαι κακούργος. Πόσοι εντός της κοινωνίας βασανίζουσι τους ανθρώπους, εκδύωσιν αυτούς, υποσκελίζουσι τους αγαθούς, κακοί αυτοί, και στερούσι πολλών οικογενειών τον άρτον! Και εν τούτοις ζώσιν εντός της κοινωνίας κολακευόμενοι, τιμώνενοι, θαυμαζόμενοι […] Οι νόμοι εσχηματίσθησαν δια να καταπιέζωσι τους πτωχούς, τους άνευ προστατών, τους αδυνάτους. Σπανίως ο νόμος προστατεύει τον ασθενή […] Εις την κοινωνίαν υπάρχουσι λησταί νόμιμοι, λησταί- τοκογλύφοι, λησταί-εμπόροι, λησταί-χρυσοχόοι, λησταί-ενάρετοι, λησταί-ευσεβείς και πλήθος άλλων. Οι λησταί-τοκογλύφοι πρέπει να διχοτομηθώσι δια πρίωνος, οι λησταί-εμπόροι να ανασκολοπισθώσιν, οι λησταί-χρυσοχόοι να εισβληθώσιν εντός λουτρού εκ μολυβδου αναλελυμένου, οι λησταί-ενάρετοι να κρεμασθώσι, και οι λησταί-ευσεβείς να σταυρωθώσιν. Και εντούτοις, και αν όλα ταύτα συμβώσιν, είναι μικρά η τιμωρία των διότι εκείνοι ου μόνον εντός των πόλεων ληστεύουσιν, ου μόνον δύο έχουσιν ιδιότητας καλήν επιφάνειαν, αισχρόν κέντρον, αλλά το αυτό άτομον καθ’ εκάστην σχεδόν ληστεύουσι, ενώ ημείς και ειλικρινείς είμεθα και σπανίως δις φορολογούμεν τον αυτόν άνθρωπον. Αλλ’ όλαι αι ληστείαι εκείνου του είδους καθιερώθησαν υφ΄ όλων των εθνών και ουδείς τολμά να εκφέρη κατ’ αυτών γνώμην διότι εκλαμβάνεται εχθρός της κοινωνίας».
Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος έγραψε  επίσης και μια Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, η οποία προκάλεσε επίσης σάλο, για την ανατρεπτική  οπτική που προέβαλε. Τα ποιήματά του βραβεύθηκαν σε διαγωνισμούς και έχουν περιληφθεί σε αρκετές ανθολογίες. Θεωρείται από τους κυριότερους εκπροσώπους του νεοελληνικού ρομαντισμού. Ο Ροϊδης τον συνέκρινε σαν ποιητή με τον Μπωντλαίρ. Φύση εσωστρεφής με μεγάλη δόση μελαγχολίας, θεωρείται επίσης σαν πρόδρομος του Καρυωτάκη.  Ίσως αυτή η φύση του να τον οδήγησε σε ηλικία τριάντα ετών σε μιά ιδιότυπη απεργία πείνας, από την οποία και πέθανε.
Τόσο ο Μικέλης Άβλιχος, όσο και ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, άν και δεν διώχθηκαν νομικά εν ζωή, ωστόσο καταδικάστηκαν στη -μεθοδευμένη- λήθη. Το έργο τους το γνωρίζουν σήμερα μόνο κάποιοι ειδικοί μελετητές.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

Ένας από τους λογοτέχνες – ογκόλιθους της μεταδιαφωτιστικής εποχής, που προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση λόγω του ανήσυχου πνεύματος του, της υπαρξιακής και της φιλοσοφικής του αναζήτησης. Η αναζήτησή του αυτή πήρε βαθμιαία έναν συγκρητιστικό χαρακτήρα, στον οποίο έκανε το «λάθος» να συμπεριλάβει και τον χριστιανισμό.
Η χριστιανική εκκλησία από την αρχαιότητα ήδη δεν δεχόταν με τίποτα  να αποτελέσει ο φερόμενος ως ιδρυτής της, έναν ακόμα θεό, ή έναν ακόμα προφήτη μέσα στο πανθεϊκό χωνευτήρι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ήθελε πάντα (και αλαζονικά) το αποκλειστικό της ράφι εντός των κοσμοπολιτικών ιδεολογικών σούπερ μάρκετς για το προσωποποιημένο προϊόν που διαχειρίζεται. Η ίδια δεν καταδέχτηκε ποτέ να λειτουργήσει επί ίσοις όροις δίπλα σε οποιεσδήποτε άλλες θρησκείες, ως ένας ακόμα μεταφυσικός «ατζέντης».
Βέβαια, ο Καζαντζάκης περιποιήθηκε πολύ μεγαλύτερη τιμή στο χριστιανισμό απ΄ όση τού αξίζει, όταν αντιμετώπισε λογοτεχνικά τον εβραίο ραβίννο Τζεσουά σαν κάτι ανάλογα πανανθρώπινο π.χ. με τον Ζαρατούστρα, ή τον Βούδα. Η  χριστιανική εκκλησία όμως, δεν κατανοεί, ότι μόνο με αυτούς τους τρόπους μπορεί να αναβαθμιστεί η φιλοσοφική λογοκλοπή και διαστρέβλωση, την οποία προβάλλει ως Μοναδική Αλήθεια και συνεχίζει να φοβάται παθολογικά μήπως πνιγεί μέσα στον φιλοσοφικοθρησκευτικό συγκρητισμό. Ο Καζαντζάκης υπήρξε μια προσωπικότητα λοιπόν, που διέθετε σχεδόν όλες τις προδιαγραφές, για να προκαλέσει την εκκλησιαστική ηγεσία.

