(ή ως μελόδραμα)
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ
Τί είναι η Ρωμηοσύνη; “Μην είν' οι κάμποι; Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά; Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει; Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;” που έλεγε κι εκείνο το παλιό σχολικό ποιηματάκι με τίτλο “Τί είν’ η πατρίδα μας” του Ιωάννη Πολέμη;
Τί είναι η Ρωμηοσύνη; “Μην είν' οι κάμποι; Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά; Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει; Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;” που έλεγε κι εκείνο το παλιό σχολικό ποιηματάκι με τίτλο “Τί είν’ η πατρίδα μας” του Ιωάννη Πολέμη;
Αρχίζοντας από την ετυμολογία της λέξης, η
κατάληξη -σύνη (όπως και οι
αντίστοιχες στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, -ness
στα αγγλικά, -té στα γαλλικά, -heit
στα γερμανικά κ.α.) σημαίνει την ιδιότητα. Καλοσύνη είναι η ιδιότητα του καλού,
ασχημοσύνη η ιδιότητα του άσχημου, επιστημοσύνη η ιδιότητα του επιστήμονα,
Χριστιανοσύνη η ιδιότητα του χριστιανού κ.λπ. Ρωμηοσύνη είναι λοιπόν η ιδιότητα
του ρωμηού, το να είναι κάποιος ρωμηός. Μάλιστα όταν γράφεται με κεφαλαίο (όπως
η Χριστιανοσύνη) σημαίνει την απόδοση τής εν λόγω ιδιότητας σε ένα πλήθος
ανθρώπων.
Το επόμενο ερώτημα έχει φυσικά να κάνει με το τί είναι ρωμηός. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ρωμηός είναι ένας τύπος ανθρώπου, ένας ανθρωπότυπος, ο οποίος μπορεί να οριστεί ιστορικά, ιδεολογικά, ψυχολογικά κ.λπ. Σε αυτή την περίπτωση ας αφήσουμε τους ίδιους τους ρωμηούς να αυτοοριστούν (και ας περιοριστούμε στο δικαίωμά μας τής ερμηνείας).
Σύμφωνα λοιπόν με έναν, κατά γενική ομολογία, από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της Ρωμηοσύνης: “Ὅσο κι ἄν, κατά τόν κριτικότατο ἀείμνηστο διδάσκαλό μου, καθηγητή Νικόλαο Τωμαδάκη, ὁ ὅρος «Ρωμηοσύνη» εἶναι «νεόπλασμα, ἐντούτοις ἐκφράζει κατά τόν αὐθεντικότερο καί ἱστορικά δικαιωμένο τρόπο, τό φρόνημα τῶν Ὀρθόδοξων Πολιτῶν τῆς Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως), ἀλλά καί ὅλους τους λαούς τῆς γῆς ἤ μεμονωμένα ἄτομα, πού ἔζησαν καί ζοῦν ἱστορικά μέ τό φρόνημα αὐτό.Ὁ ὅρος ἔχει ἄμεση σχέση μέ τά ἱστορικά ὀνόματά μας, Ρωμανία καί Ρωμαῖος (Ρωμηός), πού συνδέονται ἀδιαίρετα μέ τό ἱστορικό μέγεθος, πού ἐγκαθιδρύθηκε στήν ἱστορία, στίς 11 Μαΐου 330 μ.Χ., μέ τά ἐγκαίνια τῆς νέας πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί ὅλης της Εὐρώπης, τῆς Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης. Ὅπως ὁ κοινότατος (καί τόσο παρεξηγημένος) σήμερα ὅρος «Ἑλληνοχριστιανικός» εἶναι κατασκεύασμα γλωσσικό μόλις τοῦ 1852 (Σπύρ. Ζαμπέλιος), ἀλλά ἐκφράζει μία μακρά ἱστορική πραγματικότητα, ἔτσι καί ὁ ὅρος Ρωμηοσύνη (ἀντίστοιχος ὅρος: Φραγκοσύνη) εἶναι μέν νεότερο γλωσσικό εὕρημα, ἀλλά, μέσα στίς κοσμογονικές ἀνακατατάξεις καί μεταπλάσεις τοῦ βαλκανικοῦ χώρου στούς τελευταίους αἰῶνες, εἶναι ὁ καταλληλότερος, γιά νά ἐκφράσει τό πνευματικό περιεχόμενο, βίωμα καί ἦθος τῆς «ρωμαίικης» καί «μεταρωμαίικης («βυζαντινῆς» καί «μεταβυζαντινῆς») περιόδου τῆς ἱστορίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στή στενότερη φυλετική καί τήν εὐρύτερη – οἰκουμενική ἐκδοχή του. ‘Ρωμηοσύνη’ εἶναι ἡ Ἑλληνικότητα στήν οἰκουμενική-ὀρθόδοξη ἱστορική ἐνσάρκωσή της.” (Γεώργιος Μεταλληνός, Παρεμβάσεις ιστορικές και θεολογικές, Αθήνα 1998 – τα τονισμένα στοιχεία από εμένα).
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑΣ
Οι παραπάνω απόψεις του Γ. Μεταλληνού, περί του “ελληνοχριστιανισμού ως εκφράζοντος μια μακρά ιστορική πραγματικότητα”, που έχουν διατυπωθεί στην τόσο αποκοιμιστική γλώσσα της προπαγάνδας, είναι φυσικά εντελώς αντιεπιστημονικές (όπως άλλωστε και κάθε άλλη προπαγάνδα). Οι κάτοικοι του λεγόμενου Βυζαντίου δεν ένιωθαν καθόλου ότι συνέχιζαν την “ιστορία του Ελληνισμού”. Αντιθέτως ένιωθαν (το "φρόνημα" που λέει κι ο Μεταλληνός) 100% χριστιανοί, απόγονοι της εκχριστιανισμένης ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας («ρωμαίοι»/ρωμηοί) και διέκειντο εχθρικά προς καθετί το ελληνικό (παρεμπιπτόντως, λόγω της συναίρεσης των «α» κα «ι» η σωστή ορθογραφία της λέξης «ρωμηός» είναι με «η» και όχι με «ι», όπως το γράφουν πολλοί). Άλλωστε τον Μεταλληνό διαψεύδει και ένας κορυφαίος πολιτικοθρησκευτικός ταγός της περιόδου για την οποία (ο Γ. Μεταλληνός) δεν κρύβει τον θαυμασμό του: "Έλλην ων τήι φωνήι, ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι, δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες' αλλ' από της ιδίας μάλιστα θέλω ονομάζεσθαι δόξης. Και ει τις έροιτό με τις ειμί, αποκρινούμαι χριστιανός είναι" (Πατριάρχης “Νέας Ρώμης” Γεώργιος Σχολάριος, ή Γεννάδιος, 1405-1468). Ο Σχολάριος αναπαράγει την στερεότυπη βυζαντινή θέση, δηλαδή ότι αν μιλάει αναγκαστικά την ελληνική (αφού σε αυτήν είναι γραμμένα τα ιερά κείμενα της θρησκείας του, αλλιώς πώς θα διασώζονταν;) αυτό σε καμμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι είναι έλληνας: ο ίδιος δηλώνει βυζαντινότατα, “εθνικότητα” χριστιανική - και καμμία άλλη.
Το επόμενο ερώτημα έχει φυσικά να κάνει με το τί είναι ρωμηός. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ρωμηός είναι ένας τύπος ανθρώπου, ένας ανθρωπότυπος, ο οποίος μπορεί να οριστεί ιστορικά, ιδεολογικά, ψυχολογικά κ.λπ. Σε αυτή την περίπτωση ας αφήσουμε τους ίδιους τους ρωμηούς να αυτοοριστούν (και ας περιοριστούμε στο δικαίωμά μας τής ερμηνείας).
Σύμφωνα λοιπόν με έναν, κατά γενική ομολογία, από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της Ρωμηοσύνης: “Ὅσο κι ἄν, κατά τόν κριτικότατο ἀείμνηστο διδάσκαλό μου, καθηγητή Νικόλαο Τωμαδάκη, ὁ ὅρος «Ρωμηοσύνη» εἶναι «νεόπλασμα, ἐντούτοις ἐκφράζει κατά τόν αὐθεντικότερο καί ἱστορικά δικαιωμένο τρόπο, τό φρόνημα τῶν Ὀρθόδοξων Πολιτῶν τῆς Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως), ἀλλά καί ὅλους τους λαούς τῆς γῆς ἤ μεμονωμένα ἄτομα, πού ἔζησαν καί ζοῦν ἱστορικά μέ τό φρόνημα αὐτό.Ὁ ὅρος ἔχει ἄμεση σχέση μέ τά ἱστορικά ὀνόματά μας, Ρωμανία καί Ρωμαῖος (Ρωμηός), πού συνδέονται ἀδιαίρετα μέ τό ἱστορικό μέγεθος, πού ἐγκαθιδρύθηκε στήν ἱστορία, στίς 11 Μαΐου 330 μ.Χ., μέ τά ἐγκαίνια τῆς νέας πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί ὅλης της Εὐρώπης, τῆς Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης. Ὅπως ὁ κοινότατος (καί τόσο παρεξηγημένος) σήμερα ὅρος «Ἑλληνοχριστιανικός» εἶναι κατασκεύασμα γλωσσικό μόλις τοῦ 1852 (Σπύρ. Ζαμπέλιος), ἀλλά ἐκφράζει μία μακρά ἱστορική πραγματικότητα, ἔτσι καί ὁ ὅρος Ρωμηοσύνη (ἀντίστοιχος ὅρος: Φραγκοσύνη) εἶναι μέν νεότερο γλωσσικό εὕρημα, ἀλλά, μέσα στίς κοσμογονικές ἀνακατατάξεις καί μεταπλάσεις τοῦ βαλκανικοῦ χώρου στούς τελευταίους αἰῶνες, εἶναι ὁ καταλληλότερος, γιά νά ἐκφράσει τό πνευματικό περιεχόμενο, βίωμα καί ἦθος τῆς «ρωμαίικης» καί «μεταρωμαίικης («βυζαντινῆς» καί «μεταβυζαντινῆς») περιόδου τῆς ἱστορίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στή στενότερη φυλετική καί τήν εὐρύτερη – οἰκουμενική ἐκδοχή του. ‘Ρωμηοσύνη’ εἶναι ἡ Ἑλληνικότητα στήν οἰκουμενική-ὀρθόδοξη ἱστορική ἐνσάρκωσή της.” (Γεώργιος Μεταλληνός, Παρεμβάσεις ιστορικές και θεολογικές, Αθήνα 1998 – τα τονισμένα στοιχεία από εμένα).