Από το πρωτοσέλιδο της «Σπίθας» (αρ. φύλλου 199, Νοέμβριος 1957) με συντάκτη τον τότε αρχιμανδρίτη κι ιεροκήρυκα και μετέπειτα μητροπολίτη Αυγουστίνο Καντιώτη, διαβάζουμε: «Υπόνομος των Αθηνών εκκενούμενος δεν θα ανέδιδε τόσην δυσωδίαν, όσην το βιβλίον τούτον»· αναφέρεται στον “Τελευταίο Πειρασμό” του Ν. Καζαντζάκη, «χυδαιότερον του οποίου δέν είδον οι αιώνες».

Το 1953 η εκκλησία ζητά τη δίωξη του Καζαντζάκη πριν ακόμα εκδοθεί ο Τελευταίος Πειρασμός. Από την άλλη, ο Πάπας συμπεριλαμβάνει τον Τελευταίο Πειρασμό στο Index Librorum Prohibitorum (απαγορευμένα βιβλία).
Ενώ έχει προταθεί επανειλημμένα για το βραβείο Νόμπελ (από τη Σουηδική Ακαδημία, την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και τον Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών) το ρωμέικο κρατίδιο κάνει τα πάντα, για να υπονομεύσει την υποψηφιότητά του. Επί έντεκα χρόνια, από το 1946 έως το 1957 (έτος θανάτου του) οι διεθνείς μηχανορραφίες των σχετικών θεσμικών οργάνων τού κρατιδίου, για να μήν πάρει ο Καζαντζάκης το Νόμπελ, έπαιρναν κι έδιναν (βλ. το άρθρο «Γιατί δεν πήρε ο Καζαντζάκης το βραβείο Νόμπελ» του Πάτροκλου Σταύρου, προέδρου του Ιδρύματος Μελετών «Νίκος και Ελένη Καζαντζάκη», στο «Βήμα» 15/10/2000). Αξίζει να σημειωθεί, ότι η Ακαδημία Αθηνών όχι μόνο δεν τον στήριξε ως υποψήφιο για το βραβείο, αλλά δεν τον είχε δεχτεί καν ως μέλος της. Μέχρι και τα κατά τόπους ελληνικά προξενεία τού προέβαλλαν διάφορα προσκόμματα ως προς την θεώρηση του διαβατηρίου του, για να μην μπορεί να ταξιδεύει από τη μιά χώρα της Ευρώπης στην άλλη (πράγμα συνηθισμένο για έναν λογοτέχνη της κλάσης ενός Καζαντζάκη, που τον προσκαλούν συνεχώς ακαδημίες,  διεθνή ιδρύματα κ.λπ.). Στην περίπτωση Καζαντζάκη δεν έχουμε να κάνουμε με μιά τοπική επισκοπή, που σκηνοθετεί κάποιες δίκες ή υποκινεί εκδηλώσεις «λαϊκής» οργής εναντίον ενός πνευματικού ανθρώπου, αλλά με έναν ολόκληρο κρατικό μηχανισμό, ο οποίος ξέρει καλά το μάθημά του και δρα συντονισμένα στα πλαίσια του γνωστού κατευθυντήριου τριπτύχου «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Η κηδεία του έγινε στο Ηράκλειο χωρίς εκκλησιαστική τελετή. Πάνω στον τάφο του είχε ζητήσει να αναγραφεί η γνωστή βουδιστική επιταγή: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος».