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑΣ
Οι παραπάνω απόψεις του Γ. Μεταλληνού, περί του “ελληνοχριστιανισμού ως εκφράζοντος μια μακρά ιστορική πραγματικότητα”, που έχουν διατυπωθεί στην τόσο αποκοιμιστική γλώσσα της προπαγάνδας, είναι φυσικά εντελώς αντιεπιστημονικές (όπως άλλωστε και κάθε άλλη προπαγάνδα). Οι κάτοικοι του λεγόμενου Βυζαντίου δεν ένιωθαν καθόλου ότι συνέχιζαν την “ιστορία του Ελληνισμού”. Αντιθέτως ένιωθαν (το "φρόνημα" που λέει κι ο Μεταλληνός) 100% χριστιανοί, απόγονοι της εκχριστιανισμένης ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας («ρωμαίοι»/ρωμηοί) και διέκειντο εχθρικά προς καθετί το ελληνικό (παρεμπιπτόντως, λόγω της συναίρεσης των «α» κα «ι» η σωστή ορθογραφία της λέξης «ρωμηός» είναι με «η» και όχι με «ι», όπως το γράφουν πολλοί). Άλλωστε τον Μεταλληνό διαψεύδει και ένας κορυφαίος πολιτικοθρησκευτικός ταγός της περιόδου για την οποία (ο Γ. Μεταλληνός) δεν κρύβει τον θαυμασμό του: "Έλλην ων τήι φωνήι, ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι, δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες' αλλ' από της ιδίας μάλιστα θέλω ονομάζεσθαι δόξης. Και ει τις έροιτό με τις ειμί, αποκρινούμαι χριστιανός είναι" (Πατριάρχης “Νέας Ρώμης” Γεώργιος Σχολάριος, ή Γεννάδιος, 1405-1468). Ο Σχολάριος αναπαράγει την στερεότυπη βυζαντινή θέση, δηλαδή ότι αν μιλάει αναγκαστικά την ελληνική (αφού σε αυτήν είναι γραμμένα τα ιερά κείμενα της θρησκείας του, αλλιώς πώς θα διασώζονταν;) αυτό σε καμμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι είναι έλληνας: ο ίδιος δηλώνει βυζαντινότατα, “εθνικότητα” χριστιανική - και καμμία άλλη.
Αλλά και δηλώσεις σαν του Σχολάριου να μην υπήρχαν, υπάρχουν τα πλήρη ύβρεων προς τον ελληνικό πολιτισμό ιερά κείμενα της θρησκείας του Σχολάριου - και του Μεταλληνού - (βλ. Τα υβριστικά κατά των Ελλήνων επίσημα κείμενα της ορθοδοξίας, όσα χρησιμοποιεί και εγκρίνει σήμερα η Εκκλησία της Ελλάδος, εκδόσεις Δαυλός, Αθήνα 2007). Αλλά και οι ιστορικώς διαπιστωμένες καταστροφές των μνημείων του ελληνικού πολιτισμού (αρχιτεκτονικών, καλλιτεχνικών, γραπτών κ.λπ.) σε όλη τη διάρκεια του χριστιανοβυζαντινού μεσαίωνα. Έτσι ο «ελληνοχριστιανός» Γ. Μεταλληνός αναδεικνύεται σε σπάνιο επιζώντα συνεχιστή εκείνης της βυζαντινής παρωδίας ιστοριογραφίας, που λεγόταν «χρονικό».
Όπως εξάλλου το διατυπώνει πιο επιγραμματικά (και απροσχημάτιστα) ένας άλλος μεγάλος θεωρητικός της Ρωμηοσύνης, ο αγιογράφος και συγγραφέας Φώτης Κόντογλου (που πολλοί από εμάς τον διδαχτήκαμε στο σχολείο): “Η Ρωμηοσύνη βγήκε από το Βυζάντιο ή, για να πούμε καλύτερα, το Βυζάντιο στα τελευταία χρόνια του στάθηκε η ίδια η Ρωμηοσύνη.” (δηλαδή στους δύο –Βυζάντιο και Ρωμηοσύνη- τρίτος δεν χωρεί: ποιός ελληνικός πολιτισμός, λοιπόν, και πρασινάλογα...).
Όλος ο κομπλεξισμός και το μίσος των ανέραστων ή σεξουαλικά διεστραμμένων χριστιανών "πατέρων" εναντίον του ελληνικού πολιτισμού (επιστήμης, ποίησης, μυθολογίας, θεάτρου, εικαστικών τεχνών, πολιτικής σκέψης κ.α.), όλες οι υβριστικές και ρατσιστικές αναφορές των "ιερών" λειτουργικών κειμένων της χριστιανικής ψυχασθένειας κατά των ελλήνων ως έθνους και -κυρίως- ως διεθνούς πολιτισμικού προσδιορισμού, όλοι οι εκκλησιαστικοί αφορισμοί της επανάστασης του 1821 εν γένει (και των προγενεστέρων) καθώς και οι αφορισμοί επιμέρους αγωνιστών, όλες οι σχετικές εκκλησιαστικές εγκύκλιοι, συνοδικές επιστολές κλπ. υπεράσπισης του οθωμανικού καθεστώτος και "ιερής" καταδίκης της επανάστασης και των εξεγερμένων. Επίσης, όλες οι σχετικές σημερινές, επισήμως διατυπωμένες -και απαράλλακτες- θέσεις της χριστιανορθοδοξίας.
Για την ιστορία ας επισημάνουμε ότι το, κατά τον Γ. Μεταλληνό, «ἱστορικό μέγεθος, πού ἐγκαθιδρύθηκε στήν ἱστορία, στίς 11 Μαΐου 330 μ.Χ., μέ τά ἐγκαίνια τῆς νέας πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί ὅλης της Εὐρώπης, τῆς Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης», ισοπέδωσε σχεδόν όλα τα αρχιτεκτονικά, καλλιτεχνικά, γραπτά κ.α. μνημεία του ελληνικού πολιτισμού. Στη συνέχεια και κατά τη διάρκεια της «υπερχιλιόχρονης βασιλείας» του, δεν παρήγαγε ποτέ απολύτως τίποτα που να έχει κάποια παγκοσμιότητα, ούτε ένα βιβλίο που να μπορεί να διαβαστεί από πολιτισμένο (ή και απλώς νοήμονα) άνθρωπο, δεν άφησε ούτε ένα θεατρικό έργο, ούτε ένα επιστημονικό σύγγραμμα, ούτε ένα αρχιτεκτονικό μνημείο αντάξιο και του πιο βιαστικά φτιαγμένου ελληνικού (και ειδικά για την περιβόητη "αγιά Σοφιά" βλ. http://davlos.interactivepixels.eu/webfiles/yearspec.php?id=7472&kod=13080&page=8). Τα μόνα «πολιτισμικά» επιτεύγματα (βλ. σαβούρα) που μας κληροδότησε η Νέα Ρώμη («Βυζάντιο») είναι τα καταγέλαστα «χρονικά από κτίσεως κόσμου», οι επίσης καταγέλαστοι βίοι ανύπαρκτων μαρτύρων, τα καταθλιπτικά και αντιαισθητικά μοναστήρια και ναοί της (στην πλειοψηφία τους χτισμένα με υλικό από κατεδαφισθέντα ελληνικά μνημεία), η ελεεινά κακόηχη θρησκευτική «μουσική» της (με τα ολέθρια για την ψυχή και τη διάθεση αποτελέσματα), τα μισελληνικά τροπάρια των ψαλτών της (σε κακοποιημένη ελληνική) και οι πλήρεις κακογουστιάς εκκλησιαστικές τοιχογραφίες της (με την ανύπαρκτη προοπτική, την κατηφή αντίληψη περί χρώματος και τους βλοσυρούς και ανέραστους αγίους της). Αυτό όμως, που κατεξοχήν μας κληροδότησε είναι η (χωρίς εισαγωγικά) καμμένη γη του ελληνικού (προχριστιανικού) πολιτισμού.
Η ίδια η λέξη «έλληνας» ως πολιτισμικός αυτοπροσδιορισμός είχε απαγορευθεί καθ΄όλη τη διάρκεια του χριστιανοβυζαντινού μεσαίωνα και είχε αντικατασταθεί με τον αστείο «ρωμηός». Λόγω της συνωνυμίας, η λέξη «έλληνας» είχε φυσικά απαγορευθεί και ως εθνικός προσδιορισμός και χρησιμοποιείτο μειωτικά και για να στιγματίσει κοινωνικά τον «ειδωλολάτρη» και τον αρνητή της «μόνης αληθινής πίστης» (που όλοι ξέρουμε ποιά είναι). Τον αυτοπροσδιορισμό «έλληνας» τον εισηγήθηκε ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός του 18ου αιώνα. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της ελληνικής εκδοχής του Ευρωπαίκού Διαφωτισμού, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Κωνσταντίνος Κούμας, υπήρξαν σκληροί αντιβυζαντινιστές και αντικληρικαλιστές ενώ και οι περισσότεροι ηγέτες των εξεγερμένων (π.χ. οι Φιλικοί, στους οποίους ανήκαν ο Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσας κ.α.) υπήρξαν μασόνοι (όπως άλλωστε και οι ηγέτες της αμερικανικής, ή της γαλλικής επανάστασης - κάτι σύνηθες εκείνη την εποχή όπου ο Τεκτονισμός ήταν επαναστατική δύναμη) και όχι χριστιανοί και ... «θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου» κατά την έκφραση του Κόντογλου (σχετικά με τη συμβολή του Τεκτονισμού στην επανάσταση βλ. http://argolikivivliothiki.gr/2009/10/07/tectonism/).
Χάρις στην ιδεολογική ζύμωση που προκάλεσε ο Διαφωτισμός, η επανάσταση του 1821 ξεκίνησε ως απότοκος της γαλλικής, δηλαδή ως κοινωνική και πολιτισμική (όπως, δηλαδή, όλες οι επαναστάσεις εκείνης της περιόδου) και όχι ως στενά «εθνικοαπελευθερωτική», όπως διδάσκει η σχολική προπαγάνδα. Μετά την ανέλπιστη στρατιωτική επιτυχία της επανάστασης το 1828 (η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο στην καταστροφή, από τους ευρωπαίους, τού τουρκικού στόλου στο Ναβαρίνο), και επί μερικές δεκαετίες, το διαφωτιστικό και το βυζαντινό πνεύμα συγκρούστηκαν για τη διαμόρφωση της ιδεολογίας του νέου κράτους. Ο μετεπαναστατικός αγώνας υπήρξε άνισος για τον εγχώριο Διαφωτισμό (λόγω του πανίσχυρου εκκλησιαστικού ελέγχου -συνειδησιακού και κρατικού- το μήνυμά του δεν βρήκε μεγάλη απήχηση στον ελλαδικό πληθυσμό) και τελικά ο βυζαντινισμός -και τα ήθη του- επανέκαμψε ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά (βλ. Η χαμένη μάχη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού – πώς παραμείναμε φασκιωμένοι στη βυζαντινή μούμια). Έτσι, αν και η επανάσταση υποκινήθηκε από τους μορφωμένους μεσοαστούς έλληνες της Ευρώπης, απέτυχε πλήρως αφού δεν δημιούργησε μια ευρωπαϊκή (όπως κι αν την εννοεί κάποιος) χώρα, αλλά ένα (νεο)βυζαντινό απολειφάδι (το τελευταίο εναπομείναν στον σύγχρονο κόσμο). Η αποτυχία της επανάστασης και η επανεγκαθίδρυση του βυζαντινισμού έδειξε ότι ο νεοέλληνας δεν είναι ικανός να πραγματοποιήσει κανένα ευρωπαϊκού τύπου κοινωνικό και πολιτισμικό εγχείρημα.
Η νέα κρατική ιδεολογία που μετά το 1850 αυτοπλασαρίστηκε ως «ελληνοχριστιανισμός» είναι μια παρά φύσιν σύζευξη (βλ. τερατογένεση – κάτι σαν το αρχιτεκτονικό έκτρωμα της φωτογραφίας στην αρχή του κειμένου), που σκοπό είχε να προσδώσει μια επίφαση κύρους στον βυζαντινισμό, σε έναν μεταμεσαιωνικό κόσμο, ο οποίος (όπως κι ο προμεσαιωνικός) θεωρούσε τον προχριστιανικό (ελληνικό) πολιτισμό, ως θεμέλιό του.
Στην πραγματικότητα βέβαια ο «ελληνοχριστιανισμός» είναι ο παλιός γνωστός μισελληνικός χριστιανισμός με ένα ψευδεπίχρισμα (βλ. «μόστρα») «ελληνικότητας» για τα μάτια των αδαών. Άλλωστε αυτοί οι ίδιοι οι αδαείς, αν ερωτηθούν ποιά η συνεισφορά που αναλογεί στον ελληνικό πολιτισμό ως συνιστώσα της «εθνικής» ιδεολογίας τους, θα ψελίσουν αμήχανα μερικά αρχαιοελληνικά ονόματα / «σχολικές πιπίλες», για τους κατόχους των οποίων δεν γνωρίζουν απολύτως τίποτε άλλο. Ενώ οι πιο «ψαγμένοι» θα επικαλεστούν εκείνα τα ονόματα που κατά τις εκτιμήσεις τους δικαιώνουν τη θεοκρατική και αυτοκρατορική ιδεολογία της «Νέας Ρώμης»: τους «προ Χριστού αγίους» Σωκράτη και Πλάτωνα και τον ημιβάρβαρο Αλέξανδρο τον Γ’ (τον αποκαλούμενο, από τη χριστιανική ιστοριογραφία, και «μέγα»). Έτσι η αθηναϊκή δημοκρατία θεωρείται «διεφθαρμένη» γιατί καταδίκασε τον θεωρούμενο ως «προ Χριστού άγιο» Σωκράτη -και γιατί το είπε ο συνάγιός του Πλάτων (βλ. Υπήρχε δίωξη ιδεών στην Αρχαία Αθήνα;). Κι αν, παρ' όλα αυτά, η Αθήνα εξακολουθεί να θεωρείται σημαντική πόλη, αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι η πολιτισμική πρωτεύουσα όλων των εποχών, αλλά ... γιατί εκεί μίλησε ο λεγόμενος απόστολος Παύλος. Τέλος ο Αλέξανδρος θεωρείται μέρος του θεϊκού σχεδίου και «δάκτυλος της θείας Πρόνοιας» γιατί «διέδωσε την ελληνική γλώσσα», ώστε να μπορέσει να εξαπλωθεί στον αρχαίο κόσμο ο «Λόγος του Θεού». Έτσι εννοούν τη συνεισφορά του ελληνικού πολιτισμού στην ιδεολογία τους οι οπαδοί του «ελληνοχριστιανισμού».
Ωστόσο, το όνομα «έλληνας» επανήλθε, κυρίως για τις ανάγκες που δημιούργησαν οι διεθνείς σχέσεις του νεοπαγούς ρωμαίικου κρατιδίου, και, εννοείται, έχοντας απωλέσει όλες τις ζωτικές για τον παγκόσμιο πολιτισμό ιστορικές του σημασίες (τις οποίες αποδέχεται –με τον τρόπο, τέλος πάντων, που το κάνει- ο σύγχρονος κόσμος). Στο εσωτερικό όμως της «ελληνοχριστιανικής» επικράτειας συνέχισε να κυριαρχεί ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός «ρωμηός» (δηλαδή μεταξύ μας αποκαλούμαστε με το -αδύνατον να μεταφραστεί σε οποιαδήποτε γλώσσα χωρίς να προκαλέσει γέλιο- «ρωμηοί», ενώ προς τα έξω με το «έλληνες», για να μας καταλαβαίνουν οι αγράμματοι «κουτόφραγκοι»...).
The worldwide famous greek-christian salad
Ο ΣΩΒΙΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΖΟΧΙΣΤΙΚΟΥ «ΙΕΡΟΥ ΠΟΝΟΥ»
Σύμφωνα με τον Φ. Κόντογλου: “Ενώ η αρχαία τέχνη ήτανε βασισμένη απάνω στο μέτρο και στις αναλογίες, η τέχνη των Βυζαντινών δεν γνώριζε τέτοιο μέτρο, γιατί ζητούσε να βρει έκφραση για πράγματα που δεν χωρούνε στα τυπικά μέτρα, όπου περιορίζεται η απόδοση του φυσικού κόσμου, ας είναι κ' η πιο παθητική κ' ενθουσιώδης. Λοιπόν το Βυζάντιο είναι ένα μεγάλο πράγμα. Είναι ο καιρός και ο τόπος που ζούσανε οι άνθρωποι με τον πόθο του υπερφυσικού, της αιωνιότητας. Γι' αυτό έχει αυτή την παράξενη και μυστηριώδη ιδιορρυθμία, που δεν τη θέλουνε οι άνθρωποι που οι πόθοι τους δεν βγαίνουνε έξω από το μέτρο κι από τον ορθό λόγο, δηλαδή που είναι κολλημένοι στην κοινοτοπία των υλικών συγκινήσεων. Οι Βυζαντινοί πιστεύανε στα μυστήρια και στην αλήθεια που αποκάλυψε ο Χριστός, ήγουν στον θαυμαστό κόσμο που βρίσκεται πέρα από ότι πιάνουνε οι αισθήσεις και το μυαλό, ενώ ο αρχαίος σταματούσε ως εκεί. […] ο Πραξιτέλης κι ο Απελλής δεν θα ένοιωθαν μια βυζαντινή εικόνα, γιατί δεν είναι φτιαγμένη απάνω στον υλικό κανόνα […] Ο χριστιανισμός ελέπτυνε τον «διονυσιακόν και απολλώνειον» άνθρωπον, τον έστρεψε προς το βάθος του εαυτού του, του έδωσε «πνευματικόν οφθαλμόν και πνευματικό ούς», για να ερευνά τις αβύσσους του πνεύματος και ν' ακροάζεται τα «θεία απήχηματα» […] Το Βυζάντιο πρωτάνοιξε την «πύλην την κεκλεισμένην» και μπόρεσε κ' είδε ο άνθρωπος εκείνα τα θαυμάσια, που είπε ο Χριστός πως δεν μπορέσανε να τα δούνε οι σοφοί κ' οι συνετοί της αρχαιότητας. […] Η Ρωμηοσύνη βγήκε από το Βυζάντιο ή, για να πούμε καλύτερα, το Βυζάντιο στα τελευταία χρόνια του στάθηκε η ίδια η Ρωμηοσύνη. Ακόμα από τον καιρό του Φωκά (διευκρίνιση δική μου: 912-969) φανερώνουνται καθαρά τα χαρακτηριστικά της, και στα χρόνια των Παλαιολόγων, που ψυχομαχά το βασίλειο, αντρειώνεται η βασανισμένη Ρωμηοσύνη, η καινούργια Ελλάδα. Μεγάλωσε μέσα στην αγωνία η χριστιανική Ελλάδα, γιατί ο πόνος είναι η καινούργια σφραγίδα του Χριστού. Η Ρωμηοσύνη είναι η πονεμένη Ελλάδα. Η αρχαία Ελλάδα μπορεί να ‘τανε δοξασμένη κι αντρειωμένη, αλλά η καινούργια, η χριστιανική, είναι πιο βαθειά, επειδής ο πόνος είναι ένα πράγμα πιο βαθύ κι από τη δόξα κι από τη χαρά κι από κάθε τί. Οι λαοί που ζούνε με πόνο και με πίστη τυπώνουνε πιο βαθιά τον χαραχτήρα τους στο σκληρό βράχο της ζωής, και σφραγίζουνται με μιά σφραγίδα που δεν σβήνει από τις συμφορές κι από τις αβάσταχτες καταδρομές, αλλά γίνεται πιο άσβηστη. Με μιά τέτοια σφραγίδα είναι σφραγισμένη η Ρωμηοσύνη. Τα έθνη που ξαγοράζουνε κάθε ώρα της ζωής τους με αίμα και μ' αγωνία, πλουτίζονται με πνευματικές χάρες που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς κι από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο. Ενώ ο πόνος κατεργάζεται τους λαούς και τους καθαρίζει, όπως καθαρίζεται το χρυσάφι με φωτιά μέσα στο χωνευτήρι. Για τούτο η δυστυχισμένη Ρωμηοσύνη στολίστηκε με κάποια αμάραντα άνθη, που δεν τ' αξιωθήκανε οι μεγάλοι κ' οι τρανοί λαοί της γής.” (Αποσπάσματα από την Πονεμένη Ρωμηοσύνη του Φώτη Κόντογλου, εκδόσεις Αστήρ 1976 – τα τονισμένα στοιχεία από εμένα).
Ο Κόντογλου δεν κρύβει ότι έχει κληρονομήσει τον κομπασμό των χριστιανών «πατέρων» και καλογέρων απέναντι στον ελληνικό πολιτισμό. Η περιγραφή του της Ρωμηοσύνης είναι πολύ πιο κοντά στo αυθεντικό χριστιανικό πνεύμα απ’ όσο οι διάφορες “ελληνοχριστιανικές” φιοριτούρες και κορδελάκια. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι είναι λιγότερο αντιιστορική.
Η πρωτοτυπία στην περί Ρωμηοσύνης άποψη του Κόντογλου δεν βρίσκεται στον σωβινισμό που ζέχνει και στις κορώνες “περιουσιότητας” (αυτά βρίσκονται εξάλλου και σε άλλους εθνικισμούς, όπως ο ιουδαϊκός, ο ιαπωνικός, ο ναζιστικός κ.α.). Η πρωτοτυπία βρίσκεται στον ορισμό της ρωμηοπεριουσιότητας ως «βαθύτερης γνώσης του πόνου». Ο πόνος είναι η «σφραγίδα του Χριστού» στον ρωμηολαό.
Οι άλλοι λαοί, οι «καλοπερασάκηδες», δεν ξέρουν τί θα πει πόνος. Αντιθέτως, η Ρωμηοσύνη (που δεν υπέστη ποτέ ούτε έναν εκπατρισμό, ούτε μια γενοκτονία) έχει περάσει τα πάνδεινα, τα οποία οι άλλοι λαοί δεν μπορούν καν να διανοηθούν, γιατί δεν έχουν λάβει από τον Χριστό το χρίσμα/«σφραγίδα του πόνου». Όπως πληροφορούμαστε, λοιπόν, από τον Φ. Κόντογλου, οι αρχαίοι έλληνες δεν γνώρισαν τί θα πει πόνος, αφού δεν χριστιανώθηκαν μέσα από επανειλημμένα λουτρά αίματος και επαναλαμβανόμενους διωγμούς τριών (τουλάχιστον) αιώνων. Κάποιοι άλλοι που, σύμφωνα με τον Κόντογλου, επίσης δεν γνώρισαν τί θα πει πόνος είναι οι ινδιάνοι που δεν γενοκτονήθηκαν από τους λευκούς, οι εβραίοι που δεν περιπλανήθηκαν ανέστιοι επί δύο χιλιετίες, οι ουαλλοί που δεν έχασαν τη γλώσσα τους λόγω της αγγλικής κατάκτησης, οι αφρικάνοι που δεν πουλιόντουσαν σκλάβοι επί τρεις αιώνες, οι σημερινοί λαοί/θύματα της αποικιοκρατίας που δεν λιμοκτονούν κατά δεκάδες χιλιάδες ανά ημέρα, ούτε έχουν 70% παιδική θνησιμότητα. Αλλά και οι λαοί που έχουν «καλοπεράσει» είναι «αναίσθητοι» και «παχύδερμα» και δεν έχουν να παρουσιάσουν πνευματικούς θησαυρούς: οι αρχαίοι έλληνες δεν ίδρυσαν τον Δυτικό Πολιτισμό (π.χ. επιστημονική σκέψη, Ανθρωπισμός κ.λπ.), οι γάλλοι δεν έκαναν ποτέ τη γαλλική επανάσταση και δεν συνέταξαν ποτέ «Τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη», οι άγγλοι δεν ξεκίνησαν ποτέ τον Διαφωτισμό, οι γερμανοί δεν θεμελίωσαν τη σύγχρονη φιλοσοφία, οι αμερικάνοι δεν προσέφεραν την επιδραστικότερη λογοτεχνία και μουσική των τελευταίων εκατό ετών, οι ιταλοί δεν ξεκίνησαν ποτέ την Αναγέννηση και δεν δημιούργησαν ποτέ τον μοναδικό κινηματογράφο τους.
Οι αναμενόμενες «λογικές» απολήξεις των παραπάνω (που τις διαπιστώνει κάποιος καθημερινά στην -επιπέδου καφενείου- «ιστορικογεωπολιτική» σκέψη του ρωμηού) είναι ότι όλοι οι «κακοί ξένοι» φθονούν τον ρωμηολαό, που έχει το «θεϊκό χρίσμα/σφραγίδα», που είναι ο «εκλεκτός του Θεού» κ.λπ. Οι «κουτόφραγκοι» ζηλεύουν τον ρωμηό, γιατί λόγω της «βαθύτερής» του γνώσης τού «πόνου» ξέρει να εκτιμήσει καλύτερα και τις χαρές της ζωής: ο ρωμηός «παραμένει γελαστός όσο κι αν μέσα του πονάει», σε αντίθεση με τους «ψυχρούς» και «κρυόκωλους» πολιτισμένους. Ο ρωμηός εξαιτίας τού ότι έχει σημαδευτεί («σφραγιστεί») από τον «πόνο», «ξέρει να ζήσει», να «γλεντήσει», να «υποφέρει», κατέχει το «νόημα της ζωής», «αντέχει» γενικώς, είναι «ξύπνιος» και «μάγκας» (και -γιατί όχι;- «την έχει πιο μεγάλη», γαμάει ασύλληπτα πιο πολύ και μπορεί, αν θέλει, να τους «ξεσκίσει» όλους) κ.λπ. Για όλους αυτούς τους λόγους (συν ... το ωραίο κλίμα και τη φυσική ομορφιά της χώρας), όλη η υπόλοιπη ανθρωπότητα των «καλοπερασάκηδων» που «δεν ξέρουν να ζήσουν», ήθελε ανέκαθεν να βλάψει τη Ρωμηοσύνη. Ακόμα και η, από χρόνια αναμενόμενη, χρεωκοπία και η ελεεινή σημερινή κατάσταση του ελληνόφωνου κρατιδίου αποδόθηκε (με την πλέον χαρακτηριστική ρωμηοανευθυνότητα) στη «διεθνή οικονομική κρίση» (από τους δεξιούς) ή στους «κακούς» και «αποικιοκράτες» γερμανούς (από τους αριστερούς). Δηλαδή, μια ολάκερη ανθρωπότητα δεν είχε ποτέ με τίποτα σημαντικότερο να ασχοληθεί, από το πώς θα βλάψει αυτόν τον παντελώς ασήμαντο και αυτιστικό μεσαιωνικό λαό, που νομίζει ότι αποτελεί τον άξονα περιστροφής του Σύμπαντος (και ίσως και των παράλληλων Συμπάντων). Και που αν υποθέσουμε ότι ένα γιγαντιαίο αόρατο χέρι τον εξαφάνιζε ξαφνικά από τον πλανήτη, κανείς δεν θα αντιλαμβανόταν την απουσία του.
Η ιστορία πρέπει, λοιπόν, κατά τον Κόντογλου, να ξαναγραφτεί ώστε να εκπληρούνται οι προδιαγραφές της ρωμαίικης ιστορικομεταφυσικής αρλουμπολογίας.
ΟΙ ΧΑΡΑΚΙΕΣ ΤΗΣ «ΣΦΡΑΓΙΔΑΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΠΟΝΟΥ» ΣΤΟΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΨΥΧΙΣΜΟ
Όλη αυτή η «περιουσιότητα του πόνου» θα ήταν απλώς μια γραφικότητα, αν δεν είχε παγιδεύσει έναν ολόκληρο λαό στην πολιτισμική υπανάπτυξη και την πνευματική νηπιότητα. Γιατί όταν ο πόνος γίνεται σημαία και κραδαίνεται ως σημείο υπεροχής έναντι των άλλων, γεννάει τις εξής παρενέργειες: την μοιρολατρεία, τον κομπλεξισμό, την ηθικολογία και το μελόδραμα. Ο εκ πεποιθήσεως υποφέρων (αυτός που έχει αναγάγει τον «πόνο» σε ιδεολογία του και σε σημείο «ιστορικομεταφυσικής» υπεροχής του) κατά βάθος φθονεί (αν δεν μισεί κιόλας) αυτούς που δεν πονούν, που χαίρονται τη ζωή, που έχουν τις ευκαιρίες, που εξελίσσονται, που προχωρούν, που δημιουργούν, που τρώει τη σκόνη τους, που τους βλέπει με τα κυάλια.
Τις παραπάνω «αρετές» τις συγκεντρώνει ο πραγματικός εθνικός ήρωας της Ρωμηοσύνης, ο γνωστός μας Καραγκιόζης: κομπλεξικός (=άχρηστος που προσπαθεί να παρακάμπτει με τρικλοποδιές τους καλύτερούς του, κουτοπόνηρος, βολεψοκωλάκιας, αλαζονικός, εξυπνάκιας, πότε κουραδόμαγκας και πότε δουλοπρεπής, συμφεροντολόγος, ανεύθυνος, ύπουλος), ηθικολόγος (επικαλείται την «ηθική» μόνο όταν θεωρεί ότι αδικείται, αλλά την «ξεχνάει» όταν εξαπατά τη γειτονιά, ή απλώς όσους περνούν έξω από το σπίτι του), μοιρολάτρης και κακομοίρης (όταν κλαίει τη μοίρα του και καταριέται την τύχη του, γιατί δεν απέδωσαν οι κουτοπονηριές του), μελοδραματικός (=κλαψομούνης από χαρακτήρα, ή για να προκαλέσει τη λύπη όσων δεν μπορεί να τα βάλει μαζί τους), υποκριτής, διπρόσωπος, χαμερπής (=σκουλήκι), μίζερος, χαιρέκακος κ.λπ. Επίσης γενεαλογικός διαιωνιστής του πόνου, όταν κακοποιεί (δέρνει, ειρωνεύεται κ.λπ.) τα παραμελημένα παιδιά του. Οι υπόλοιποι καραγκιοζοήρωες απλά συμπληρώνουν τις δευτερεύουσες πλευρές της εικόνας αυτού του συλλογικού εθνικού χαρακτήρα.
Τις αρετές του «πονεμένου» Καραγκιόζη, ο ρωμηός τις διδάσκεται από την παιδική του ηλικία δια του γέλιου: όχι μόνο μαθαίνει να μην αποδοκιμάζει τα καμώματα του Καραγκιόζη, αλλά αντιθέτως γελάει με αυτά (δηλαδή με αυτούς που ο Καραγκιόζης εξαπατά) και ενδόμυχα θαυμάζει τη «μαγκιά» του. Και αν μεγαλώνοντας δεν την επιδοκιμάζει δημόσια, ωστόσο την υιοθετεί και την αναπαράγει όπου και όποτε μπορεί (βλ. μουλωχτός).
Ο άχρηστος, αλλά θρασύτατος και εξυπνάκιας ρωμηός καθώς πάει (συνοδευόμενος από το "μέσον" του) να διοριστεί στο Δημόσιο (από την παράσταση "Ο Καραγκιόζης γραμματικός")
Το καραγκιοζογενές συλλογικό μαζοχιστικό ρωμηο-υπόβαθρο αναδεικνύεται κατεξοχήν αυτή την περίοδο της παραπλανητικά αποκαλούμενης (στην νεοελληνική περίπτωση) «οικονομικής κρίσης»: εκεί που οποιοσδήποτε άλλος δυτικός λαός θα είχε βάλει κάποια (τουλάχιστον) πράγματα στη θέση τους κάνοντας (άλλη) μια εξέγερση (από τις τόσες που έχει κάνει) και λυντσάροντας κάμποσες δεκάδες χιλιάδες παράσιτα της κοινωνίας ( βλ. «λαμόγια»), ο ρωμηός υποφέρει καρτερικά και με «μεγαλείο ψυχής» και περιμένει την (εν είδει Πάσχα) «Ανάσταση» της εθνικής οικονομίας, της «πατρίδας» κ.λπ. Τέτοιου είδους δυτικά κοινωνικά εγχειρήματα παραμένουν εντελώς εκτός τού ρωμηοφαντασιακού (άλλωστε γι’ αυτό απέτυχε και η μισο-επανάσταση του 1821, που κι αυτή δεν θα είχε ξεκινήσει αν δεν υπήρχαν οι μορφωμένοι μεσοαστοί έλληνες του εξωτερικού για να την υποκινήσουν και οι ευρωπαϊκοί στόλοι για να την ολοκληρώσουν στρατιωτικά: μετεπαναστατικά, μόλις δηλαδή οι ανίκανοι ρωμηοί αφέθηκαν μόνοι τους χωρίς εξωτερική βοήθεια, τα σκάτωσαν όπως πάντα). Ο κουραδόμαγκας ρωμηός, το «ασυγκράτητο αρσενικό», που «ξέρει να ζήσει γιατί ξέρει να πονάει», δεν πτοείται αν μένει μακροχρόνια άνεργος, ή άστεγος, αν του πηδάνε τα παιδιά του κ.λπ. Δεν θα ξεκινήσει κοινωνικό πόλεμο, δεν θα «καταντήσει» «αναρχικός μπαχαλάκιας» ή «κλέφτης», όσο κι αν πεινάσει. Προτιμάει να πεθάνει «αξιοπρεπώς» σαν σκυλί στο πεζοδρόμιο, ή να περιμένει σαν ζητιάνος την ελεημοσύνη με τη χούφτα ανοιχτή.
ΤΑ «ΑΜΑΡΑΝΤΑ ΑΝΘΗ» ΤΗΣ «ΠΟΝΕΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ» (όπως καταλήγουν στις πίστες των σκυλάδικων αφού ευλογηθούν από τους «ποιητές» της)
Εκτός από τον συλλογικό ρωμηοψυχισμό, η «εκ Χριστού σφραγίδα του πόνου» έχει μαρκάρει σαν πυρωμένο σίδερο (όπως δηλαδή μαρκάρουν τα γελάδια) κάθε πτυχή του ρωμηοπολιτισμού, δηλαδή την εξής μία: την καλλιτεχνική (μια και όπως καυχάται ο Κόντογλου, η Ρωμηοσύνη δεν μπορεί να παράγει τεχνολογία, επιστήμη και άλλα σχετιζόμενα με την «ποταπή ύλη» αγαθά, σαν κι αυτά που παράγουν οι «καλοπερασάκηδες» λαοί, αλλά μόνο «εξευγενισμένα» προϊόντα και «πνευματικούς θησαυρούς» - για εσωτερική, φυσικά, κατανάλωση...). Ο ρωμηός θεωρεί ότι έχει βρει έναν «βαθύτερο» τρόπο να πονάει, τόσο που τού είναι σχεδόν αδύνατον να κάνει ο,τιδήποτε χωρίς να πληρώνει έναν «φόρο πόνου». Ο «πόνος» έχει σημαδέψει για καλά τη ζωή του (εθνική, κοινωνική, επαγγελματική, ερωτική –κυρίως αυτή...- κ.λπ.). Την ίδια την ύπαρξή του, ατομική και «εθνοϊστορική» την αντιλαμβάνεται σαν μια πορεία στην οποία έχει επωμιστεί έναν «σταυρό μαρτυρίου».
Έτσι στον πραγματικό εθνικό ποιητή της Ρωμηοσύνης, τον Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος έχει συγγράψει τον πραγματικό εθνικό ύμνο της (βλ. το μακροσκελές ποίημά του με τίτλο «Ρωμηοσύνη»), ανιχνεύονται λίγο-πολύ όλες οι πολιτισμικές και ψυχολογικές ρωμηοπροδιαγραφές, όπως τις διατυπώνει ο Κόντογλου:
«Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο».
Γιατί ειδικά αυτά τα δέντρα, αυτές οι πέτρες, αυτές οι καρδιές, αυτά τα πρόσωπα; Τί αποκλειστικά και ... πατενταρισμένα προσόντα διαθέτουν, που δεν τα έχουν άλλοι και άλλα αλλού; Αυτός ο στόμφος και αυτή η έξη προς το πομπώδες είναι χαρακτηριστικά του ρωμαίικου φθηνομελοδραματισμού (και κενότητας).
«Ἐτοῦτο τὸ
τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,σφίγγει στὸν
κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια, σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές
του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του, σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς. […] Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι
μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους. […] ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ κ᾿ ἔχουνε
τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους […] ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ
τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα. […] Τόσα χρόνια ὅλοι
πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται πολιορκημένοι ἀπὸ
στεριὰ καὶ θάλασσα […] Τo ψωμὶ
σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν, γεμίζουν τώρα τὰ
κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους. […] Τόσα
χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ
στεριὰ καὶ θάλασσα ὅλοι
πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ
κανένας δὲν πέθανε – πάνου στὰ
καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους, μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη
φωτιὰ κατακόκκινη καὶ κάθε
αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ
χέρια τους γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα. […] Ἡ Παναγία πλαγιάζει στὶς
μυρτιὲς μὲ τὴ φαρδειά της φοῦστα
λεκιασμένη ἀπ᾿ τὰ σταφύλια. Στὸ δρόμο κλαίει ἕνα παιδὶ καὶ τοῦ ἀποκρίνεται ἀπ᾿ τὸν κάμπο ἡ προβατίνα ποὔχει χάσει τὰ παιδιά της. […] στ᾿ Ἁλώνια
τὰ ἴδια ἀντάμωσαν τὸ Διγενῆ καὶ στρώθηκαν στὸ δεῖπνο κόβοντας τὸν καημὸ στὰ δυὸ ἔτσι ποὺ κόβανε στὸ γόνατο τὸ κριθαρένιο τους καρβέλι. […] Δῶ πέρα
ἡ κάθε πόρτα ἔχει πελεκημένο ἕνα ὄνομα
κάπου ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες τόσα χρόνια κάθε λιθάρι ἔχει
ζωγραφισμένον ἕναν ἅγιο μ᾿ ἄγρια μάτια καὶ μαλλιὰ σκοινένια (σχόλιο γράφοντος: ο «ελληνοχριστιανισμός» που λέγαμε…) […] καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν πέντε-ἕξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στὴν
καρδιά τους […] Σώπα, ὅπου νἄναι θὰ σημάνουν οἱ καμπάνες. […] βγάλανε τὶς
μπαλάσκες τους καὶ λογαριᾶζαν πόσος μόχτος χώρεσε στὸ
μονοπάτι τῆς νύχτας πόση πίκρα στὸν κόμπο τῆς ἀγριομολόχας […] μεθαύριο θ᾿ ἀσβεστώσουμε
τὰ σπίτια μας καὶ τὸ πεζοῦλι τῆς Ἁγιὰ-Σωτῆρας […] Ποῦ λάδι
τώρα πιὰ γιὰ τὸ καντῆλι τῆς Ἁγιὰ-Βαρβάρας; (σχόλιο γράφοντος: αυτό μας μάρανε…)[…]Δὲν ἔχει πιὰ καθόλου τόπο γιὰ ἄλλους
νεκρούς. […] καὶ κεῖ ψηλὰ πίσω ἀπὸ τὸ πευκόδασο στεγνώνει τὸ
ξωκκλήσι τοῦ Ἅη-Γιαννιοῦ τοῦ Νηστευτῆ σὰν ἄσπρη
κουτσουλιὰ τοῦ σπουργιτιοῦ σ᾿ ἕνα πλατὺ φύλλο μουριᾶς ποὺ τὴν ξεραίνει ἡ κάψα. […] μὲ τὴν
πικρὴ καλογνωμιὰ τοῦ ξενητεμένου ὅταν γυρνάει στὸ πατρικό του […] ὁ δρόμος ὁ πιὸ μακρινὸς εἶναι ὁ πιὸ κοντινὸς στὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ. […]
(οι τονισμοί δικοί μου)
κλπ. κλπ.
Κανείς πραγματικός ποιητής δεν θα αντιλαμβανόταν εθνοκεντρικά τον πόνο, όπως κάνει ο Ρίτσος. Κανείς πραγματικός ποιητής, επώνυμος, ή δημώδης, από τους τόσους που έχουν αναδείξει η Ιταλία, η Γερμανία, η Αγγλία, η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Ινδία, η Κίνα, ή τα έθνη των Τσεγιέν και των Μαορί δεν θα χρησιμοποιούσε λέξεις και εκφράσεις της ετοιματζίδικης συναισθηματικής φόρτισης («καημός», «πίκρα». «παράπονο» κ.λπ.) για να εκβιάσει συναίσθημα (και ειδικά λύπη). Αντίθετα, ένας γνήσιος ποιητής, ένας αρχαίος έλληνας λυρικός, ένας Καρυωτάκης, ένας Καβάφης, ένας οποιοσδήποτε ανώνυμος δημώδης τραγουδοποιός, ένας μαύρος μπλουζίστας, θα αναγνώριζε στον ακροατή του το δικαίωμα να νιώσει ή να μην νιώσει κάτι, και θα τα εναπέθετε όλα στη δύναμη των εικόνων του (και μόνον). Η «Ρωμηοσύνη» τού -«εθνικού ποιητή» της- Ρίτσου, είναι μια μελοδραματική παράκρουση, μια συναισθηματική επαιτεία, χωρίς αρχή μέση και τέλος και χωρίς το παραμικρό μήνυμα.
(οι τονισμοί δικοί μου)
κλπ. κλπ.
Κανείς πραγματικός ποιητής δεν θα αντιλαμβανόταν εθνοκεντρικά τον πόνο, όπως κάνει ο Ρίτσος. Κανείς πραγματικός ποιητής, επώνυμος, ή δημώδης, από τους τόσους που έχουν αναδείξει η Ιταλία, η Γερμανία, η Αγγλία, η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Ινδία, η Κίνα, ή τα έθνη των Τσεγιέν και των Μαορί δεν θα χρησιμοποιούσε λέξεις και εκφράσεις της ετοιματζίδικης συναισθηματικής φόρτισης («καημός», «πίκρα». «παράπονο» κ.λπ.) για να εκβιάσει συναίσθημα (και ειδικά λύπη). Αντίθετα, ένας γνήσιος ποιητής, ένας αρχαίος έλληνας λυρικός, ένας Καρυωτάκης, ένας Καβάφης, ένας οποιοσδήποτε ανώνυμος δημώδης τραγουδοποιός, ένας μαύρος μπλουζίστας, θα αναγνώριζε στον ακροατή του το δικαίωμα να νιώσει ή να μην νιώσει κάτι, και θα τα εναπέθετε όλα στη δύναμη των εικόνων του (και μόνον). Η «Ρωμηοσύνη» τού -«εθνικού ποιητή» της- Ρίτσου, είναι μια μελοδραματική παράκρουση, μια συναισθηματική επαιτεία, χωρίς αρχή μέση και τέλος και χωρίς το παραμικρό μήνυμα.
Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη (γήπεδο ΑΕΚ 1966, παρουσίαση από την ηθοποιό Ελένη Ροδά: "Σήμερα περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά είναι ανάγκη να πιαστούμε σφιχτά χέρι με χέρι έλληνες καλλιτέχνες και λαός, για να υπερασπιστούμε την ελληνική λαϊκή κουλτούρα. Σκοτεινές δυνάμεις πνίγουν το ελληνικό τραγούδι στο Ε.Ι.Ρ. Οι ίδιες δυνάμεις προσπαθούν να επιβάλλουν ιδιαίτερα μέσα στη νεολαία μας τα βάρβαρα ήθη των γιεγιέδων. Η απάντησίς μας πρέπει να είναι δημιουργική, επιβλητική, χωρίς ανάσα έως τον θρίαμβο της ελληνικής μουσικής, γνήσιου φορέα του ελληνικού ήθους. Η απάντησίς μας κλείνεται και θα κλείνεται μέσα σε μια μόνο λέξη: Ρωμιοσύνη")
Όλη η δυτικοφοβία, ο ρατσισμός, ο
σωβινισμός, η σεμνοτυφία, η ηθικολογία, η υποκρισία και ο πολιτισμικός κομπλεξισμός τής
διαρκώς φαντασιούμενης ως απειλημένης (β)ρωμηοσύνης περιέχονται στο παραπάνω μαργαριτάρι. Απορία:
εν έτει 1966, το καταγγελόμενο ως κατεχόμενο από ... σκοτεινές δυνάμεις, Εθνικό
Ίδρυμα Ραδιοφωνίας έπαιζε τόσο συχνά μουσική για "γιεγιέδες"; Έπαιζε
δηλαδή Beatles, Rolling Stones, Animals, Cream, Kinks, Zombies, Buffalo
Springfield, Who, Mamas And Papas, Music Machine, Lovin' Spoonful;;;!!!
Οι παραπάνω αντιδυτικές
ρωμηοσυνιές επαναλήφθηκαν μέχρι κεραίας, λίγους μόλις μήνες αργότερα από
τους χουντικούς συνταγματάρχες και αποτέλεσαν τις κατευθυντήριες γραμμές
της χουντικής "εκπαιδευτικής" και αστυνομικής στάσης προς τη νεολαία. Η Ρωμηοσύνη ενώνει όλους τους ρωμηούς: δεξιούς, αριστερούς, "φασίστες" και "δημοκράτες", ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές βιτρίνες τους.
Φυσικά οι παραπάνω εκδηλώσεις συλλογικής (βλ. εθνικής) συναισθηματικής καθυστέρησης δεν περιορίζονται στην «ποίηση» της Ρωμηοσύνης αλλά επεκτείνονται και στις μουσικές της «επιδόσεις». Η (ξεχειλωμένη) χρήση εξεζητημένων λέξεων ή εκφράσεων/κλισέ δεν απαντάται μόνο στους θεωρούμενους ως ποιητικούς ογκόλιθους της Ρωμηοσύνης, όπως ο Ρίτσος, αλλά κατεβαίνει και πιο χαμηλά (ή μήπως είναι το αντίστροφο που συμβαίνει;). Έτσι, γνωστές εθνικές μοιρολογίστρες σαν τον Γρηγόρη Μπιθικώτση (π.χ. «Άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη / μας αδίκησες / ούτε μια στιγμή δεν ήρθες να μας διώξεις το δάκρυ / μας κυνήγησες / το κρίμα μας βαρύ / μας γέννησες φτωχούς με την καρδιά πικρή / γεμάτη στεναγμούς / Άπονη ζωή / δεν θέλαμε παλάτια κι αστέρια να μας χάριζες / μια μπουκιά ψωμί για μας τα ορφανά περιστέρια / ας χαλάλιζες / μας έδειρε ο βοριάς μας ήπιε η βροχή / το αίμα της καρδιάς / γιατί είμαστε φτωχοί» κλπ.), ή τον Στέλιο Καζαντζίδη (διαλέξτε όποιο τραγούδι του νομίζετε) μετέφεραν και εξέφρασαν τη φαιδρή αυτοεικόνα «πονεμένου μεγαλείου» της Ρωμηοσύνης τόσο στο αποκαλούμενο «έντεχνο», όσο και στο θεωρούμενο ως λαϊκό τραγούδι (ακατανόητη διάκριση που γίνεται μόνο στην Ελλάδα). Η αντίληψη της ζωής κατεξοχήν με όρους «πόνου» («άπονη», ή ... «συμπονετική») αποδεικνύει την ανωριμότητα και την ανικανότητα του ψυχικά υπανάπτυκτου ρωμηολαού να υπερβεί τον εθνικό του ήρωα, τον Καραγκιόζη.
Πηγαίνοντας ακόμα πιο χαμηλά, ο ίδιος ακριβώς «καημός», «πίκρα», «προδοσία»,«παράπονο» κλπ. κυριαρχεί στη θεματολογία της εγχώριας τριτοκοσμικής «σκυλάδικης» υποκουλτούρας (ή μήπως τελικά δεν πρόκειται περί «υπο-», αλλά περί mainstream κουλτούρας;). Εδώ η έκφραση του «πονεμένου μεγαλείου» της Ρωμηοσύνης εξειδικεύεται ... στα του έρωτα, αλλά δεν λείπουν και οι «εμβριθείς» κοινωνικές αναφορές στην «κακία του κόσμου», στην «αδικία» της «άτιμης κοινωνίας», στο «εργατικό» και «καλό παιδί» που το «πρόδωσε» η «αχάριστη» γκόμενα (η γυναίκα, τόσο από τον χριστιανισμό, όσο, βέβαια, κι απ’ τη Ρωμηοσύνη θεωρείται εκ φύσεως, συναισθηματικά άστατη, προδοτική) κ.λπ.
Ακόμα και κάποιοι από τους θεωρούμενους ως σπουδαίους εγχώριους ροκάδες δεν κατάφεραν να απεγκλωβιστούν από τις ψυχοπαγίδες της Ρωμηοσύνης. Έτσι ο γνωστός Παύλος Σιδηρόπουλος, με μία «στιχουργία» βουτηγμένη μέχρι τον λαιμό στα ρωμηοκλισέ, εξυμνεί (στο γνωστό σουξεδάκι «Το ’69 με κάποιον φίλο) την παρακμιακότητα, την αμαχητί ήττα, την κακομοιριά και την αυτολύπηση (μάλιστα ο ίδιος βαυκαλιζόταν να πιστεύει ότι το είχε γράψει επηρεασμένος ... από τον Ελύτη). Έτσι αποδεικνύει ότι δεν είχε αντιληφθεί τη μουσική που –νόμιζε ότι- υπηρετούσε, ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή 100% δυτική. Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, σε ένα άλλο «ροκ» καψουροσουξεδάκι («Στην Κ.») αναπαράγει κατά γράμμα τη σκυλάδικη περί έρωτος ρωμηοαντίληψη, παρομοιάζοντας τον εαυτό του με γνωστό εβραίο μεσσία (αυτόν δηλαδή που έχει χρίσει με «σφραγίδα πόνου» τη Ρωμηοσύνη...), που προδόθηκε για «τριάκοντα αργύρια» από μια γυναίκα και εκτοξεύοντας δυσοίωνες προβλέψεις (σχεδόν κατάρες) για τον θηλυκό «Ιούδα» (βλ. Προσκυνητές ιερών αγελάδων).
Μόνο το δημώδες τραγούδι ξέφυγε από τη μαγαρισμένη πολιτισμική σφραγίδα της Ρωμηοσύνης, ίσως γιατί αναπτύχθηκε κυρίως σε περιοχές απομακρυσμένες από την κεντρική τουρκοβυζαντινή εξουσία. Kαι μια παρατήρηση: το ελληνικό δημώδες τραγούδι σταμάτησε να εξελίσσεται και, ουσιαστικά, να υπάρχει, όχι, όπως λανθασμένα πιστεύεται, λόγω της αστικοποίησης της νεοελληνικής κοινωνίας, ή της εισαγωγής "ξενόφερτων" μουσικών ιδιωμάτων, αλλά με την επιβολή του "ελληνοχριστιανικού" νεοβυζαντινισμού ως κυρίαρχης "εθνικής" ιδεολογίας. Μάλιστα όταν οι υπηρεσίες "πολιτισμού" της Ρωμηοσύνης (υπουργεία "παιδείας", "πολιτισμού" κ.λπ.) "αγκάλιασαν" το δημοτικό τραγούδι δήθεν για να το "διασώσουν", το λογόκριναν, αλλοίωσαν τούς ρυθμούς και τα μέτρα του, το "αποστείρωσαν" από την αμεσότητα και τον αυθορμητισμό του και, κυριολεκτικά, το στραγγάλισαν. Αντίθετα στις απομεσαιωνοποιημένες δυτικές χώρες, το δημώδες (αγγλιστί: folk) τραγούδι εξακολουθεί να έχει εντονότατη πολιτισμική παρουσία, ακόμα και στα κέντρα των μεγαλουπόλεων (και μάλιστα δίπλα στα πιο μοντέρνα μουσικά ιδιώματα, όπως, ας πούμε, η electronica). Μάλιστα στις απομεσαιωνοποιημένες δυτικές κοινωνίες, η δημώδης (folk) μουσική παραμένει τόσο ζωντανή και γόνιμη, ώστε είχε την καθοριστική συνεισφορά της στη δημιουργία σύγχρονων -και τεράστιας πολιτισμικής σημασίας- μουσικών ιδιωμάτων, όπως η ροκ. Σε πλήρη αντίθεση με όλους τους μουσικούς του δυτικού κόσμου (από τον Μότσαρτ και τον Βέρντι μέχρι τον Έλβις Πρίσλεϋ και τους Beatles), οι φερόμενοι ως "μεγάλοι συνθέτες" της Ρωμηοσύνης, ("βαμμένοι" ρωμηοί, όπως οι διάφοροι Θεοδωράκηδες, Μαρκόπουλοι κ.λπ.), αγνόησαν και περιφρόνησαν επιδεικτικά την εγχώρια δημώδη μουσική έκφραση και σαν ευσεβείς χριστιανοί αναζήτησαν τη ρίζα τους στη λεγόμενη βυζαντινή "μουσική" και τα μέτρα της.
Ο γράφων γνωρίζει βέβαια ότι προσβάλλει διάφορες «ιερές αγελάδες» της Ρωμηοσύνης. Αλλά η επίκληση του «πονεμένου μεγαλείου της Ρωμηοσύνης» από τον Ρίτσο ή οποιονδήποτε άλλον καλλιτεχνικό ταγό της, δεν μοιάζει, παρά με τα παρακάλια ενός επαγγελματία ζητιάνου, που πιστεύει αλαζονικά ότι οι περαστικοί πρέπει να υποκλιθούν μπροστά στην «μαρτυρική» (ψευτο)μοίρα του. Αν προσπαθήσεις να τον βγάλεις από εκεί, θα νιώσει ότι απειλείται η ίδια η πεμπτουσία της ύπαρξής του. Ας του ρίξουμε λοιπόν κάνα δίφραγκο κι ας μην τον κοιτάξουμε με δυσπιστία, γιατί μπορεί να βγάλει κάνα μαχαίρι...
Ο ΕΛΛΗΝΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΪΝ ΩΣ «ΠΟΛΥΣΥΝΤΑΓΗ» ΚΑΙ ΓΙΑ ΑΛΛΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΙΕΣ
Η «ελληνοχριστιανική» επινόηση έχει δρομολογήσει το συλλογικό ρωμηοφαντασιακό με τρόπο που να επινοεί διαρκώς παρόμοιες διεστραμμένες συνθέσεις, στις οποίες το ένα συνθετικό είναι πάντα ... η ίδια η Ρωμηοσύνη. Έτσι τα εισαγόμενα πνευματικά προϊόντα (των «καλοπερασμένων λαών» που δεν μπορούν κατά τον Κόντογλου να παράγουν «πνευματικούς θησαυρούς», δηλαδή όλα ανεξαιρέτως τα πνευματικά προίόντα που χρησιμοποιεί ο ρωμηός), κακοποιούνται κατά την είσοδό τους στη χώρα. Αυτό συμβαίνει γιατί υποχρεώνονται να «διασταυρωθούν» (να «παντρευτούν» κατά την προσφιλή ρωμηοέκφραση) με τη Ρωμηοσύνη. Μάλιστα η επανεπινόηση (μόλις μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο) της Ρωμηοσύνης ως δήθεν πολιτισμικού «σταυροδρομιού» μεταξύ Ανατολής και Δύσης, καθαγιάζει αυτούς τους «γάμους»/βιασμούς. Στην πραγματικότητα βέβαια η Ρωμηοσύνη ήταν και παραμένει ακραιφνής και υπανάπτυκτη ανατολίτισσα και τα περί «σταυροδρομιών» είναι προπέτασμα καπνού για να μπορεί να παραμένει τέτοια, παίζοντας όμως, κατά το κοινώς λεγόμενο, «σε δύο ταμπλώ» (δηλαδή κουτοπόνηρα, σαν τον εθνικό της ήρωα, τον Καραγκιόζη).
Ένα παράδειγμα κακοποιημένου πνευματικού προϊόντος επειδή υποχρεώθηκε σε «γάμο» με τη Ρωμηοσύνη είναι και ο μαρξισμός, όπως προσελήφθη εγχωρίως. Μάλιστα ο γνωστός και καθολικής αποδοχής από τη ρωμηοαριστερά (και από το Κ.Κ.Ε., που τον "αποκατέστησε" πριν λίγα χρόνια), Άρης Βελουχιώτης, στον γνωστό του «Λόγο της Λαμίας» διεκδικεί για τον μαρξισμό τις δάφνες του πλέον αυθεντικού ιδεολογικού εκφραστή της Ρωμηοσύνης: “Λένε, ότι ο κομμουνισμός χαλνά τις εκκλησίες και γδέρνει τους παπάδες. Τόσο χαζοί είναι λοιπόν οι κομμουνιστές, να χαλάσουν τις εκκλησίες, που δεν τους εμποδίζουν σε τίποτα; Μα γιατί; Εμείς βλέπουμε, ότι χιλιάδες παπάδες βρίσκονται τώρα στην πρωτοπορία του κινήματός μας και η συμβολή του κλήρου, που στάθηκε στο πλευρό μας, υπήρξε ανεκτίμητη [...] Και εδώ, λοιπόν, βλέπουμε φανερά, ότι αυτοί που μας κατηγορούν πως θέμε να διαλύσουμε την οικογένεια, δεν είναι άλλοι, παρά αυτοί οι ίδιοι, που την διαλύουν στην πραγματικότητα, ενώ εμείς επιδιώκουμε το στερέωμά της [...] Μας κατηγορούν, ότι θέμε να καταργήσουμε τα σύνορα και να διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς το φτιάχνουμε σήμερα, γιατί δεν υπήρξε, μιά και που οι ίδιοι το είχανε διαλύσει. Ποιός είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει νάβρει κέρδη σ’ όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι’ αυτό δεν νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους”. ( Άρης Βελουχιώτης «Ο λόγος της Λαμίας», σελ. 23-26).
Στον γνωστό Λόγο της Λαμίας ο γραφικός ημιηλίθιος σταλινικός Άρης Βελουχιώτης διατυπώνει τα θεμελιακά δόγματα του αριστερόστροφου ρωμαίικου σωβινισμού, ως πιστού αντικαθρεπτίσματος της δεξιόστροφης εθνικοφροσύνης (με την οποία υποτίθεται ότι συγκρούεται). Όπως εκεί, έτσι και εδώ, σε κεντρικής σημασίας αναδεικνύεται το σωβινιστικό ρωμηοτρίπτυχο Θρησκεία-Πατρίδα-Οικογένεια. Έτσι ο Βελουχιώτης αρέσκεται να περνιέται ως πιο "νοικοκύρης" από τους δεξιούς νοικοκυραίους όταν λέει ότι οι σταλινικοί "φτιάχνουν σήμερα το κράτος" που δεν έφτιαξαν οι ... "αντικρατιστές" αστοί (μας λέει δηλαδή ότι επί κεφαλαιοκρατίας δεν υπήρχε κράτος, άρα υπήρχε ... αταξική κοινωνία - η φαιδρότητα του σταλινισμού υπήρξε, και συνεχίζεται, ανεξάντλητη). Ή μπορεί επίσης να κορδώνεται ως άλλος ένας αληθινός πατριώτης (όλοι το ίδιο αληθινοί είναι...), όταν εγκαλεί τους κεφαλαιοκράτες επειδή δεν "συγκινούνται με την ύπαρξη των κρατικών συνόρων" (προφανώς θεωρεί ότι ο επαναστατικός εργατικός διεθνισμός πρέπει ... να "συγκινείται" από συνοριακώς αναγνωρισμένα κρατικά οικόπεδα, ή ότι στην συντελούμενη παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας οι εκμεταλλευόμενοι πρέπει να απαντήσουν με ... "εργατικό πατριωτισμό" - κάτι που "συμπτωματικά" αποτελεί και τον ακρογωνιαίο θεωρητικό λίθο του εθνικοσοσιαλισμού...). Λίαν αξιοπρόσεκτη είναι η εγκωμιαστική αναφορά αυτού του χαρακτηριστικά αγράμματου σταλινικού πιστολά στην χριστιανορθόδοξη εκκλησία, δηλαδή του μυθικά πάμπλουτου βυζαντινού φεουδάρχη, που το 1453 προτίμησε να φέρει την οθωμανοκρατία για να εμποδίσει την πολιτισμική και οικονομική δυτικοποίηση της χώρας (βλ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΦΕΟΥΔΑΡΧΕΣ ΕΠΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΜΕΘΟΔΕΥΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΗΣ), που το 1821 δεν είχε παραλείψει να αφορίσει τους εξεγερμένους ραγιάδες και τους έλληνες Διαφωτιστές και που μετεπαναστατικά εμπόδισε για άλλη μια φορά -και εξακολουθεί- την αποβυζαντινοποίηση και τον εκδυτικισμό της "απελευθερωμένης" χώρας (βλ. Η ΧΑΜΕΝΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ –ΠΩΣ ΠΑΡΑΜΕΙΝΑΜΕ ΦΑΣΚΙΩΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΜΙΑ).
Ακόμα και ο ελληνικός πολιτισμός (πολιτική σκέψη, τέχνη, φιλοσοφία κ.λπ.) υπήρξε εισαγόμενο προϊόν στη νεοελλάδα. Κι αυτός κακοποιήθηκε κατά την εισαγωγή του στη νεοελλάδα (και όχι μόνο με τη διαστροφή του ως «ελληνοχριστιανισμού»). Οι σύγχρονοι διακεκριμένοι ευρωπαίοι και αμερικανοί κλασικιστές, που έζησαν στην απομεσαιωνοποιημένη πλέον Δύση θεώρησαν το ελληνικό (δηλαδή μή χριστιανικό) πνεύμα ως διακοπέν από τον Μεσαίωνα (και φυσικά τελείως άσχετο με αυτόν) και το Βυζάντιο ως απλώς ένα τοπικό μεσαιωνικό επεισόδιο. Πολλά από τα βιβλία τους μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα και επιβεβαίωσαν κάποιους ήδη υποψιασμένους. Ωστόσο πολλοί θα θυμούνται τη μόδα των «ελληνοπρεπών» που πριν κάποια χρόνια επιχείρησαν να «αποκαθάρουν» την ελληνικότητα της χώρας από τη χριστιανική πρόσμιξη, «επανευφερίσκοντας» ως αντίπαλο (προς τον χριστιανισμό) δέος την ... ελληνική θρησκεία («νεοδωδεκαθεϊστές»). Θεωρήθηκε ότι η «επανεφεύρεση» της ελληνικής θρησκείας θα ξαναχάριζε στη χώρα (και στους κατοίκους της) το «αρχαίο κλέος». Ο ελληνικός πολιτισμός είχε έτσι υποβιβαστεί ως θρησκευτικής προέλευσης (θεόσταλτη) δημιουργία και όχι ως αποτέλεσμα της συνειδητής ιστορικής δράσης κάποιων ανθρώπων. Η όλη υπόθεση θύμιζε κραυγαλέα το φαινόμενο cargo cult που είχε εμφανιστεί στους Παπούα της Νέας Γουινέας και το οποίο είχε αποτελέσει μάλιστα αντικείμενο επιστημονικής έρευνας (βλ. http://www.esoterica.gr/forums/topic.asp?ARCHIVE=&whichpage=1&TOPIC_ID=5210). Μάλιστα οι διάφορες (αλληλοσυγκρουόμενες σαν τις χριστιανικές αιρέσεις) ομαδούλες των «ελληνο»θρησκευάμενων είχαν «επανεφεύρει» και αρχαιοελληνικά εορτολόγια πανομοιότυπα του χριστιανικού, με «αρχαιοελληνικά» χριστούγεννα, «πάσχα» κλπ.
Από παλιό τεύχος του Δαυλού που είχε προκαλέσει τις οργισμένες αντιδράσεις των "ελληνοπρεπών".
Ακόμα και οι διάφορες φαιδρές γλωσσοπλασίες όπως ... «ελληνισμός» δείχνουν το «ταλέντο» της Ρωμηοσύνης στην κακοποίηση των εννοιών: σε καμμία γλώσσα στον κόσμο δεν υπήρξε ποτέ ανάλογη έκφραση (π.χ. «ισπανισμός», «βραζιλιανισμός», «ολλανδισμός» κ.λπ.), κάτι που δείχνει πως αυτό που θα ακουγόταν γελοίο σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, δεν μπορεί παρά να είναι εξίσου γελοίο όταν το αρθρώνει η «γλωσσοπλάστρα» Ρωμηοσύνη (η μόνη διαφορά βρίσκεται στο ότι η Ρωμηοσύνη είναι η μοναδική στον κόσμο που δεν αντιλαμβάνεται τη γελοιότητά της).
Τα παραπάνω δείχνουν ότι είναι απλώς αδύνατον στους ρωμηούς να ξεφύγουν από τη θεοκρατική, ή την εσχατολογική αντίληψη της Ιστορίας (ή και απλώς από τη γραφικότητα).
Η μόνη περίπτωση να ξεφύγει κάποιος από τον μεσαιωνικό ζόφο της Ρωμηοσύνης, είναι να δραπετεύσει σε νεαρή ηλικία προς κάποια δυτική χώρα. Όπως επιβεβαιώνει διακριτικά και κάποιος που κυριολεκτικά θα τον είχαν θάψει ζωντανό, αν είχε μείνει εδώ: «Δυστυχώς φοβάμαι ότι αν δεν ειχα φύγει, ασφαλώς δε θα μπορούσα να έχω κάνει αυτά τα οποία νομιζω ότι μπόρεσα κι έκανα φεύγοντας έξω. Δε θέλω να πω ότι φοβάμαι ότι θα με είχε φάει η Ελλάδα, αλλά... περίπου το αίσθημα είναι αυτό» (Κορνήλιος Καστοριάδης, http://tvxs.gr/news/theatro/thryliko-mataroa-sikonei-agkyra-gia-ti-gallia-ksana).
«ΤΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ ΜΗΝ ΤΗ ΚΛΑΙΣ»... (τελικά θα μας πεις τί είναι η Ρωμηοσύνη;)
Είναι αξιοσημείωτο ότι η πιο εύστοχη ίσως αντίδραση στην αποπνικτική πολιτισμική, ψυχική κ.λπ. μούχλα της Ρωμηοσύνης (κι αυτή που «πονάει» περισσότερο) έχει προέλθει από τον τομέα, όπου η ίδια η Ρωμηοσύνη καυχάται ότι ... δεν έχει αντίπαλο: την ποίηση (ίσως γιατί τα λογικά επιχειρήματα είναι ακατάλληλα για να διαρρήξουν μακραίωνα ψυχοσυναισθηματικά μπλοκαρίσματα, σαν κι αυτά που κατεξοχήν ταλανίζουν τον ελληνόφωνο χατζηλαό).
Διαβάστε το ιστορικό editorial του Δημήτρη Λάμπρου
Ξου! Ρωμιοσύνη, ανάβαθη, που ρεύεσαι σαπίλα,
που γουρουνίζεις τής βρωμιάς κι η ανασιμιά σου απόζει.
Που, πνέμα, ζέχνεις παρακμή, που χνώτος, θανατίλα,
που θνήσκει ο χώμας σου αχαμνός κι ο πόντος σου πεθαίνει
κι οπού σε πάει καταχαμού ο χαλασμένος αίμας…
(Σπύρος Γεράσιμος Παναγιωτάτος)
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿
ἔξω
σὰν
μπέης
ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ
(Γεώργιος Σουρής 1853-1919, Ο Ρωμηός)
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ
(Γεώργιος Σουρής 1853-1919, Ο Ρωμηός)
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο,
ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει.
Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ
συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ.
Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ
τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ».
Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς
σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς.
ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει.
Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ
συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ.
Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ
τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ».
Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς
σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς.
Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ εἶναι ὡραῖο-
νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει
στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι.
(Γεώργιος Σουρής, διάφορα αποσπάσματα)
νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει
στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι.
(Γεώργιος Σουρής, διάφορα αποσπάσματα)
Τα τέρατα που γεννάει μέσα στον
συμπλεγματικό πολιτισμικό απομονωτισμό της η Ρωμηοσύνη, η εκκωφαντική
πολιτισμική της ασημαντότητα, οι σφαλιάρες που τρώει δίκαια και επί μονίμου
βάσεως από τους «κουτόφραγκους», το αμήχανο και συμπλεγματικό πολιτισμικό
αλλοιθώρισμά της ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, η φτήνια της και η δηθενιά της,
οι καραγκιοζοαρετές της, η εκούσια ανικανότητά της να κοιταχτεί στον καθρέφτη
για κάποιον άλλον λόγο εκτός του ναρκισσισμού, η κενότητά της, η κακομοιριά
της, τα παρακάλια της και οι απαιτήσεις της να τη λυπούνται και να τη θαυμάζουν
ταυτόχρονα, προξενούν περισσότερο το
γέλιο παρά τον οίκτο.
Σιγά μην κλαίγαμε με αυτό
το απολύτως ανεπανάληπτο στην Ιστορία αρρωστημένο
μελογελοιόδραμα, η «θεοσφράγιστη» αποκλειστικότητα τού οποίου μάς απαλλάσσει
από την ανάγκη καταχώρησής του και διατύπωσης ορισμού του. Εκτός ίσως από έναν: (β)ρωμηός και (Β)ρωμηοσύνη,
αστείρευτες πηγές γέλιου.
(Αφιερωμένο στον εκδότη του Δαυλού, Δημήτρη Λάμπρου.)
Θ. Λ.
Δείτε επίσης:
-Γιώργος Ν. Οικονόμου: ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
-Κορνήλιος Καστοριάδης: Οι μύθοι της "παράδοσής" μας
-Η ΧΑΜΕΝΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ (ΠΩΣ ΠΑΡΑΜΕΙΝΑΜΕ ΦΑΣΚΙΩΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΜΙΑ)
- Οι καλύτεροι Eλληνες επιστήμονες έχουν εξοριστεί από την Ελλάδα
-ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΦΕΟΥΔΑΡΧΕΣ ΕΠΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΜΕΘΟΔΕΥΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΗΣ
-Η ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΕΥΤΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ (H περί πατρίδας πολιτική αντίληψη των κλασικών ελλήνων και η νεώτερη προπαγανδιστική διαστροφή της σε “πατριωτισμό”, “εθνική ενότητα” και “εθνική ομοψυχία”)
-ΠΕΡΙ ΔΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΠΑΛΑΙΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
-Γιώργος Ν. Οικονόμου: ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
-Κορνήλιος Καστοριάδης: Οι μύθοι της "παράδοσής" μας
-Η ΧΑΜΕΝΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ (ΠΩΣ ΠΑΡΑΜΕΙΝΑΜΕ ΦΑΣΚΙΩΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΜΙΑ)
- Οι καλύτεροι Eλληνες επιστήμονες έχουν εξοριστεί από την Ελλάδα
-ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΦΕΟΥΔΑΡΧΕΣ ΕΠΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΜΕΘΟΔΕΥΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΗΣ
-Η ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΕΥΤΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ (H περί πατρίδας πολιτική αντίληψη των κλασικών ελλήνων και η νεώτερη προπαγανδιστική διαστροφή της σε “πατριωτισμό”, “εθνική ενότητα” και “εθνική ομοψυχία”)
-ΠΕΡΙ ΔΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΠΑΛΑΙΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
Γεια χαρά!
ΑπάντησηΔιαγραφή< ...Η Ευρώπη - ή τουλάχιστον η Ευρώπη της Λατινικής εκκλησίας- αποτελούσε ακόμη τότε μια μεγάλη ενότητα. Καλλιτέχνες και ιδέες ταξίδευαν απο το ένα κέντρο στο άλλο και κανένας δε σκεφτόταν να απορίψει κάποιο επίτευγμα επειδή ήταν <>. ...>
Απο το Χρονικό της τέχνης E.H.Gombrich
Κεφάλαιο"14ος αιώνας.
Το διαβάζω αυτες τις μέρες και είπα να βάλω το απόσπασμα διαβάζοντας τη δήλωση του Θεωδοράκη απο τη συναυλία το 1966.
Μα κι ο Θεοδωράκης στη Γαλλία δεν την είχε κοπανήσει το 1954-1960 και το 1970-1974; Προφανώς όμως δεν τον ωφέλησε σε κάτι η Ευρώπη, αφού δεν τον έκανε άνθρωπο.
ΔιαγραφήΚοίτα κι εδώ ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί για τον Θεοδωράκη στην ελληνική γλώσσα: http://kleitor.blogspot.gr/2010/11/blog-post_26.html
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια πολλοστή φορά, εξαιρετική ανάλυση που πατάει πάνω σε πολύ καλά τεκμηριωμένα στοιχεία κι επιχειρήματα που δεν επιδέχονται ευκόλως αμφισβήτησης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσο για τον "Ρωμηό", η κατάντια του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αμάθεια που του επέβαλλε η ελλιπέστατη και στοχευμένα στρεβλή παιδεία που του φόρεσαν καπέλο. Και βέβαια η υιοθέτηση από την πλευρά του νοσηρών προτύπων (πχ "ό,τι αρπάξει ο κώλος μας κι άσε τον άλλο να κουρεύεται") από τους τσιφλικάδες-κοτζαμπασέους της εγχώριας εξουσίας και των ιδεολογικών μηχανισμών της: εκπαίδευση, τέχνη-"πολιτισμός", ΜΜΕ...
Παρεμπιμπτόντως, το βιβλίο σου ήταν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα που διάβασα τα τελευταία χρόνια, σε μουσικό, ιστορικό και φιλοσοφικό επίπεδο, σε αρμονικό "πάντρεμα" με τη road trip μυθιστορηματική δομή του. Θα ήθελα να το προτείνω και στο δικό μας μπλογκ ("Alλληλέγγυα Δύναμη")
Να'σαι καλά φίλε μου και να χαίρεσαι το γιο σου!
Σχετικά με την κατάντια του ρωμηού, νομίζω ότι είναι πρώτα θέμα πολύχρονης (αυτο)ψυχοθραπείας και μετά παιδείας. Γιατί μπορεί κάποτε να του το επέβαλαν, αλλά σήμερα ο ρωμηός έχει επιλέξει να παραμένει τέτοιος (γι' αυτό άλλωστε εξακολουθεί να κρύβεται πίσω από το δαχτυλάκι του επικαλούμενος συμφεροντολογικά την εποχή της δουλείας, αν και έχουν περάσει δύο αιώνες από τότε). Αυτό το είχαν διαπιστώσει (προς έκπληξή τους) κι οι έλληνες διαφωτιστές, όταν είδαν ότι η διάδοση της νέας ευρωπαϊκής παιδείας, που είχε τόσο ευεργετικά αποτελέσματα στους άλλους λαούς, στην περίπτωση των ρωμηών ήταν κάπως ... σαν να πλένεις τον αράπη με σαπούνι (ρατσιστική η παρομοίωση, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο πιο παραστατικό αυτή τη στιγμή).
ΔιαγραφήΣχετκά με την ιστοσελίδα σου, βρίσκω ότι είναι από εκείνες -τις λίγες στην Ελλάδα- που έχουν και εκφράζουν γνώμη με πάθος, αλλά χωρίς εμπάθεια και που ο αναγνώστης δεν αισθάνεται ότι υφίσταται κατήχηση και ποδηγέτηση. Μπορείς, λοιπόν, να παίρνεις, ή να προτείνεις ό,τι από εδώ εξυπηρετεί τον "ανίερο" σκοπό σου (μας) χωρίς ερωτήσεις, "άδειες" κ.λπ.
Καλά με τον Ρίτσο. Αμ ο Ελύτης και το Άξιον εστί είναι λιγότερο ρωμηός;
ΑπάντησηΔιαγραφή"Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου, και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι" (ψαλμός ΡΚΗ’)
Και το άλλο:
"Ήρθαν ντυμένοι "φίλοι" αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας. Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους"
φιλε Θοδωρη δεν κρατηθηκα απο το να σου στειλω το παρακατω που θα επρεπε να
ΑπάντησηΔιαγραφήγινει γνωστο ως ενα ακομη τραγελαφικο πειστηριο κυριως σε ευρωπαικες χωρες
οπως στους "φιλους" των ρωμηων ολλανδους και λοιπους που τους... ζηλευουν και τους
μισουν για τα χαρισματα τους!
να εισαι καλα.
http://www.gonews.gr/2/index.php/reportaz/2826-m
Ν.Μ.
https://gonews.gr/%ce%b5%ce%b9%ce%b4%ce%b7%cf%83%ce%b5%ce%b9%cf%82/%cf%81%ce%b5%cf%80%ce%bf%cf%81%cf%84%ce%b1%ce%b6/mono-stin-ellada-asgaltostrwsan-xwris-na-metakinisoun-aytokinhta-kai-kadous/
Διαγραφή