Νίκος Καζαντζάκης: Ο άνθρωπος της διαρκούς αναζήτησης. Η Ρωμηοσύνη επιχείρησε να τον εξαφανίσει, αλλά προσέκρουσε στη διεθνή ακτινοβολία του. (Δεν διδάσκεται στο μάθημα των Νέων Ελληνικών στη Μέση Εκπαίδευση). Στη φωτογραφία: δεν πρόκειται για μεσαιωνικό κυνήγι αιρετικών και μαγισσών, αλλά για την Αθήνα του Οκτωβρίου 1988. Το χριστιανορθόδοξο οχλοποίμνιο προσπαθεί να εμποδίσει την προβολή της κινηματογραφικής μεταφοράς του «Τελευταίου Πειρασμού».

Εσφαλμένως νομιζόταν, ότι ο Καζαντζάκης αφορίσθηκε. Όπως έγινε γνωστό πολύ αργότερα, ο αφορισμός του Καζαντζάκη δεν ίσχυσε ποτέ στην πραγματικότητα, αφού δεν είχε υπογραφεί, όπως απαιτείται, από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Το πιο πιθανό είναι ότι η εκκλησία αφού κίνησε, ίσως για λόγους εντυπώσεων, όλη την διαδικασία του αφορισμού, στο τέλος προτίμησε να αποφύγει ενδεχόμενη παγκόσμια κατακραυγή. Τα έργα του Καζαντζάκη εξακολούθησαν να έχουν διεθνή απήχηση και γι΄ αυτό οι αντιδράσεις τις εκκλησίας δεν έπαψαν με τον θάνατο του συγγραφέα.
Όταν το 1975 η ελληνική κρατική τηλεόραση ετοιμάζεται να προβάλει σε συνέχειες το έργο του  «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» η εκκλησία αντιδρά έντονα, αλλά δεν κατορθώνει να αναστείλλει την προγραμματισμένη προβολή του· είμαστε στα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια, όπου ως γνωστόν η επί χρόνια καταπιεσμένη αμφισβήτηση «πουλάει» και το σκιάχτρο της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών» δεν τρομάζει πιά κανέναν. Παρ΄ όλα αυτά το 1988 η πολύ καλή κινηματογραφική μεταφορά του Τελευταίου Πειρασμού από τον Μάρτιν Σκορτσέζε, αφού πρόλαβε και προβλήθηκε ελάχιστα στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες, τελικά απαγορεύτηκε. Όπως θα θυμούνται πολλοί, εκατοντάδες «οργισμένοι» ραβδοφόροι(!) χριστιανοί συγκεντρώνονταν έξω από  τις κινηματογραφικές αίθουσες, που προέβαλλαν την ταινία και απειλούσαν με εισβολή σε αυτές. Αυτή τη φορά το νεοβυζαντινό κράτος τούς ικανοποίησε τις ορέξεις. Πρόσφατα (2007), η επαναπροβολή της ταινίας από  τον ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό Star ακυρώθηκε για άλλη μια φορά εξ αιτίας νέας αντίδρασης της Αρχιεπισκοπής.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Περιοδικό «Νέα Εστία» τ. 192, Δεκέμβριος 1934.
- Περιοδικό «Παναθήναια» τόμος Β’, Απρίλιος 1901- Σεπτέμβριος 1901.
- Πασχάλη Κιτρομηλίδη, «Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός» εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ..
- Κ. Θ. Δημαρά, «Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός», εκδόσεις Ερμής.
- Δημήτρη Τρωαδίτη, «Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μελετητής και εξεγερμένος» (εξαιρετική μελέτη, δημοσιευμένη στο διαδίκτυο http://onesilos.com/all/?p=712).
- Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, «Σκέψεις ενός ληστού», εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1996.
- «Ο Αναρχισμός στην Ελλάδα» (συμπληρωματικό κεφάλαιο των εκδόσεων Ελεύθερος Τύπος στην ελληνική έκδοση της μελέτης του Ρόντερικ Κέντγουορντ «Οι αναρχικοί»).

Θ. Λ.
(Άρθρο που είχα δημοσιεύσει στον Δαυλό, τεύχος Απριλίου 2008 με τίτλο "Λασκαράτος - Εμμ. Ροϊδης - Καζαντζάκης, τρία θύματα του νεώτερου βυζαντινισμού" και το 2009 στο freeinquiry.gr, από όπου το "κατέβασαν" αντιδεοντολογικά -μαζί με όλα τα άλλα δικά μου- όταν διεκόπη η συνεργασία μας. Μέχρι τότε όμως είχε προλάβει να κυκλοφορήσει αρκετά στο διαδίκτυο. Εδώ με μερικές προσθήκες)

1 σχόλιο: