Με αφορμή το διεθνές συνέδριο (με ελεύθερη είσοδο) που θα γίνει το πρώτο τριήμερο του Δεκεμβρίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, λόγω της συμπλήρωσης είκοσι ετών από τον θάνατο του Κορνήλιου Καστοριάδη, αναδημοσιεύω (σκαναρισμένα και δακτυλογραφημένα) δύο αποσπάσματα από τη Φαντασιακή Θέσμιση Της Κοινωνίας (σελίδες 136-149). Πρόκειται για τα κεφάλαια με τίτλους "Οι υποκειμενικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος" και "Η λογική του επαναστατικού προτάγματος", δύο κείμενα η συμβολή των οποίων στη διαμόρφωσή μου υπήρξε καθοριστική όσο κανενός άλλου. (Οι τονισμοί δικοί μου).
Θ.Λ.
Θ.Λ.
Οι υποκειμενικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος
Ακούμε καμιά φορά να λένε: Αυτή η ιδέα
μιας άλλης κοινωνίας παρουσιάζεται μεν σαν ένα πρόταγμα δεν είναι όμως στην
πραγματικότητα παρά προβολή πόθων ανομολόγητων, αμφίεση κινήτρων που παραμένουν
κρυμμένα γι΄αυτούς που εμφορούνται από αυτά. Δεν χρησιμεύει παρά σαν όχημα που
μεταφέρει την θέληση εξουσίας των μεν, την άρνηση της αρχής της πραγματικότητας
των δε, το φάντασμά τους ενός κόσμου χωρίς συγκρούσεις, όπου όλοι θα είναι
συμφιλιωμένοι με όλους και καθένας με τον εαυτό του, μια παιδική ονειροπόληση
που θά 'θελε να καταργήσει την τραγική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, μια φυγή
που επιτρέπει να ζει κανείς ταυτόχρονα σε δύο κόσμους, μια φανταστική
αντιστάθμιση.
Όταν η συζήτηση παίρνει μια τέτοια στροφή, πρέπει πρώτα να υπενθυμίσει κανείς ότι όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει πως ό,τι λέει δεν έχει σχέση με ασυνείδητους πόθους ή με κίνητρα που ούτε ο ίδιος ομολογεί στον εαυτό του. Κι όταν ακούμε «ψυχαναλυτές» μιας ορισμένης τάσης να χαρακτηρίζουν νευρωτικούς χονδρικά όλους τους επαναστάτες, δεν μπορούμε παρά να χαρούμε που δεν έχουμε την «υγεία» τους των Σουπερμάρκετ. Και δεν θα ήταν πολύ δύσκολο να ξεσκεπάσουμε τον ασυνείδητο μηχανισμό του κομφορμισμού τους. Γενικότερα, αυτός που πιστεύει ότι ανακαλύπτει σαν ρίζα του επαναστατικού προτάγματος τον ένα ή τον άλλο ασυνείδητο πόθο, πρέπει ταυτόχρονα ν΄αναρωτηθεί ποιο είναι το κίνητρο της δικής του κριτικής και σε ποιο βαθμό δεν αποτελεί εκλογίκευση.
Για μας πάντως, αυτή η αναστροφή πολύ λίγο ενδιαφέρον παρουσιάζει. Το ζήτημα πράγματι υπάρχει και, ακόμα και κανείς άλλος να μην το έθετε, αυτός που μιλάει για επανάσταση πρέπει να το θέσει ο ίδιος στον εαυτό του. Ας αποφασίσουν οι άλλοι σε πόσο βαθμό διαύγειας οι θέσεις τους τούς δεσμεύουν για λογαριασμό τους. Ένας επαναστάτης δεν μπορεί να θέτει όρια στην δική του επιθυμία διαύγειας. Ούτε μπορεί να αρνείται το πρόβλημα λέγοντας: αυτό που μετράει δεν είναι τα ασυνείδητα κίνητρα, αλλά η σημασία και η αντικειμενική αξία των ιδεών και των πράξεων. Η νεύρωση και η τρέλα του Ροβεσπιέρου ή του Μπωντλαίρ υπήρξαν πιο γόνιμες για την ανθρωπότητα απ΄την «υγεία» του τάδε μαγαζάτορα της εποχής. Διότι η επανάσταση, έτσι που τη συλλαμβάνουμε, αρνείται ακριβώς αυτή την απλή παραδοχή του διχασμού ανάμεσα σε κίνητρο και αποτέλεσμα. Θα ήταν τότε αδύνατη στην πραγματικότητα και ασυνάρτητη στο νόημά της, εάν στηριζόταν σε ασυνείδητες προθέσεις χωρίς σχέση με το διαρθρωμένο περιεχόμενό της. το μόνο που θα μπορούσε σε αυτήν την περίπτωση να κάνει, θα ήταν μια επανέκδοση για μια ακόμη φορά της προηγούμενης ιστορίας, αιχμάλωτη καθώς θα ήταν από κίνητρα σκοτεινά που με τον καιρό θα επέβαλλαν το δικό τους τέλος και τη δική τους λογική.
Η γέννηση καινούργιων κινήτρων και καινούργιων συμπεριφορών, που είναι απαραίτητες για να οδηγηθεί το επαναστατικό πρόταγμα στο τέρμα του, πρέπει να εξετασθούν στην κλίμακα των μαζών, γιατί μόνο αυτές μπορούν να πραγματοποιήσουν μια καινούργια κοινωνία. Όμως αυτή η έρευνα μπορεί να γίνει πιο εύκολη, αν προσπαθήσουμε πρώτα να δούμε τί μπορεί να είναι η επιθυμία και τα κίνητρα ενός επαναστάτη. Ό,τι μπορούμε να πούμε πάνω σ΄αυτό είναι, εξ ορισμού, κατ΄εξοχήν υποκειμενικό. Είναι επίσης εξ ορισμού, εκτεθειμένο σε όλες τις ερμηνείες που θα ήθελε κανείς. Αν μπορούσε να βοηθήσει κάποιον να δει καθαρότερα μέσα σ΄ ένα άλλο ανθρώπινο ον (έστω και μέσα στις αυταπάτες και τις πλάνες του) και μ΄αυτό τον τρόπο μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, δεν θα ήταν ανώφελο να ειπωθεί.
Έχω την επιθυμία, και αισθάνομαι την ανάγκη, για να ζήσω, μιας άλλης κοινωνίας από αυτή που με περιβάλλει. Όπως η μεγάλη πλεονότητα των ανθρώπων, μπορώ να ζήσω μέσα σ΄αυτήν και να τα βγάζω πέρα- εν πάση περιπτώσει ζω ήδη μέσα σ΄αυτή την κοινωνία. Όσο κριτικά κι αν προσπαθώ να κοιτάξω τον εαυτό μου, ούτε η ικανότητα προσαρμογής μου, ούτε η αφομοίωση της πραγματικότητας από μέρους μου, δεν μου φαίνονται κατώτερες από τον κοινωνιολογικό μέσο όρο. Δεν ζητώ την αθανασία, την πανταχού παρουσία , την παντογνωσία. Δεν ζητώ από την κοινωνία να «μου δώσει την ευτυχία». ξέρω ότι η ευτυχία δεν είναι μια μερίδα που μοιράζεται με το δελτίο στη Δημαρχία ή στο εργατικό Συμβούλιο της γειτονιάς, και ξέρω πως, αν αυτό το πράγμα υπάρχει, μόνο εγώ μπορώ να το πραγματοποιήσω για τον εαυτό μου, στα μέτρα μου, όπως μου συνέβη και όπως, κατά πάσα πιθανότητα, θα μου συμβεί και πάλι. Αλλά μέσα στη ζωή, έτσι όπως είναι φτιαγμένη για μένα και τους άλλους, σκοντάφτω πάνω σ΄ένα πλήθος από απαράδεκτα πράγματα, λέω πως δεν είναι μοιραία και πως εξαρτώνται από την οργάνωση της κοινωνίας. Επιθυμώ πρώτα και ζητώ, η δουλειά μου να έχει νόημα, να μπορώ να εγκρίνω αυτό για το οποίο χρησιμεύει και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται , να μου επιτρέπει να ξοδεύομαι πραγματικά και να χρησιμοποιώ τις δυνατότητές μου και ταυτόχρονα να εμπλουτίζομαι και ν΄αναπτύσσομαι. Και λέω ότι αυτό το πράγμα είναι δυνατό, με μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας, για εμένα και για τους άλλους. Λέω ότι ήδη θα ήταν μια βασική αλλαγή σ΄αυτή την κατεύθυνση, αν μ΄άφηναν ν΄αποφασίζω, μαζί με όλους τους άλλους, τι έχω να κάνω, και με τους συντρόφους μου στη δουλειά, πώς να το κάνω.
Επιθυμώ να μπορώ, μαζί με όλους τους άλλους, να μαθαίνω τι γίνεται μέσα στην κοινωνία, να ελέγχω την έκταση και την ποιότητα της πληροφόρησης που μου δίνεται. Ζητώ να μπορώ να συμμετέχω άμεσα σε όλες τις κοινωνικές αποφάσεις που μπορεί να επηρεάζουν την ύπαρξή μου ή τη γενική πορεία του κόσμου όπου ζω. Δεν δέχομαι η τύχη μου ν΄αποφασίζεται μέρα με τη μέρα από ανθρώπους που τα σχέδιά τους μου είναι εχθρικά ή και απλώς άγνωστα και για τους οποίους δεν είμαστε, εγώ και όλοι οι άλλοι, παρά νούμερα σ΄ένα σχέδιο ή πιόνια σε μια σκακιέρα, και τελικά η ζωή μου και ο θάνατός μου να βρίσκονται στα χέρια ανθρώπων που ξέρω πως είναι αναγκαστικά τυφλοί.
Ξέρω πάρα πολύ καλά πως η πραγματοποίηση μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης, και η ζωή της, δεν θα είναι καθόλου απλές, πως σε κάθε βήμα τους θα συναντούν δύσκολα προβλήματα. Αλλά προτιμώ να καταπιάνομαι με πραγματικά προβλήματα, παρά με τις συνέπειες του παραληρήματος του Ντε Γκώλ, τις κομπίνες του Τζόνσον ή τις μηχανοραφίες του Κρούτσεφ. Κι αν έστω, εγώ κι οι άλλοι, συναντούσαμε την αποτυχία σ΄αυτόν τον δρόμο, προτιμώ την αποτυχία σε μια προσπάθεια που έχει νόημα, παρά μια κατάσταση που μένει πριν ακόμα και απ΄την αποτυχία ή τη μη αποτυχία, που μένει γελοία.
Επιθυμώ και μπορώ να συναντώ τον άλλον σαν ένα ον όμοιο με μένα και απόλυτα διαφορετικό, όχι σαν ένα νούμερο, ούτε σαν ένα βάτραχο σκαρφαλωμένο σ΄ένα άλλο σκαλοπάτι (αδιάφορο αν κατώτερο ή ανώτερο) της ιεραρχίας των εισοδημάτων και των εξουσιών. Επιθυμώ να μπορώ να τον βλέπω, και να μπορεί να με δει, σαν ένα άλλο ανθρώπινο ον, οι σχέσεις μας να μην αποτελούν πεδίο που να εκφράζεται η επιθετικότητα, ο συναγωνισμός μας να παραμένει μέσα στα όρια του παιχνιδιού, οι συγκρούσεις μας στο μέτρο που δεν μπορούν να λυθούν ή να ξεπεραστούν, ν΄αφορούν πραγματικά προβλήματα και εκβάσεις, να σέρνουν μαζί τους όσο το δυνατό λιγότερο ασυνείδητο, να είναι φορτισμένες όσο το δυνατό λιγότερο από φανταστικά στοιχεία. Επιθυμώ ο άλλος να είναι ελεύθερος, γιατί η ελευθερία μου αρχίζει εκεί οπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου και γιατί, μόνος μου, δεν μπορώ να είμαι, στην καλύτερη περίπτωση, παρά «ενάρετος εν δυστυχία». Δεν υπολογίζω ότι οι άνθρωποι θα μεταμορφωθούν σε αγγέλους, ούτε πως οι ψυχές τους θα γίνουν καθάριες σαν τις βουνίσιες λίμνες - που άλλωστε ανέκαθεν μου προξενούσαν βαθιά θλίψη. Ξέρω όμως πόσο η σημερινή κουλτούρα βαθαίνει και οξύνει τη δυσκολία τους να υπάρχουν, και να συνυπάρχουν με τους άλλους, και βλέπω πως πολλαπλασιάζει στο άπειρο τα εμπόδια στην ελευθερία τους.
Ξέρω, βέβαια, πως αυτός ο πόθος μου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σήμερα. κι ούτε θα πραγματοποιηθεί ολοκληρωτικά ενόσω ζω, ακόμη κι αν η επανάσταση γινόταν αύριο. Ξέρω ότι θα ζήσουν μια μέρα άνθρωποι που γι΄ αυτούς ούτε η ανάμνηση των προβλημάτων που μπορεί σήμερα να μας προξενούν το μεγαλύτερο άγχος δεν θα υπάρχει. Αυτή είναι η μοίρα μου που πρέπει να επωμισθώ, και που επωμίζομαι. Αλλ΄αυτό δεν πρέπει να με οδηγήσει ούτε στην απελπισία ούτε στον κατατονικό μηρυκασμό. Έχοντας αυτό τον πόθο, που είναι δικός μου, δεν μπορεί παρά να εργάζομαι για την πραγματοποίησή του. Και ήδη με την εκλογή που του αφιερώνω, για μένα γεμάτη νόημα (ακόμα κι αν συναντώ, και αποδέχομαι, τη μερική αποτυχία, τις αναβολές, τις παρακαμπτήριες, τα καθήκοντά που δεν έχουν νόημα από μόνα τους), με την συμμετοχή σε μια κοινότητα επαναστατών που επιχειρεί να ξεπεράσει τις αντικειμενοποιημένες και ξενωμένες σχέσεις της κοινωνίας όπου ζούμε- είμαι σε θέση να πραγματοποιήσω μερικά αυτόν τον πόθο. Αν είχα γεννηθεί σε μια κομμουνιστική κοινωνία, ίσως η ευτυχία να μου ήταν πιο εύκολη- δεν το ξέρω κι ούτε μπορώ να κάνω τίποτα σχετικά μ΄αυτό. Δεν θα καθίσω μ΄αυτό το πρόσχημα να περνώ τον ελεύθερο χρόνο μου παρακολουθώντας τηλεόραση ή διαβάζοντας αστυνομικά μυθιστορήματα.
Μήπως αυτή μου η στάση σημαίνει άρνηση της αρχής της πραγματικότητας; Αλλά ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της αρχής; Είναι ότι πρέπει να εργαζόμαστε- ή μήπως ότι πρέπει αναγκαία η εργασία να μην έχει νόημα, να γίνεται κάτω από συνθήκες εκμετάλλευσης, ν΄αντιφάσκει με τους στόχους για τους οποίους υποτίθεται ότι γίνεται; Αυτή η αρχή ισχύει μ΄αυτή τη μορφή για έναν εισοδηματία; Ίσχυε μήπως , μ΄αυτή τη μορφή, για τους ιθαγενείς των νησιών Τρομπριάντ ή Σαμόα; Ισχύει ακόμα και σήμερα, για τους ψαράδες ενός φτωχού μεσογειακού χωριού; Ως ποιο σημείο η αρχή της πραγματικότητας εκφράζει την φύση και που αρχίζει να εκφράζει την κοινωνία; Ως ποιο σημείο εκφράζει την κοινωνία ως κοινωνία και απο ποιο σημείο μια τάδε ιστορική μορφή της κοινωνίας; Γιατί όχι τη δουλοπαροικία, τις γαλέρες, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως; Πού μια φιλοσοφία θα έπαιρνε το δικαίωμα να σου πει: σ΄αυτό το συγκεκριμένο χιλιοστόμετρο των υπαρχόντων θεσμών, θα σας δείξω το σύνορο μεταξύ του φαινομένου και της ουσίας, μεταξύ των παροδικών ιστορικών μορφών και του αιωνίου είναι του κοινωνικού; Αποδέχομαι την αρχή της πραγματικότητας, γιατί αποδέχομαι την ανάγκη της εργασίας (καθόσον άλλωστε είναι πραγματική, γιατί ολοένα γίνεται λιγότερο προφανής) και την ανάγκη μιας κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας. Δεν αποδέχομαι όμως την επίκληση μιας ψεύτικης ψυχανάλυσης και μιας ψεύτικης μεταφυσικής, που εισάγει στην συγκεκριμένη συζήτηση των ιστορικών δυνατοτήτων αυθαίρετες βεβαιώσεις πάνω σε αδυνατότητες για τις οποίες δεν ξέρει τίποτα.
Είναι τάχα η επιθυμία μου παιδική; Μα ακριβώς η παιδική κατάσταση είναι ότι η ζωή μας είναι δοσμένη, και ότι ο Νόμος μάς είναι δοσμένος. Στην παιδική κατάσταση η ζωή μας δίνεται για τίποτα. και ο Νόμος μας δίνεται χωρίς τίποτα άλλο, και χωρίς δυνατότητα συζήτησης. Αυτό που θέλω είναι εντελώς το αντίθετο: να φτιάχνω εγώ τη ζωή μου, και να δίνω ζωή , ει δυνατόν, εν πάση περιπτώσει να δίνω για τη ζωή μου. Ο Νόμος να μη μου δίνεται απλώς αλλά να τον δίνω κι εγώ συγχρόνως στον εαυτό μου. Αυτός που διαρκώς βρίσκεται σε παιδική κατάσταση είναι ο κομφορμιστής ή ο απολίτικος: γιατί αποδέχεται τον Νόμο ασυζητητί και δεν επιθυμεί να συμμετέχει στη διαμόρφωσή του. Εκείνος που ζει μέσα στην κοινωνία χωρίς καμιά θέληση που ν΄αφορά τον Νόμο χωρίς πολιτική θέληση, απλώς αντικαθιστά τον ιδιωτικό πατέρα με τον ανώνυμο πατέρα. Η παιδική κατάσταση είναι, πρώτα, να δέχεσαι χωρίς να δίνεις και, μετά, να κάνεις ή να υπάρχεις για να δέχεσαι. Αυτό που θέλω είναι, αρχινώντας, μια δίκαιη ανταλλαγή, και στη συνέχεια το ξεπέρασμα αυτής της ανταλλαγής. Η παιδική κατάσταση είναι η δυϊκή σχέση, το φάντασμα της συγχώνευσης – και μ΄αυτή την έννοια, η σημερινή κοινωνία παιδικοποιεί διαρκώς τους πάντες με τη συγχώνευση που πραγματοποιεί στο φαντασιακό με απραγματικές οντότητες: τους αρχηγούς, τα έθνη, τους κοσμοναύτες ή τις βεντέτες. Αυτό που θέλω είναι η κοινωνία να πάψει πια να είναι μια οικογένεια, ψεύτικη επί πλέον μέχρι γελοίου, για ν΄αποκτήσει την αληθινή της διάσταση ως κοινωνίας, ως δικτύου σχέσεων μεταξύ αυτόνομων ενηλίκων.
Νάναι τάχα η επιθυμία μου μια επιθυμία εξουσίας; Μα αυτό που θέλω είναι η κατάργηση της εξουσίας με την σημερινή έννοια, είναι η εξουσία όλων. Η σημερινή εξουσία σημαίνει ότι οι άλλοι είναι πράγματα κι αυτό που θέλω είναι τελείως το αντίθετο. Αυτός που οι άλλοι του είναι πράγματα είναι ο ίδιος πράγμα, και δεν θέλω να είμαι πράγμα ούτε για μένα ούτε για τους άλλους. Δεν θέλω οι άλλοι να είναι πράγματα, δεν θάξερα τι να τους κάνω. Αν μπορώ να υπάρχω για τους άλλους, και οι άλλοι να μ΄αναγνωρίζουν, δεν θέλω αυτό να γίνεται σε συνάρτηση με την κατοχή ενός πράγματος που είναι έξω από μένα – της εξουσίας. ούτε να υπάρχει γ΄αυτούς μέσα στο φαντασιακό. Η αναγνώριση που απορρέει από τον άλλο δεν ισχύει για μένα παρά στον βαθμό που τον αναγνωρίζω εγώ ο ίδιος. Υπάρχει ο κίνδυνος να τα ξεχάσω όλα αυτά, αν κάποτε τα γεγονότα με οδηγούσαν κοντά στην «εξουσία»; Μου φαίνεται περισσότερο κι από απίθανο: αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήταν παρά μια χαμένη μάχη, και όχι το τέλος του πολέμου. και θα έπρεπε να ρυθμίζω τη ζωή μου πάνω στην υπόθεση ότι μπορεί μια μέρα να ξαναμωραθώ;
Κυνηγώ τάχα την χίμαιρα να θέλω να εξαλείψω την τραγική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης; Μου φαίνεται μάλλον πως θέλω να εξαλείψω απ΄αυτήν το μελόδραμα, την ψεύτικη τραγωδία – αυτήν όπου η καταστροφή επέρχεται χωρίς αναγκαιότητα, όπου όλα θα συνέβαιναν διαφορετικά, αν μονάχα τα πρόσωπα ήξεραν ή έκαναν αυτό ή εκείνο. Το να πεθαίνουν της πείνας οι άνθρωποι στις Ινδίες, ενώ στην Αμερική και στην Ευρώπη οι κυβερνήσεις βάζουν πρόστιμα στους γεωργούς που παράγουν «υπερβολικά»- είναι μια μακάβρια φάρσα, είναι ένα γκραν γκινιόλ όπου τα πτώματα και ο πόνος είναι πραγματικά. Δεν είναι τραγωδία, δεν υπάρχει σ΄αυτό τίποτα το αναπόφευκτο. Και αν η ανθρωπότητα εξαφανισθεί μια μέρα κάτω από τις υδρογονόβομβες, αρνούμαι να το ονομάσω τραγωδία, το ονομάζω μαλακία. Θέλω την κατάργηση του Παλιάτσου και της μεταμόρφωσης των ανθρώπων σε νευρόσπαστα από άλλα νευρόσπαστα που τους «κυβερνούν». Όταν ένας νευρωτικός επαναλαμβάνει για την εικοστή φορά την ίδια συμπεριφορά αποτυχίας, αναπαράγοντας για τον εαυτό του και για τους δικούς του τον ίδιο τύπο δυστυχίας , το να τον βοηθήσεις να το ξεπεράσει αυτό, σημαίνει να εξαλείψεις από τη ζωή του τη χονδροειδή φάρσα, όχι την τραγωδία: σημαίνει να του επιτρέψεις ν΄αντικρίσει επί τέλους τα πραγματικά προβλήματα της ζωής του και ό,τι τραγικό μπορεί να περιέχουν, που η νεύρωσή του είχε για λειτουργία εν μέρει να εκφράζει άλλα κυρίως να καλύπτει.
Όταν, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι στη Δύση, ένας μαθητής του Βούδα ήλθε να τον πληροφορήσει πως θαυμαστά πράγματα, όργανα, φάρμακα, μέθοδοι σκέψης, θεσμοί, είχαν μεταμορφώσει τη ζωή των ανθρώπων από την εποχή που ο Δάσκαλος αποσύρθηκε στα υψηλά οροπέδια, αυτόν τον σταμάτησε μετά τις πρώτες λέξεις. Εξαφάνισαν μήπως την θλίψη, την αρρώστια, τα γηρατειά και τον θάνατο; ρώτησε. Όχι, απάντησε ο μαθητής. Ε λοιπόν ,τότε θα μπορούσαν να καθίσουν ήσυχα στ΄αυγά τους, σκέφτηκε ο Δάσκαλος. Και ξαναβυθίστηκε στην περισυλλογή του, χωρίς καν να κάνει τον κόπο να δείξει στον μαθητή του ότι είχε πάψει να τον ακούει.
Όταν η συζήτηση παίρνει μια τέτοια στροφή, πρέπει πρώτα να υπενθυμίσει κανείς ότι όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει πως ό,τι λέει δεν έχει σχέση με ασυνείδητους πόθους ή με κίνητρα που ούτε ο ίδιος ομολογεί στον εαυτό του. Κι όταν ακούμε «ψυχαναλυτές» μιας ορισμένης τάσης να χαρακτηρίζουν νευρωτικούς χονδρικά όλους τους επαναστάτες, δεν μπορούμε παρά να χαρούμε που δεν έχουμε την «υγεία» τους των Σουπερμάρκετ. Και δεν θα ήταν πολύ δύσκολο να ξεσκεπάσουμε τον ασυνείδητο μηχανισμό του κομφορμισμού τους. Γενικότερα, αυτός που πιστεύει ότι ανακαλύπτει σαν ρίζα του επαναστατικού προτάγματος τον ένα ή τον άλλο ασυνείδητο πόθο, πρέπει ταυτόχρονα ν΄αναρωτηθεί ποιο είναι το κίνητρο της δικής του κριτικής και σε ποιο βαθμό δεν αποτελεί εκλογίκευση.
Για μας πάντως, αυτή η αναστροφή πολύ λίγο ενδιαφέρον παρουσιάζει. Το ζήτημα πράγματι υπάρχει και, ακόμα και κανείς άλλος να μην το έθετε, αυτός που μιλάει για επανάσταση πρέπει να το θέσει ο ίδιος στον εαυτό του. Ας αποφασίσουν οι άλλοι σε πόσο βαθμό διαύγειας οι θέσεις τους τούς δεσμεύουν για λογαριασμό τους. Ένας επαναστάτης δεν μπορεί να θέτει όρια στην δική του επιθυμία διαύγειας. Ούτε μπορεί να αρνείται το πρόβλημα λέγοντας: αυτό που μετράει δεν είναι τα ασυνείδητα κίνητρα, αλλά η σημασία και η αντικειμενική αξία των ιδεών και των πράξεων. Η νεύρωση και η τρέλα του Ροβεσπιέρου ή του Μπωντλαίρ υπήρξαν πιο γόνιμες για την ανθρωπότητα απ΄την «υγεία» του τάδε μαγαζάτορα της εποχής. Διότι η επανάσταση, έτσι που τη συλλαμβάνουμε, αρνείται ακριβώς αυτή την απλή παραδοχή του διχασμού ανάμεσα σε κίνητρο και αποτέλεσμα. Θα ήταν τότε αδύνατη στην πραγματικότητα και ασυνάρτητη στο νόημά της, εάν στηριζόταν σε ασυνείδητες προθέσεις χωρίς σχέση με το διαρθρωμένο περιεχόμενό της. το μόνο που θα μπορούσε σε αυτήν την περίπτωση να κάνει, θα ήταν μια επανέκδοση για μια ακόμη φορά της προηγούμενης ιστορίας, αιχμάλωτη καθώς θα ήταν από κίνητρα σκοτεινά που με τον καιρό θα επέβαλλαν το δικό τους τέλος και τη δική τους λογική.
Η γέννηση καινούργιων κινήτρων και καινούργιων συμπεριφορών, που είναι απαραίτητες για να οδηγηθεί το επαναστατικό πρόταγμα στο τέρμα του, πρέπει να εξετασθούν στην κλίμακα των μαζών, γιατί μόνο αυτές μπορούν να πραγματοποιήσουν μια καινούργια κοινωνία. Όμως αυτή η έρευνα μπορεί να γίνει πιο εύκολη, αν προσπαθήσουμε πρώτα να δούμε τί μπορεί να είναι η επιθυμία και τα κίνητρα ενός επαναστάτη. Ό,τι μπορούμε να πούμε πάνω σ΄αυτό είναι, εξ ορισμού, κατ΄εξοχήν υποκειμενικό. Είναι επίσης εξ ορισμού, εκτεθειμένο σε όλες τις ερμηνείες που θα ήθελε κανείς. Αν μπορούσε να βοηθήσει κάποιον να δει καθαρότερα μέσα σ΄ ένα άλλο ανθρώπινο ον (έστω και μέσα στις αυταπάτες και τις πλάνες του) και μ΄αυτό τον τρόπο μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, δεν θα ήταν ανώφελο να ειπωθεί.
Έχω την επιθυμία, και αισθάνομαι την ανάγκη, για να ζήσω, μιας άλλης κοινωνίας από αυτή που με περιβάλλει. Όπως η μεγάλη πλεονότητα των ανθρώπων, μπορώ να ζήσω μέσα σ΄αυτήν και να τα βγάζω πέρα- εν πάση περιπτώσει ζω ήδη μέσα σ΄αυτή την κοινωνία. Όσο κριτικά κι αν προσπαθώ να κοιτάξω τον εαυτό μου, ούτε η ικανότητα προσαρμογής μου, ούτε η αφομοίωση της πραγματικότητας από μέρους μου, δεν μου φαίνονται κατώτερες από τον κοινωνιολογικό μέσο όρο. Δεν ζητώ την αθανασία, την πανταχού παρουσία , την παντογνωσία. Δεν ζητώ από την κοινωνία να «μου δώσει την ευτυχία». ξέρω ότι η ευτυχία δεν είναι μια μερίδα που μοιράζεται με το δελτίο στη Δημαρχία ή στο εργατικό Συμβούλιο της γειτονιάς, και ξέρω πως, αν αυτό το πράγμα υπάρχει, μόνο εγώ μπορώ να το πραγματοποιήσω για τον εαυτό μου, στα μέτρα μου, όπως μου συνέβη και όπως, κατά πάσα πιθανότητα, θα μου συμβεί και πάλι. Αλλά μέσα στη ζωή, έτσι όπως είναι φτιαγμένη για μένα και τους άλλους, σκοντάφτω πάνω σ΄ένα πλήθος από απαράδεκτα πράγματα, λέω πως δεν είναι μοιραία και πως εξαρτώνται από την οργάνωση της κοινωνίας. Επιθυμώ πρώτα και ζητώ, η δουλειά μου να έχει νόημα, να μπορώ να εγκρίνω αυτό για το οποίο χρησιμεύει και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται , να μου επιτρέπει να ξοδεύομαι πραγματικά και να χρησιμοποιώ τις δυνατότητές μου και ταυτόχρονα να εμπλουτίζομαι και ν΄αναπτύσσομαι. Και λέω ότι αυτό το πράγμα είναι δυνατό, με μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας, για εμένα και για τους άλλους. Λέω ότι ήδη θα ήταν μια βασική αλλαγή σ΄αυτή την κατεύθυνση, αν μ΄άφηναν ν΄αποφασίζω, μαζί με όλους τους άλλους, τι έχω να κάνω, και με τους συντρόφους μου στη δουλειά, πώς να το κάνω.
Επιθυμώ να μπορώ, μαζί με όλους τους άλλους, να μαθαίνω τι γίνεται μέσα στην κοινωνία, να ελέγχω την έκταση και την ποιότητα της πληροφόρησης που μου δίνεται. Ζητώ να μπορώ να συμμετέχω άμεσα σε όλες τις κοινωνικές αποφάσεις που μπορεί να επηρεάζουν την ύπαρξή μου ή τη γενική πορεία του κόσμου όπου ζω. Δεν δέχομαι η τύχη μου ν΄αποφασίζεται μέρα με τη μέρα από ανθρώπους που τα σχέδιά τους μου είναι εχθρικά ή και απλώς άγνωστα και για τους οποίους δεν είμαστε, εγώ και όλοι οι άλλοι, παρά νούμερα σ΄ένα σχέδιο ή πιόνια σε μια σκακιέρα, και τελικά η ζωή μου και ο θάνατός μου να βρίσκονται στα χέρια ανθρώπων που ξέρω πως είναι αναγκαστικά τυφλοί.
Ξέρω πάρα πολύ καλά πως η πραγματοποίηση μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης, και η ζωή της, δεν θα είναι καθόλου απλές, πως σε κάθε βήμα τους θα συναντούν δύσκολα προβλήματα. Αλλά προτιμώ να καταπιάνομαι με πραγματικά προβλήματα, παρά με τις συνέπειες του παραληρήματος του Ντε Γκώλ, τις κομπίνες του Τζόνσον ή τις μηχανοραφίες του Κρούτσεφ. Κι αν έστω, εγώ κι οι άλλοι, συναντούσαμε την αποτυχία σ΄αυτόν τον δρόμο, προτιμώ την αποτυχία σε μια προσπάθεια που έχει νόημα, παρά μια κατάσταση που μένει πριν ακόμα και απ΄την αποτυχία ή τη μη αποτυχία, που μένει γελοία.
Επιθυμώ και μπορώ να συναντώ τον άλλον σαν ένα ον όμοιο με μένα και απόλυτα διαφορετικό, όχι σαν ένα νούμερο, ούτε σαν ένα βάτραχο σκαρφαλωμένο σ΄ένα άλλο σκαλοπάτι (αδιάφορο αν κατώτερο ή ανώτερο) της ιεραρχίας των εισοδημάτων και των εξουσιών. Επιθυμώ να μπορώ να τον βλέπω, και να μπορεί να με δει, σαν ένα άλλο ανθρώπινο ον, οι σχέσεις μας να μην αποτελούν πεδίο που να εκφράζεται η επιθετικότητα, ο συναγωνισμός μας να παραμένει μέσα στα όρια του παιχνιδιού, οι συγκρούσεις μας στο μέτρο που δεν μπορούν να λυθούν ή να ξεπεραστούν, ν΄αφορούν πραγματικά προβλήματα και εκβάσεις, να σέρνουν μαζί τους όσο το δυνατό λιγότερο ασυνείδητο, να είναι φορτισμένες όσο το δυνατό λιγότερο από φανταστικά στοιχεία. Επιθυμώ ο άλλος να είναι ελεύθερος, γιατί η ελευθερία μου αρχίζει εκεί οπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου και γιατί, μόνος μου, δεν μπορώ να είμαι, στην καλύτερη περίπτωση, παρά «ενάρετος εν δυστυχία». Δεν υπολογίζω ότι οι άνθρωποι θα μεταμορφωθούν σε αγγέλους, ούτε πως οι ψυχές τους θα γίνουν καθάριες σαν τις βουνίσιες λίμνες - που άλλωστε ανέκαθεν μου προξενούσαν βαθιά θλίψη. Ξέρω όμως πόσο η σημερινή κουλτούρα βαθαίνει και οξύνει τη δυσκολία τους να υπάρχουν, και να συνυπάρχουν με τους άλλους, και βλέπω πως πολλαπλασιάζει στο άπειρο τα εμπόδια στην ελευθερία τους.
Ξέρω, βέβαια, πως αυτός ο πόθος μου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σήμερα. κι ούτε θα πραγματοποιηθεί ολοκληρωτικά ενόσω ζω, ακόμη κι αν η επανάσταση γινόταν αύριο. Ξέρω ότι θα ζήσουν μια μέρα άνθρωποι που γι΄ αυτούς ούτε η ανάμνηση των προβλημάτων που μπορεί σήμερα να μας προξενούν το μεγαλύτερο άγχος δεν θα υπάρχει. Αυτή είναι η μοίρα μου που πρέπει να επωμισθώ, και που επωμίζομαι. Αλλ΄αυτό δεν πρέπει να με οδηγήσει ούτε στην απελπισία ούτε στον κατατονικό μηρυκασμό. Έχοντας αυτό τον πόθο, που είναι δικός μου, δεν μπορεί παρά να εργάζομαι για την πραγματοποίησή του. Και ήδη με την εκλογή που του αφιερώνω, για μένα γεμάτη νόημα (ακόμα κι αν συναντώ, και αποδέχομαι, τη μερική αποτυχία, τις αναβολές, τις παρακαμπτήριες, τα καθήκοντά που δεν έχουν νόημα από μόνα τους), με την συμμετοχή σε μια κοινότητα επαναστατών που επιχειρεί να ξεπεράσει τις αντικειμενοποιημένες και ξενωμένες σχέσεις της κοινωνίας όπου ζούμε- είμαι σε θέση να πραγματοποιήσω μερικά αυτόν τον πόθο. Αν είχα γεννηθεί σε μια κομμουνιστική κοινωνία, ίσως η ευτυχία να μου ήταν πιο εύκολη- δεν το ξέρω κι ούτε μπορώ να κάνω τίποτα σχετικά μ΄αυτό. Δεν θα καθίσω μ΄αυτό το πρόσχημα να περνώ τον ελεύθερο χρόνο μου παρακολουθώντας τηλεόραση ή διαβάζοντας αστυνομικά μυθιστορήματα.
Μήπως αυτή μου η στάση σημαίνει άρνηση της αρχής της πραγματικότητας; Αλλά ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της αρχής; Είναι ότι πρέπει να εργαζόμαστε- ή μήπως ότι πρέπει αναγκαία η εργασία να μην έχει νόημα, να γίνεται κάτω από συνθήκες εκμετάλλευσης, ν΄αντιφάσκει με τους στόχους για τους οποίους υποτίθεται ότι γίνεται; Αυτή η αρχή ισχύει μ΄αυτή τη μορφή για έναν εισοδηματία; Ίσχυε μήπως , μ΄αυτή τη μορφή, για τους ιθαγενείς των νησιών Τρομπριάντ ή Σαμόα; Ισχύει ακόμα και σήμερα, για τους ψαράδες ενός φτωχού μεσογειακού χωριού; Ως ποιο σημείο η αρχή της πραγματικότητας εκφράζει την φύση και που αρχίζει να εκφράζει την κοινωνία; Ως ποιο σημείο εκφράζει την κοινωνία ως κοινωνία και απο ποιο σημείο μια τάδε ιστορική μορφή της κοινωνίας; Γιατί όχι τη δουλοπαροικία, τις γαλέρες, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως; Πού μια φιλοσοφία θα έπαιρνε το δικαίωμα να σου πει: σ΄αυτό το συγκεκριμένο χιλιοστόμετρο των υπαρχόντων θεσμών, θα σας δείξω το σύνορο μεταξύ του φαινομένου και της ουσίας, μεταξύ των παροδικών ιστορικών μορφών και του αιωνίου είναι του κοινωνικού; Αποδέχομαι την αρχή της πραγματικότητας, γιατί αποδέχομαι την ανάγκη της εργασίας (καθόσον άλλωστε είναι πραγματική, γιατί ολοένα γίνεται λιγότερο προφανής) και την ανάγκη μιας κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας. Δεν αποδέχομαι όμως την επίκληση μιας ψεύτικης ψυχανάλυσης και μιας ψεύτικης μεταφυσικής, που εισάγει στην συγκεκριμένη συζήτηση των ιστορικών δυνατοτήτων αυθαίρετες βεβαιώσεις πάνω σε αδυνατότητες για τις οποίες δεν ξέρει τίποτα.
Είναι τάχα η επιθυμία μου παιδική; Μα ακριβώς η παιδική κατάσταση είναι ότι η ζωή μας είναι δοσμένη, και ότι ο Νόμος μάς είναι δοσμένος. Στην παιδική κατάσταση η ζωή μας δίνεται για τίποτα. και ο Νόμος μας δίνεται χωρίς τίποτα άλλο, και χωρίς δυνατότητα συζήτησης. Αυτό που θέλω είναι εντελώς το αντίθετο: να φτιάχνω εγώ τη ζωή μου, και να δίνω ζωή , ει δυνατόν, εν πάση περιπτώσει να δίνω για τη ζωή μου. Ο Νόμος να μη μου δίνεται απλώς αλλά να τον δίνω κι εγώ συγχρόνως στον εαυτό μου. Αυτός που διαρκώς βρίσκεται σε παιδική κατάσταση είναι ο κομφορμιστής ή ο απολίτικος: γιατί αποδέχεται τον Νόμο ασυζητητί και δεν επιθυμεί να συμμετέχει στη διαμόρφωσή του. Εκείνος που ζει μέσα στην κοινωνία χωρίς καμιά θέληση που ν΄αφορά τον Νόμο χωρίς πολιτική θέληση, απλώς αντικαθιστά τον ιδιωτικό πατέρα με τον ανώνυμο πατέρα. Η παιδική κατάσταση είναι, πρώτα, να δέχεσαι χωρίς να δίνεις και, μετά, να κάνεις ή να υπάρχεις για να δέχεσαι. Αυτό που θέλω είναι, αρχινώντας, μια δίκαιη ανταλλαγή, και στη συνέχεια το ξεπέρασμα αυτής της ανταλλαγής. Η παιδική κατάσταση είναι η δυϊκή σχέση, το φάντασμα της συγχώνευσης – και μ΄αυτή την έννοια, η σημερινή κοινωνία παιδικοποιεί διαρκώς τους πάντες με τη συγχώνευση που πραγματοποιεί στο φαντασιακό με απραγματικές οντότητες: τους αρχηγούς, τα έθνη, τους κοσμοναύτες ή τις βεντέτες. Αυτό που θέλω είναι η κοινωνία να πάψει πια να είναι μια οικογένεια, ψεύτικη επί πλέον μέχρι γελοίου, για ν΄αποκτήσει την αληθινή της διάσταση ως κοινωνίας, ως δικτύου σχέσεων μεταξύ αυτόνομων ενηλίκων.
Νάναι τάχα η επιθυμία μου μια επιθυμία εξουσίας; Μα αυτό που θέλω είναι η κατάργηση της εξουσίας με την σημερινή έννοια, είναι η εξουσία όλων. Η σημερινή εξουσία σημαίνει ότι οι άλλοι είναι πράγματα κι αυτό που θέλω είναι τελείως το αντίθετο. Αυτός που οι άλλοι του είναι πράγματα είναι ο ίδιος πράγμα, και δεν θέλω να είμαι πράγμα ούτε για μένα ούτε για τους άλλους. Δεν θέλω οι άλλοι να είναι πράγματα, δεν θάξερα τι να τους κάνω. Αν μπορώ να υπάρχω για τους άλλους, και οι άλλοι να μ΄αναγνωρίζουν, δεν θέλω αυτό να γίνεται σε συνάρτηση με την κατοχή ενός πράγματος που είναι έξω από μένα – της εξουσίας. ούτε να υπάρχει γ΄αυτούς μέσα στο φαντασιακό. Η αναγνώριση που απορρέει από τον άλλο δεν ισχύει για μένα παρά στον βαθμό που τον αναγνωρίζω εγώ ο ίδιος. Υπάρχει ο κίνδυνος να τα ξεχάσω όλα αυτά, αν κάποτε τα γεγονότα με οδηγούσαν κοντά στην «εξουσία»; Μου φαίνεται περισσότερο κι από απίθανο: αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήταν παρά μια χαμένη μάχη, και όχι το τέλος του πολέμου. και θα έπρεπε να ρυθμίζω τη ζωή μου πάνω στην υπόθεση ότι μπορεί μια μέρα να ξαναμωραθώ;
Κυνηγώ τάχα την χίμαιρα να θέλω να εξαλείψω την τραγική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης; Μου φαίνεται μάλλον πως θέλω να εξαλείψω απ΄αυτήν το μελόδραμα, την ψεύτικη τραγωδία – αυτήν όπου η καταστροφή επέρχεται χωρίς αναγκαιότητα, όπου όλα θα συνέβαιναν διαφορετικά, αν μονάχα τα πρόσωπα ήξεραν ή έκαναν αυτό ή εκείνο. Το να πεθαίνουν της πείνας οι άνθρωποι στις Ινδίες, ενώ στην Αμερική και στην Ευρώπη οι κυβερνήσεις βάζουν πρόστιμα στους γεωργούς που παράγουν «υπερβολικά»- είναι μια μακάβρια φάρσα, είναι ένα γκραν γκινιόλ όπου τα πτώματα και ο πόνος είναι πραγματικά. Δεν είναι τραγωδία, δεν υπάρχει σ΄αυτό τίποτα το αναπόφευκτο. Και αν η ανθρωπότητα εξαφανισθεί μια μέρα κάτω από τις υδρογονόβομβες, αρνούμαι να το ονομάσω τραγωδία, το ονομάζω μαλακία. Θέλω την κατάργηση του Παλιάτσου και της μεταμόρφωσης των ανθρώπων σε νευρόσπαστα από άλλα νευρόσπαστα που τους «κυβερνούν». Όταν ένας νευρωτικός επαναλαμβάνει για την εικοστή φορά την ίδια συμπεριφορά αποτυχίας, αναπαράγοντας για τον εαυτό του και για τους δικούς του τον ίδιο τύπο δυστυχίας , το να τον βοηθήσεις να το ξεπεράσει αυτό, σημαίνει να εξαλείψεις από τη ζωή του τη χονδροειδή φάρσα, όχι την τραγωδία: σημαίνει να του επιτρέψεις ν΄αντικρίσει επί τέλους τα πραγματικά προβλήματα της ζωής του και ό,τι τραγικό μπορεί να περιέχουν, που η νεύρωσή του είχε για λειτουργία εν μέρει να εκφράζει άλλα κυρίως να καλύπτει.
Όταν, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι στη Δύση, ένας μαθητής του Βούδα ήλθε να τον πληροφορήσει πως θαυμαστά πράγματα, όργανα, φάρμακα, μέθοδοι σκέψης, θεσμοί, είχαν μεταμορφώσει τη ζωή των ανθρώπων από την εποχή που ο Δάσκαλος αποσύρθηκε στα υψηλά οροπέδια, αυτόν τον σταμάτησε μετά τις πρώτες λέξεις. Εξαφάνισαν μήπως την θλίψη, την αρρώστια, τα γηρατειά και τον θάνατο; ρώτησε. Όχι, απάντησε ο μαθητής. Ε λοιπόν ,τότε θα μπορούσαν να καθίσουν ήσυχα στ΄αυγά τους, σκέφτηκε ο Δάσκαλος. Και ξαναβυθίστηκε στην περισυλλογή του, χωρίς καν να κάνει τον κόπο να δείξει στον μαθητή του ότι είχε πάψει να τον ακούει.
Η λογική του επαναστατικού προτάγματος
Η σοσιαλιστική επανάσταση έχει σαν στόχο τον μετασχηματισμό της κοινωνίας μέσα από την αυτόνομη δράση των ανθρώπων, και την εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας οργανωμένης για την αυτονομία όλων. Αυτό είναι ένα πρόταγμα. Δεν είναι ένα θεώρημα, το συμπέρασμα μιας απόδειξης που δείχνει τι αναπόφευκτα θα συμβεί. η ίδια η ιδέα μιας τέτοιας απόδειξης είναι παράλογη. Δεν είναι όμως και μια ουτοπία, μια ομολογία πίστεως, ένα αυθαίρετο στοίχημα.
Η σοσιαλιστική επανάσταση έχει σαν στόχο τον μετασχηματισμό της κοινωνίας μέσα από την αυτόνομη δράση των ανθρώπων, και την εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας οργανωμένης για την αυτονομία όλων. Αυτό είναι ένα πρόταγμα. Δεν είναι ένα θεώρημα, το συμπέρασμα μιας απόδειξης που δείχνει τι αναπόφευκτα θα συμβεί. η ίδια η ιδέα μιας τέτοιας απόδειξης είναι παράλογη. Δεν είναι όμως και μια ουτοπία, μια ομολογία πίστεως, ένα αυθαίρετο στοίχημα.
Το επαναστατικό πρόταγμα ριζώνει και
στηρίζεται στην ιστορική πραγματικότητα, στην κρίση της κατεστημένης κοινωνίας και στην αμφισβήτηση της από τη
μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων που ζούν σ΄αυτή την κοινωνία. Αυτή η κρίση δεν
είναι εκείνη που ο μαρξισμός είχε πιστέψει πως ανακάλυψε, η «αντίφαση ανάμεσα
στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στη διατήρηση των καπιταλιστικών
σχέσεων παραγωγής». Συνίσταται στο εξής, ότι η κοινωνική οργάνωση δεν
μπορεί να πραγματοποιήσει τους σκοπούς που ορίζει η ίδια, παρά κινητοποιώντας
μέσα που αντιβαίνουν προς αυτούς τους σκοπούς, δημιουργώντας απαιτήσεις που
δεν μπορεί να ικανοποιήσει, θέτοντας κριτήρια που είναι ανίκανη να
εφαρμόσει, νόρμες που είναι υποχρεωμένη να παραβεί. Ζητά από τους ανθρώπους, ως
παραγωγούς ή ως πολίτες, να παραμένουν παθητικοί, να περιορίζονται στην
εκτέλεση του έργου που τους επιβάλλει . όταν διαπιστώνει πως
αυτή η παθητικότητα είναι ο καρκίνος της, επιζητεί την πρωτοβουλία και τη
συμμετοχή, για να ανακαλύψει αμέσως ότι ούτε κι αυτές δεν μπορεί να τις
ανεχθεί, ότι αμφισβητούν την ίδια την ουσία της υπάρχουσας τάξης. Πρέπει να ζει
σε μια διπλή πραγματικότητα, να αντιδιαστέλλει ένα επίσημο από ένα πραγματικό,
που αντιτίθενται απόλυτα. Δεν πάσχει μόνο από μια αντίθεση μεταξύ τάξεων
εξωτερικών η μία προς την άλλη. Είναι συγκρουσιακή καθ΄εαυτήν, το
ναι και το όχι συνυπάρχουν ως προθέσεις του πράττειν στον τρόπο της να
οργανώνει και να αποδιοργανώνει, στον ακραίο εκκοινωνισμό και στην ακραία
εξατομίκευση της κοινωνίας που δημιουργεί. Κατά τον ίδιο τρόπο, η αμφισβήτηση για την οποία
μιλούμε δεν είναι απλώς ο αγώνας των εργαζομένων κατά της εκμετάλλευσης, ούτε η
πολιτική τους κινητοποίηση κατά του καθεστώτος. Έκδηλη στις μεγάλες ανοιχτές
συγκρούσεις και τις επαναστάσεις που σημαδεύουν την ιστορία του καπιταλισμού,
είναι διαρκώς παρούσα, μ΄έναν υπόρρητο και λανθάνοντα τρόπο, στην εργασία τους,
στην καθημερινή τους ζωή, στον τρόπο υπάρξεώς τους.
Μερικές φορές μας λένε: εφευρίσκετε μια κρίση της κοινωνίας, βαφτίζετε κρίση μια κατάσταση που πάντοτε υπήρχε. Θέλετε πάση θυσία να ανακαλύψετε ένα ριζικό νεωτερισμό μέσα στη φύση ή την ένταση των τωρινών κοινωνικών συγκρούσεων, διότι μόνο αυτό θα σας επέτρεπε να ισχυρισθείτε ότι μια ριζικά καινούργια κατάσταση προετοιμάζεται. Ονομάζεται αμφισβήτηση της ουσίας των κοινωνικών σχέσεων κάτι που υπήρχε πάντα, ως αποτέλεσμα των διαφορετικών και αντιτιθέμενων συμφερόντων των ομάδων και των τάξεων. Όλες οι κοινωνίες, τουλάχιστον οι ιστορικές, ήταν διηρημένες, κι αυτό τις οδήγησε ακριβώς στην παραγωγή άλλων κοινωνιών, εξίσου διηρημένων.
Λέμε πράγματι ότι μια ακριβής ανάλυση δείχνει ότι τα βαθιά στοιχεία της κρίσης της σύγχρονης κοινωνίας είναι ειδικά και ποιοτικώς μοναδικά. Υπάρχουν, ασφαλώς, αφελείς ψευδομαρξιστές που, ακόμα και σήμερα, δεν ξέρουν τίποτε άλλο να κάνουν απ΄το να αναφέρονται στην πάλη των τάξεων και να την αναμασούν, ξεχνώντας ότι η πάλη των τάξεων διαρκεί εδώ και χιλιετηρίδες, και ότι δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να προσφέρει από μόνη της, ένα στήριγμα στο σοσιαλιστικό πρόταγμα. Υπάρχουν όμως και ψευδο-αντικειμενικοί –και εξίσου αφελείς- κοινωνιολόγοι, που, έχοντας μάθει ότι πρέπει να αποφεύγουμε τις εθνοκεντρικές και «εποχο-κεντρικές» προβολές, και να αρνούμαστε την τάση που έχουμε να ευνοούμε την εποχή μας σαν κάτι το απόλυτα ξεχωριστό, παραμένουν εκεί, ρηχεύουν την ιστορική πραγματικότητα, και θάπτουν κάτω από ένα βουνό χάρτινης μεθοδολογίας το κεντρικό πρόβλημα της ιστορικής σκέψης, δηλαδή την ιδιαιτερότητα κάθε κοινωνίας ως ιδιαιτερότητα νοήματος και δυναμικής αυτού του νοήματος, το αναμφισβήτητο αν και μυστηριώδες γεγονός, χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχε ιστορία, ότι μερικές κοινωνίες εισάγουν ανύπαρκτες μέχρι τότε διαστάσεις, κάτι το ποιοτικά καινούργιο στη συζήτηση αυτών των ψευδο-φιλοσοφικών επιχειρημάτων. Όποιος δεν μπορεί να δει ότι ανάμεσα στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τον αιγυπτο-ασσυρο-βαβυλωνιακό κόσμο, ή ακόμα ανάμεσα στον Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση, υπάρχει, μια άλλη διαφορά, ένας άλλος τύπος, βαθμός και έννοια διαφοράς, απ΄ό,τι ανάμεσα σε δύο δένδρα ή ακόμα ανάμεσα σε δύο ανθρώπινα όντα της ίδιας εποχής- αυτός στερείται μιας ουσιαστικής για την κατανόηση του ιστορικού αντικειμένου αίσθησης, και θα έκανε καλύτερα ν΄ασχοληθεί με την εντομολογία ή τη βοτανική.
Ακριβώς μια τέτοια διαφορά ανάμεσα στη σημερινή κοινωνία και στις κοινωνίες που προηγήθηκαν, αν τις λάβουμε συνολικά, δείχνει η ανάλυση. Κι αυτό ακριβώς είναι πάνω απ΄όλα η κατάληξη μιας αυστηρής κοινωνιολογικής περιγραφής που σέβεται το αντικείμενό της, και το κάνει να μιλάει πραγματικά, αντί να το συνθλίβει κάτω από μια φτηνή μεταφυσική, διαβεβαιώνοντας ότι το κάθε τι ανάγεται πάντοτε στο αυτό. Ας θεωρήσουμε το πρόβλημα της εργασίας: ένα είναι ότι ο δούλος ή ο δουλοπάροικος αντιτίθεται στην εκμετάλλευσή του, δηλαδή αρνείται μια συμπληρωματική προσπάθεια ή απαιτεί ένα μεγαλύτερο μέρος του προϊόντος, μάχεται τις διαταγές του κυρίου ή του αφέντη στο επίπεδο, θα λέγαμε της «ποσότητας», άλλο όμως, και ριζικά διαφορετικό, είναι ότι ο εργάτης είναι υποχρεωμένος να μάχεται τις διαταγές της διεύθυνσης για να μπορέσει να τις εφαρμόσει, και ότι όχι μόνο η ποσότητα της εργασίας ή του προϊόντος αλλά και το περιεχόμενο και ο τρόπος διεξαγωγής της εργασίας είναι αντικείμενο μιας ακατάπαυστης πάλης –με δύο λόγια, ότι η διαδικασία της εργασίας δεν δημιουργεί μια εξωτερική ως προς την ίδια την εργασία σύγκρουση, αλλά υποχρεώνεται να στηριχθεί σε μια εσωτερική αντίφαση, την ταυτόχρονη απαίτηση αποκλεισμού και συμμετοχής στην οργάνωση και στη διεύθυνση της εργασίας.
Ας θεωρήσουμε επίσης το πρόβλημα της οικογένειας και της δομής της προσωπικότητας. Ότι η οικογενειακή οργάνωση περιείχε πάντα μια καταπιεστική αρχή, ότι τα άτομα ήταν πάντοτε υποχρεωμένα να εσωτερικεύουν μια σύγκρουση ανάμεσα στις ενορμήσεις τους και στις απαιτήσεις της δεδομένης κοινωνικής οργάνωσης, ότι κάθε κουλτούρα, αρχαϊκή ή ιστορική, εμφάνιζε μέσα στη «βασική της προσωπικότητα» μια ιδιαίτερη «νευρωτική» απόχρωση, αυτό είναι βέβαιο. Αυτό όμως που είναι ριζικά διαφορετικό είναι ότι δεν υπάρχει πλέον ευδιάκριτη αρχή στη βάση της οργάνωσης ή μάλλον της αποδιοργάνωσης της οικογένειας σήμερα, ούτε συναρθρωμένη δομή της προσωπικότητας του σύγχρονου ανθρώπου. Είναι ασφαλώς ανόητο να σκεπτόμαστε ότι οι Φλωρεντίνοι, οι Ρωμαίοι, οι Σπαρτιάτες, οι Mundugumor ή οι Kwakiutl ήταν «υγιείς», και ότι οι σύγχρονοί μας είναι «νευρωτικοί». Δεν είναι όμως καθόλου πιο έξυπνο να ξεχνούμε ότι ο τύπος της προσωπικότητας του Σπαρτιάτη ή του Mundugumor, όποιες κι αν ήταν οι «νευρωτικές συνιστώσες» , ήταν λειτουργικά πρόσφορος στην κοινωνία του, ότι το ίδιο το άτομο αισθανόταν προσαρμοσμένο σ΄αυτήν, ότι μπορούσε να την κάνει να λειτουργεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του, και να διαμορφώνει μια καινούργια γενιά που να κάνει το ίδιο, ενώ οι «νευρώσεις» ή «η νεύρωση» των σημερινών ανθρώπων εμφανίζονται ουσιαστικά, από κοινωνιολογική άποψη, σαν φαινόμενα μή προσαρμογής, που όχι μόνο βιώνονται υποκειμενικά σαν δυστυχία, αλλά που κυρίως παρακωλύουν την κοινωνική λειτουργία των ατόμων, τα εμποδίζουν να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στις απαιτήσεις της ζωής έτσι όπως αυτή είναι, και αναπαράγονται σαν μεγεθυμένη απροσαρμοστικότητα στη δεύτερη γενιά. Η «νεύρωση» του Σπαρτιάτη ήταν αυτό που του επέτρεπε την ενσωμάτωση στην κοινωνία του,-η «νεύρωση» του σύγχρονου ανθρώπου είναι αυτό που τον εμποδίζει να ενσωματωθεί. Είναι επιπόλαιο να υπενθυμίσουμε π.χ. ότι η ομοφυλοφιλία υπήρχε σ΄όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες- και να ξεχνούμε ότι κάθε φορά υπήρξε ως κάτι το κοινωνικά καθορισμένο: ως περιθωριακή απόκλιση ανεκτή ή περιφρονούμενη ή τιμωρούμενη. Ως διαστροφή πλατιά διαδεδομένη. Και ότι σήμερα είναι- τί είναι άραγε; Ή να λέμε ότι οι κοινωνίες προσαρμόστηκαν σε μια τεράστια ποικιλία διαφορετικών ρόλων της γυναίκας- για να ξεχνούμε και να συσκοτίζουμε το γεγονός ότι η σημερινή κοινωνία είναι η πρώτη στην οποία δεν υπάρχει για τη γυναίκα κανένας καθορισμένος ρόλος – και κατά άμεση και ευθεία συνέπεια ούτε και για τον άνδρα.
Ας θεωρήσουμε, τέλος, το ζήτημα των αξιών της κοινωνίας. Ρητά εκφρασμένο ή μη, σε κάθε κοινωνία υπήρξε ένα σύστημα αξιών- ή δύο που αλληλομάχονταν, αλλά που πάντα υπήρχαν. Κανένας υλικός καταναγκασμός δεν μπόρεσε να είναι με μια κάποια διάρκεια –δηλαδή κοινωνικά- αποτελεσματικός, χωρίς αυτό το «συμπλήρωμα δικαίωσης». Καμιά ψυχική καταπίεση δεν έπαιξε ποτέ κοινωνικό ρόλο, χωρίς αυτή την ολοφάνερη προέκταση. ένα Υπερ-Εγώ αποκλειστικά ασυνείδητο δεν είναι νοητό. Η ύπαρξη της κοινωνίας είχε πάντα σαν προϋπόθεση την ύπαρξη «κανόνων συμπεριφοράς», και οι κυρώσεις αυτών των κανόνων δεν ήταν ούτε μόνο ασυνείδητες, ούτε μόνο υλικές-νομικές, αλλά πάντοτε άτυπες κοινωνικές κυρώσεις, και «κυρώσεις» μετα-κοινωνικές (μεταφυσικές, θρησκευτικές κ.λπ.-με μία λέξη φαντασιακές, χωρίς αυτό να μειώνει καθόλου τη σημασία τους). Στις σπανιότατες περιπτώσεις, όπου αυτοί οι κανόνες παραβιάζονταν ανοιχτά, αυτό γινόταν μόνο από μια μικρή μεινότητα (18ο αιώνα, στη Γαλλία για παράδειγμα από μια μερίδα της αριστοκρατίας). Σήμερα, αυτοί οι κανόνες και οι κυρώσεις τους είναι σχεδόν αποκλειστικά νομικοί, και οι ασυνείδητοι σχηματισμοί δεν αντιστοιχούν πλέον σε κανόνες, με την κοινωνιολογική έννοια, είτε διότι, όπως μερικοί ψυχαναλυτές είπαν, το Υπέρ-Εγώ υφίσταται μια σημαντική εξασθένιση, είτε διότι η καθαρά κοινωνική συνιστώσα (και συνεπώς η λειτουργία) του Υπέρ-Εγώ συρρικνώνεται μέσα στην κονιορτοποίηση και την ανάμειξη των καταστάσεων και «τύπων προσωπικότητας» που αυξάνουν στη σύγχρονη κοινωνία. Πέρα από τις νομικές κυρώσεις, αυτοί οι κανόνες, τις περισσότερες φορές, δεν έχουν καμία προέκταση δικαίωσης στη συνείδηση των ανθρώπων. Το σημαντικότερο όμως δεν είναι η καθίζηση των κυρώσεων που περιβάλλουν τους απαγορευτικούς κανόνες: είναι η σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση θετικών κανόνων και αξιών. Η ζωή μιας κοινωνίας δεν μπορεί να θεμελιωθεί μονάχα πάνω σ΄ένα δίκτυο απαγορεύσεων, αρνητικών επιταγών. Τα άτομα δέχονταν πάντοτε από την κοινωνία μέσα στην οποία ζούσαν θετικές επιταγές, κατευθύνσεις, την παράσταση καταξιωμένων στόχων – και όλα αυτά διατυπώνονταν με τρόπο καθολικό, και «ενσαρκωνόταν» συγχρόνως, σε ό,τι ήταν για κάθε εποχή «το συλλογικό ιδεώδες του Εγώ». Από αυτή την άποψη δεν υπάρχουν στη σύγχρονη κοινωνία παρά μόνο υπολείμματα προηγούμενων φάσεων που διαβρώνονται όλο και περισσότερο μέρα με την μέρα και περιορίζονται σε αφαιρέσεις χωρίς σχέση με τη ζωή (η «ηθικότητα» ή μια «ανθρωπιστική» στάση), ή σε ρηχές ψευδο-αξίες, των οποίων η πραγμάτωση αποτελεί ταυτόχρονα την αυτοκαταγγελία τους (η κατανάλωση σαν αυτοσκοπός, ή η μόδα και το «καινούργιο»).
Μας λένε: Ακόμα κι αν παραδεχθούμε ότι υπάρχει αυτή η κρίση της κοινωνίας, δεν μπορείτε νόμιμα να θέσετε το πρόταγμα μιας καινούργιας κοινωνίας. διότι, από πού μπορείτε να βγάλετε ένα τέτοιο περιεχόμενο, αν όχι απ΄το κεφάλι σας, απ΄τις ιδέες σας, απ΄τις επιθυμίες σας- δηλαδή από το υποκειμενικό σας αυθαίρετο;
Απαντούμε: αν μ΄αυτό εννοείτε ότι δεν μπορούμε να «αποδείξουμε» την αναγκαιότητα ή την εξοχότητα του σοσιαλισμού, όπως αποδεικνύουμε το Πυθαγόρειο θεώρημα, ή ότι δεν μπορούμε να σας δείξουμε τον σοσιαλισμό να αναπτύσσεται μέσα στην κατεστημένη κοινωνία, όπως μπορούμε να δείξουμε ένα πουλάρι να φουσκώνει την κοιλιά μιας φοράδας, έχετε αναμφίβολα δίκαιο, αλλά συγχρόνως κάνετε σαν ν΄αγνοείτε ότι δεν έχουμε ποτέ να κάνουμε με τέτοιου είδους προφανή γεγονότα σε καμία πραγματική δραστηριότητα, είτε ατομική είτε συλλογική, και ότι κι εσείς οι ίδιοι παραμερίζετε αυτές τις απαιτήσεις, μόλις αναλαμβάνετε να κάνετε κάτι. Αν όμως θέλετε να πείτε ότι το επαναστατικό πρόταγμα δεν εκφράζει παρά μόνο το υποκειμενικό αυθαίρετο ορισμένων ατόμων, αυτό το κάνετε διότι πρώτα απ΄όλα αποφασίσατε να ξεχάσετε, περιφρονώντας τις αρχές που εξάλλου επικαλείσθε, την ιστορία των εκατόν πενήντα τελευταίων χρόνων και το γεγονός ότι το πρόβλημα μιας άλλης οργάνωσης της κοινωνίας τίθεται συνεχώς, όχι από μεταρρυθμιστές ή ιδεολόγους, αλλά από τεράστια συλλογικά κινήματα που άλλαξαν την όψη του κόσμου, έστω κι αν απέτυχαν σε σχέση με τις αρχικές προθέσεις τους. Έπειτα, διότι δεν βλέπετε ότι αυτή η κρίση, για την οποία μιλήσαμε, δεν είναι απλώς «κρίση καθ΄εαυτήν», αυτή η συγκρουσιακή κοινωνία δεν είναι ένα δοκάρι που σαπίζει με τον καιρό, μια μηχανή που σκουριάζει ή φθείρεται. η κρίση είναι κρίση από το ίδιο το γεγονός ότι είναι ταυτόχρονα αμφισβήτηση, προέρχεται από μια αμφισβήτηση και την τροφοδοτεί διαρκώς. Η σύγκρουση στην εργασία, η εξάρθρωση της προσωπικότητας, η κατάρρευση των κανόνων και των αξιών, δεν βιώνονται και δεν μπορούν να βιωθούν απ΄τους ανθρώπους σαν απλά γεγονότα ή εξωτερικές συμφορές. προκαλούν αμέσως την εμφάνιση απαντήσεων και προθέσεων που, με τη σειρά τους, ενώ ολοκληρώνουν την κρίση συγκροτώντας την ως πραγματική, πηγαίνουν συγχρόνως πέρα απ΄την απλή κρίση. Είναι ασφαλώς ψευδές και μυθολογικό να θέλουμε να βρούμε μέσα στο «αρνητικό» του καπιταλισμού, ένα «θετικό» που συγκρούεται συμμετρικά χιλιοστό με χιλιοστό είτε σύμφωνα με το αντικειμενιστικό στυλ ορισμένων διατυπώσεων του Μαρξ (όταν π.χ. το «αρνητικό» της ξένωσης θεωρείται σαν να αποτίθεται και να κατακάθεται στην υλική υποδομή μιας τεχνολογίας και ενός συσσωρευμένου κεφαλαίου, που περιέχουν, μαζί με το αναπόφευκτο ανθρώπινο επακόλουθό τους, το προλεταριάτο, τις αναγκαίες και ικανές συνθήκες του σοσιαλισμού), είτε σύμφωνα με το υποκειμενιστικό στυλ ορισμένων μαρξιστών (που βλέπουν τη σοσιαλιστική κοινωνία περίπου από τώρα συγκροτημένη μέσα στην εργατική κοινότητα του εργοστασίου και στον καινούργιο τύπο ανθρωπίνων σχέσεων που εμφανίζονται εκεί). Τόσο η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, όσο και η εξέλιξη των ανθρωπίνων στάσεων μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία εμφανίζουν σημασίες που δεν είναι απλές, που δεν είναι καν απλά αντιφατικές, με την έννοια μιας απλοϊκής διαλεκτικής που θα ανέπτυσσε το αντικείμενό της με αντιπαράθεση των εναντίων- σημασίες που μπορούμε να ονομάσουμε, ελλείψει άλλου όρου, αμφισήμαντες. Το αμφισήμαντο όμως, με την έννοια που του δίνουμε εδώ, δεν είναι το ακαθόριστο ή το αόριστο, το οτιδήποτε. Το αμφισήμαντο είναι αμφισήμαντο ως αποτέλεσμα της σύνθεσης πολλών σημασιών που θα επιδέχονταν συγκεκριμενοποίηση, και από τις οποίες καμιά δεν υπερτερεί προς στιγμής. Μέσα στην κρίση και στην αμφισβήτηση των μορφών της κοινωνικής ζωής από τους σύγχρονους ανθρώπους, υπάρχουν γεγονότα φορτισμένα με νόημα- η φθορά της αυθεντίας, η βαθμιαία εξάντληση των οικονομικών κινήτρων, η άμβλυνση της επιβολής του θεσμισμένου φαντασιακού, η μή αποδοχή κανόνων που μας έχουν απλώς κληροδοτηθεί ή δοθεί – γεγονότα που δεν μπορούμε να τα οργανώσουμε παρά γύρω από τη μια ή την άλλη από αυτές τις δύο κεντρικές σημασίες: είτε γύρω από ένα είδος βαθμιαίας αποσύνθεσης του περιεχομένου της ιστορικής ζωής, σταδιακής ανάδυσης μιας κοινωνίας που θα ήταν, οριακά, κοινωνία εξωτερικών σχέσεων των ανθρώπων απέναντι στους άλλους και απέναντι στον εαυτό τους, πυκνοκατοικημένη έρημος, μοναχικό πλήθος, και ούτε καν κλιματισμένος εφιάλτης, αλλά γενικευμένη νάρκωση. είτε πάλι στηριζόμενοι κυρίως σε ό,τι εμφανίζεται, μέσα στην εργασία των ανθρώπων, σαν τάση προς τη συνεργασία, τη συλλογική αυτοδιοίκηση των δραστηριοτήτων και την υπευθυνότητα, ερμηνεύουμε το σύνολο αυτών των φαινομένων σαν εμφάνιση μέσα στην κοινωνία της δυνατότητας και του αιτήματος της αυτονομίας.
Λένε ακόμη: εδώ δεν κάνετε παρά απλώς μια ανάγνωση. Θα συμφωνήσετε ότι δεν είναι η μόνη δυνατή. Εν ονόματι τίνος την κάνετε, εν ονόματι τίνος ισχυρίζεσθε ότι το μέλλον που σκοπεύετε είναι δυνατό και συνεκτικό, και, κυρίως, εν ονόματι τίνος κάνετε την επιλογή σας;
Η ανάγνωσή μας δεν είναι αυθαίρετη, κατά κάποιο τρόπο είναι απλώς η ερμηνεία αυτών που η σύγχρονη κοινωνία λέει για τον εαυτό της, είναι η μόνη προοπτική μέσα στην οποία γίνονται κατανοητές τόσο η κρίση της επιχείρησης όσο και της πολιτικής, τόσο η εμφάνιση της ψυχανάλυσης όσο και της ψυχοκοινωνιολογίας κ.λπ. Και προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι, όσο μακριά και αν κοιτάξουμε, η ιδέα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας δεν εμφανίζει καμιά αδυνατότητα ή έλλειψη συνοχής. Αλλά η ανάγνωσή μας είναι, πραγματικά, και συνάρτηση μιας επιλογής: μια ερμηνεία αυτού του τύπου και σ΄αυτή την κλίμακα δεν είναι δυνατή, σε τελευταίο βαθμό, παρά σε σχέση μ΄ένα πρόταγμα. Διαβεβαιώνουμε κάτι, που δεν επιβάλλεται «φυσικά» ή γεωμετρικά, προτιμούμε ένα μέλλον από ένα άλλο – και μάλιστα από κάθε άλλο.
Αυτή η επιλογή είναι αυθαίρετη; Αν θέλετε, με την έννοια που κάθε επιλογή είναι αυθαίρετη. Όμως απ΄ όλες τις ιστορικές επιλογές, μας φαίνεται η λιγότερο αυθαίρετη που υπήρξε ποτέ.
Γιατί προτιμούμε ένα σοσιαλιστικό μέλλον από κάθε άλλο; Αποκρυπτογραφούμε ή πιστεύουμε πως αποκρυπτογραφούμε μέσα στην πραγματική ιστορία μια σημασία –τη δυνατότητα και το αίτημα της αυτονομίας. Αυτή όμως η σημασία δεν παίρνει ολόκληρο το βάρος της παρά σε συνάρτηση με άλλες διαπιστώσεις. Αυτό το από «εκ των πραγμάτων» δεδομένο δεν αρκεί, δεν θα μπορούσε ως τέτοιο να μας επιβληθεί. Δεν επιδοκιμάζουμε αυτό που μας προσφέρει η σύγχρονη ιστορία απλώς γιατί «είναι», ή «γιατί «τείνει να είναι». Ακόμη κι αν φτάναμε στο συμπέρασμα ότι η πιο πιθανή ή και βέβαιη τάση της σύγχρονης ιστορίας είναι η καθολική εγκαθίδρυση στρατοπέδων συγκέντρωσης, με κανένα τρόπο δεν θα καταλήγαμε στο ότι πρέπει να την υποστηρίξουμε. Αν διαβεβαιώνουμε ότι η σύγχρονη κοινωνία τείνει προς την αυτονομία, αν θέλουμε να εργασθούμε για την πραγματοποίησή της, αυτό το κάνουμε διότι διαβεβαιώνουμε ότι η αυτονομία αποτελεί τον τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου, διότι την αξιολογούμε θετικά, διότι την αναγνωρίζουμε ως την ουσιαστική προσδοκία μας και ως μια προσδοκία που ξεπερνάει τις ιδιαιτερότητες της προσωπικής μας διαμόρφωσης, ως τη μόνη που μπορεί δημόσια να υποστηριχθεί με διαύγεια και συνοχή.
Υπάρχει λοιπόν εδώ διπλή σχέση. Οι λόγοι για τους οποίος σκοπεύουμε την αυτονομία ανήκουν και δεν ανήκουν στην εποχή μας. Δεν ανήκουν, διότι θα διαβεβαιώναμε την αξία της αυτονομίας, όποιες κι αν ήταν οι περιστάσεις, αλλά και για πιο βαθείς λόγους, διότι σκεπτόμαστε πως η επιδίωξη της αυτονομίας τείνει αναπόφευκτα να αναδυθεί εκεί όπου υπάρχει άνθρωπος και ιστορία, ότι όπως ακριβώς και η συνείδηση, η βλέψη της αυτονομίας είναι η μοίρα του ανθρώπου, ότι παρούσα, από καταβολής, διαμορφώνει την ιστορία παρά διαμορφώνεται από αυτήν.
Αυτοί όμως οι λόγοι ανήκουν επίσης και στην εποχή μας, με χίλιους τρόπους τόσο οφθαλμοφανείς, που θα ήταν περιττό να τους αναφέρουμε. Όχι μόνο γιατί οι αλληλουχίες μέσα από τις οποίες εμείς και άλλοι φτάνουμε σ΄αυτή τη βλέψη και στην συγκεκριμενοποίησή της ανήκουν στην εποχή μας, αλλά γιατί το περιεχόμενο που μπορούμε να της δώσουμε, ο τρόπος με τον οποίο σκεπτόμαστε ότι μπορεί να ενσαρκωθεί, δεν είναι δυνατός παρά μόνο σήμερα και προϋποθέτουν όλη την περασμένη ιστορία, και με πολύ περισσότερους τρόπους απ΄όσους υποψιαζόμαστε. Ειδικότερα, η ρητή κοινωνική διάσταση που μπορούμε να δώσουμε σήμερα σ΄αυτή τη βλέψη, η δυνατότητα μιας άλλης κοινωνικής μορφής, η μετάβαση από μια ηθική σε μια πολιτική της αυτονομίας (που χωρίς να καταργεί την ηθική, τη διατηρεί ξεπερνώντας την) είναι σαφώς συνδεδεμένες με τη συγκεκριμένη φάση της ιστορίας που διανύουμε.
Τέλος, μπορεί κανείς να ρωτήσει: και γιατί λοιπόν πιστεύετε ότι αυτή η δυνατότητα εμφανίζεται τώρα ακριβώς; Λέμε: αν το γιατί σας είναι συγκεκριμένο, έχουμε ήδη απαντήσει στην ερώτησή σας. Το γιατί βρίσκεται σε όλες τις ιδιαίτερες ιστορικές αλυσώσεις που οδήγησαν την ανθρωπότητα εκεί που είναι σήμερα, που έκαναν ακριβώς την καπιταλιστική κοινωνία και την τωρινή φάση, αυτή τη μοναδικά μοναδική εποχή που προσπαθούσαμε πιο πάνω να καθορίσουμε. Αν όμως το γιατί σας είναι ένα μεταφυσικό γιατί, αν ανάγεται στην ερώτηση: ποια είναι η ακριβής θέση της τωρινής φάσης μέσα σε μια ολική διαλεκτική της παγκόσμιας ιστορίας, γιατί η δυνατότητα του σοσιαλισμού θα αναδυόταν αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή στο σχέδιο της Δημιουργίας, ποια είναι η επεξεργασμένη σχέση αυτού του πρωταρχικού συστατικού της ιστορίας που είναι η αυτονομία, με τις διαδοχικές μορφές που παίρνει μέσα στον χρόνο- αρνούμαστε να απαντήσουμε. Διότι ακόμα και στην περίπτωση που η ερώτηση είχε ένα νόημα, θα ήταν καθαρά κατοπτριστική, και θεωρούμε παράλογο να αναβάλουμε κάθε πράττειν και μη-πράττειν, περιμένοντας πως κάποιος θα επεξεργασθεί με αυστηρότητα αυτή την καθολική διαλεκτική, ή θα ανακαλύψει στο βάθος ενός παλιού ντουλαπιού το σχέδιο της Δημιουργίας. Δεν θα περιπέσουμε σε αποχαύνωση από πείσμα που δεν κατέχουμε την απόλυτη γνώση. Αλλά αρνούμαστε τη νομιμότητα της ερώτησης, αρνούμαστε ότι έχει κάποιο νόημα να σκεπτόμαστε βάσει μιας ολικής διαλεκτικής, ενός σχεδίου της Δημιουργίας, μιας εξαντλητικής διαύγασης της σχέσης ανάμεσα σ΄αυτό που θεμελιώνεται με τον χρόνο και σ΄αυτό που θεμελιώνεται μέσα στον χρόνο. Η ιστορία έκανε να γεννηθεί ένα πρόταγμα, αυτό το πρόταγμα το κάνουμε δικό μας, διότι διακρίνουμε μέσα του τις βαθύτερές μας προσδοκίες , και σκεπτόμαστε ότι η πραγματοποίησή του είναι δυνατή. Βρισκόμαστε εδώ, σ΄αυτό το συγκεκριμένο μέρος του χώρου και του χρόνου, ανάμεσα σ΄αυτούς εδώ τους ανθρώπους, σ΄αυτόν εδώ τον ορίζοντα. Η γνώση ότι αυτός ο ορίζοντας δεν είναι ο μόνος δυνατός, δεν τον εμποδίζει να είναι ο δικός μας, αυτός που δίνει μορφή στο τοπίο της ύπαρξής μας. Τα υπόλοιπα, η ολική ιστορία του παντού και του πουθενά, είναι το αποτέλεσμα μιας σκέψης χωρίς ορίζοντα, που δεν είναι παρά μια άλλη ονομασία της μή-σκέψης.
Μερικές φορές μας λένε: εφευρίσκετε μια κρίση της κοινωνίας, βαφτίζετε κρίση μια κατάσταση που πάντοτε υπήρχε. Θέλετε πάση θυσία να ανακαλύψετε ένα ριζικό νεωτερισμό μέσα στη φύση ή την ένταση των τωρινών κοινωνικών συγκρούσεων, διότι μόνο αυτό θα σας επέτρεπε να ισχυρισθείτε ότι μια ριζικά καινούργια κατάσταση προετοιμάζεται. Ονομάζεται αμφισβήτηση της ουσίας των κοινωνικών σχέσεων κάτι που υπήρχε πάντα, ως αποτέλεσμα των διαφορετικών και αντιτιθέμενων συμφερόντων των ομάδων και των τάξεων. Όλες οι κοινωνίες, τουλάχιστον οι ιστορικές, ήταν διηρημένες, κι αυτό τις οδήγησε ακριβώς στην παραγωγή άλλων κοινωνιών, εξίσου διηρημένων.
Λέμε πράγματι ότι μια ακριβής ανάλυση δείχνει ότι τα βαθιά στοιχεία της κρίσης της σύγχρονης κοινωνίας είναι ειδικά και ποιοτικώς μοναδικά. Υπάρχουν, ασφαλώς, αφελείς ψευδομαρξιστές που, ακόμα και σήμερα, δεν ξέρουν τίποτε άλλο να κάνουν απ΄το να αναφέρονται στην πάλη των τάξεων και να την αναμασούν, ξεχνώντας ότι η πάλη των τάξεων διαρκεί εδώ και χιλιετηρίδες, και ότι δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να προσφέρει από μόνη της, ένα στήριγμα στο σοσιαλιστικό πρόταγμα. Υπάρχουν όμως και ψευδο-αντικειμενικοί –και εξίσου αφελείς- κοινωνιολόγοι, που, έχοντας μάθει ότι πρέπει να αποφεύγουμε τις εθνοκεντρικές και «εποχο-κεντρικές» προβολές, και να αρνούμαστε την τάση που έχουμε να ευνοούμε την εποχή μας σαν κάτι το απόλυτα ξεχωριστό, παραμένουν εκεί, ρηχεύουν την ιστορική πραγματικότητα, και θάπτουν κάτω από ένα βουνό χάρτινης μεθοδολογίας το κεντρικό πρόβλημα της ιστορικής σκέψης, δηλαδή την ιδιαιτερότητα κάθε κοινωνίας ως ιδιαιτερότητα νοήματος και δυναμικής αυτού του νοήματος, το αναμφισβήτητο αν και μυστηριώδες γεγονός, χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχε ιστορία, ότι μερικές κοινωνίες εισάγουν ανύπαρκτες μέχρι τότε διαστάσεις, κάτι το ποιοτικά καινούργιο στη συζήτηση αυτών των ψευδο-φιλοσοφικών επιχειρημάτων. Όποιος δεν μπορεί να δει ότι ανάμεσα στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τον αιγυπτο-ασσυρο-βαβυλωνιακό κόσμο, ή ακόμα ανάμεσα στον Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση, υπάρχει, μια άλλη διαφορά, ένας άλλος τύπος, βαθμός και έννοια διαφοράς, απ΄ό,τι ανάμεσα σε δύο δένδρα ή ακόμα ανάμεσα σε δύο ανθρώπινα όντα της ίδιας εποχής- αυτός στερείται μιας ουσιαστικής για την κατανόηση του ιστορικού αντικειμένου αίσθησης, και θα έκανε καλύτερα ν΄ασχοληθεί με την εντομολογία ή τη βοτανική.
Ακριβώς μια τέτοια διαφορά ανάμεσα στη σημερινή κοινωνία και στις κοινωνίες που προηγήθηκαν, αν τις λάβουμε συνολικά, δείχνει η ανάλυση. Κι αυτό ακριβώς είναι πάνω απ΄όλα η κατάληξη μιας αυστηρής κοινωνιολογικής περιγραφής που σέβεται το αντικείμενό της, και το κάνει να μιλάει πραγματικά, αντί να το συνθλίβει κάτω από μια φτηνή μεταφυσική, διαβεβαιώνοντας ότι το κάθε τι ανάγεται πάντοτε στο αυτό. Ας θεωρήσουμε το πρόβλημα της εργασίας: ένα είναι ότι ο δούλος ή ο δουλοπάροικος αντιτίθεται στην εκμετάλλευσή του, δηλαδή αρνείται μια συμπληρωματική προσπάθεια ή απαιτεί ένα μεγαλύτερο μέρος του προϊόντος, μάχεται τις διαταγές του κυρίου ή του αφέντη στο επίπεδο, θα λέγαμε της «ποσότητας», άλλο όμως, και ριζικά διαφορετικό, είναι ότι ο εργάτης είναι υποχρεωμένος να μάχεται τις διαταγές της διεύθυνσης για να μπορέσει να τις εφαρμόσει, και ότι όχι μόνο η ποσότητα της εργασίας ή του προϊόντος αλλά και το περιεχόμενο και ο τρόπος διεξαγωγής της εργασίας είναι αντικείμενο μιας ακατάπαυστης πάλης –με δύο λόγια, ότι η διαδικασία της εργασίας δεν δημιουργεί μια εξωτερική ως προς την ίδια την εργασία σύγκρουση, αλλά υποχρεώνεται να στηριχθεί σε μια εσωτερική αντίφαση, την ταυτόχρονη απαίτηση αποκλεισμού και συμμετοχής στην οργάνωση και στη διεύθυνση της εργασίας.
Ας θεωρήσουμε επίσης το πρόβλημα της οικογένειας και της δομής της προσωπικότητας. Ότι η οικογενειακή οργάνωση περιείχε πάντα μια καταπιεστική αρχή, ότι τα άτομα ήταν πάντοτε υποχρεωμένα να εσωτερικεύουν μια σύγκρουση ανάμεσα στις ενορμήσεις τους και στις απαιτήσεις της δεδομένης κοινωνικής οργάνωσης, ότι κάθε κουλτούρα, αρχαϊκή ή ιστορική, εμφάνιζε μέσα στη «βασική της προσωπικότητα» μια ιδιαίτερη «νευρωτική» απόχρωση, αυτό είναι βέβαιο. Αυτό όμως που είναι ριζικά διαφορετικό είναι ότι δεν υπάρχει πλέον ευδιάκριτη αρχή στη βάση της οργάνωσης ή μάλλον της αποδιοργάνωσης της οικογένειας σήμερα, ούτε συναρθρωμένη δομή της προσωπικότητας του σύγχρονου ανθρώπου. Είναι ασφαλώς ανόητο να σκεπτόμαστε ότι οι Φλωρεντίνοι, οι Ρωμαίοι, οι Σπαρτιάτες, οι Mundugumor ή οι Kwakiutl ήταν «υγιείς», και ότι οι σύγχρονοί μας είναι «νευρωτικοί». Δεν είναι όμως καθόλου πιο έξυπνο να ξεχνούμε ότι ο τύπος της προσωπικότητας του Σπαρτιάτη ή του Mundugumor, όποιες κι αν ήταν οι «νευρωτικές συνιστώσες» , ήταν λειτουργικά πρόσφορος στην κοινωνία του, ότι το ίδιο το άτομο αισθανόταν προσαρμοσμένο σ΄αυτήν, ότι μπορούσε να την κάνει να λειτουργεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του, και να διαμορφώνει μια καινούργια γενιά που να κάνει το ίδιο, ενώ οι «νευρώσεις» ή «η νεύρωση» των σημερινών ανθρώπων εμφανίζονται ουσιαστικά, από κοινωνιολογική άποψη, σαν φαινόμενα μή προσαρμογής, που όχι μόνο βιώνονται υποκειμενικά σαν δυστυχία, αλλά που κυρίως παρακωλύουν την κοινωνική λειτουργία των ατόμων, τα εμποδίζουν να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στις απαιτήσεις της ζωής έτσι όπως αυτή είναι, και αναπαράγονται σαν μεγεθυμένη απροσαρμοστικότητα στη δεύτερη γενιά. Η «νεύρωση» του Σπαρτιάτη ήταν αυτό που του επέτρεπε την ενσωμάτωση στην κοινωνία του,-η «νεύρωση» του σύγχρονου ανθρώπου είναι αυτό που τον εμποδίζει να ενσωματωθεί. Είναι επιπόλαιο να υπενθυμίσουμε π.χ. ότι η ομοφυλοφιλία υπήρχε σ΄όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες- και να ξεχνούμε ότι κάθε φορά υπήρξε ως κάτι το κοινωνικά καθορισμένο: ως περιθωριακή απόκλιση ανεκτή ή περιφρονούμενη ή τιμωρούμενη. Ως διαστροφή πλατιά διαδεδομένη. Και ότι σήμερα είναι- τί είναι άραγε; Ή να λέμε ότι οι κοινωνίες προσαρμόστηκαν σε μια τεράστια ποικιλία διαφορετικών ρόλων της γυναίκας- για να ξεχνούμε και να συσκοτίζουμε το γεγονός ότι η σημερινή κοινωνία είναι η πρώτη στην οποία δεν υπάρχει για τη γυναίκα κανένας καθορισμένος ρόλος – και κατά άμεση και ευθεία συνέπεια ούτε και για τον άνδρα.
Ας θεωρήσουμε, τέλος, το ζήτημα των αξιών της κοινωνίας. Ρητά εκφρασμένο ή μη, σε κάθε κοινωνία υπήρξε ένα σύστημα αξιών- ή δύο που αλληλομάχονταν, αλλά που πάντα υπήρχαν. Κανένας υλικός καταναγκασμός δεν μπόρεσε να είναι με μια κάποια διάρκεια –δηλαδή κοινωνικά- αποτελεσματικός, χωρίς αυτό το «συμπλήρωμα δικαίωσης». Καμιά ψυχική καταπίεση δεν έπαιξε ποτέ κοινωνικό ρόλο, χωρίς αυτή την ολοφάνερη προέκταση. ένα Υπερ-Εγώ αποκλειστικά ασυνείδητο δεν είναι νοητό. Η ύπαρξη της κοινωνίας είχε πάντα σαν προϋπόθεση την ύπαρξη «κανόνων συμπεριφοράς», και οι κυρώσεις αυτών των κανόνων δεν ήταν ούτε μόνο ασυνείδητες, ούτε μόνο υλικές-νομικές, αλλά πάντοτε άτυπες κοινωνικές κυρώσεις, και «κυρώσεις» μετα-κοινωνικές (μεταφυσικές, θρησκευτικές κ.λπ.-με μία λέξη φαντασιακές, χωρίς αυτό να μειώνει καθόλου τη σημασία τους). Στις σπανιότατες περιπτώσεις, όπου αυτοί οι κανόνες παραβιάζονταν ανοιχτά, αυτό γινόταν μόνο από μια μικρή μεινότητα (18ο αιώνα, στη Γαλλία για παράδειγμα από μια μερίδα της αριστοκρατίας). Σήμερα, αυτοί οι κανόνες και οι κυρώσεις τους είναι σχεδόν αποκλειστικά νομικοί, και οι ασυνείδητοι σχηματισμοί δεν αντιστοιχούν πλέον σε κανόνες, με την κοινωνιολογική έννοια, είτε διότι, όπως μερικοί ψυχαναλυτές είπαν, το Υπέρ-Εγώ υφίσταται μια σημαντική εξασθένιση, είτε διότι η καθαρά κοινωνική συνιστώσα (και συνεπώς η λειτουργία) του Υπέρ-Εγώ συρρικνώνεται μέσα στην κονιορτοποίηση και την ανάμειξη των καταστάσεων και «τύπων προσωπικότητας» που αυξάνουν στη σύγχρονη κοινωνία. Πέρα από τις νομικές κυρώσεις, αυτοί οι κανόνες, τις περισσότερες φορές, δεν έχουν καμία προέκταση δικαίωσης στη συνείδηση των ανθρώπων. Το σημαντικότερο όμως δεν είναι η καθίζηση των κυρώσεων που περιβάλλουν τους απαγορευτικούς κανόνες: είναι η σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση θετικών κανόνων και αξιών. Η ζωή μιας κοινωνίας δεν μπορεί να θεμελιωθεί μονάχα πάνω σ΄ένα δίκτυο απαγορεύσεων, αρνητικών επιταγών. Τα άτομα δέχονταν πάντοτε από την κοινωνία μέσα στην οποία ζούσαν θετικές επιταγές, κατευθύνσεις, την παράσταση καταξιωμένων στόχων – και όλα αυτά διατυπώνονταν με τρόπο καθολικό, και «ενσαρκωνόταν» συγχρόνως, σε ό,τι ήταν για κάθε εποχή «το συλλογικό ιδεώδες του Εγώ». Από αυτή την άποψη δεν υπάρχουν στη σύγχρονη κοινωνία παρά μόνο υπολείμματα προηγούμενων φάσεων που διαβρώνονται όλο και περισσότερο μέρα με την μέρα και περιορίζονται σε αφαιρέσεις χωρίς σχέση με τη ζωή (η «ηθικότητα» ή μια «ανθρωπιστική» στάση), ή σε ρηχές ψευδο-αξίες, των οποίων η πραγμάτωση αποτελεί ταυτόχρονα την αυτοκαταγγελία τους (η κατανάλωση σαν αυτοσκοπός, ή η μόδα και το «καινούργιο»).
Μας λένε: Ακόμα κι αν παραδεχθούμε ότι υπάρχει αυτή η κρίση της κοινωνίας, δεν μπορείτε νόμιμα να θέσετε το πρόταγμα μιας καινούργιας κοινωνίας. διότι, από πού μπορείτε να βγάλετε ένα τέτοιο περιεχόμενο, αν όχι απ΄το κεφάλι σας, απ΄τις ιδέες σας, απ΄τις επιθυμίες σας- δηλαδή από το υποκειμενικό σας αυθαίρετο;
Απαντούμε: αν μ΄αυτό εννοείτε ότι δεν μπορούμε να «αποδείξουμε» την αναγκαιότητα ή την εξοχότητα του σοσιαλισμού, όπως αποδεικνύουμε το Πυθαγόρειο θεώρημα, ή ότι δεν μπορούμε να σας δείξουμε τον σοσιαλισμό να αναπτύσσεται μέσα στην κατεστημένη κοινωνία, όπως μπορούμε να δείξουμε ένα πουλάρι να φουσκώνει την κοιλιά μιας φοράδας, έχετε αναμφίβολα δίκαιο, αλλά συγχρόνως κάνετε σαν ν΄αγνοείτε ότι δεν έχουμε ποτέ να κάνουμε με τέτοιου είδους προφανή γεγονότα σε καμία πραγματική δραστηριότητα, είτε ατομική είτε συλλογική, και ότι κι εσείς οι ίδιοι παραμερίζετε αυτές τις απαιτήσεις, μόλις αναλαμβάνετε να κάνετε κάτι. Αν όμως θέλετε να πείτε ότι το επαναστατικό πρόταγμα δεν εκφράζει παρά μόνο το υποκειμενικό αυθαίρετο ορισμένων ατόμων, αυτό το κάνετε διότι πρώτα απ΄όλα αποφασίσατε να ξεχάσετε, περιφρονώντας τις αρχές που εξάλλου επικαλείσθε, την ιστορία των εκατόν πενήντα τελευταίων χρόνων και το γεγονός ότι το πρόβλημα μιας άλλης οργάνωσης της κοινωνίας τίθεται συνεχώς, όχι από μεταρρυθμιστές ή ιδεολόγους, αλλά από τεράστια συλλογικά κινήματα που άλλαξαν την όψη του κόσμου, έστω κι αν απέτυχαν σε σχέση με τις αρχικές προθέσεις τους. Έπειτα, διότι δεν βλέπετε ότι αυτή η κρίση, για την οποία μιλήσαμε, δεν είναι απλώς «κρίση καθ΄εαυτήν», αυτή η συγκρουσιακή κοινωνία δεν είναι ένα δοκάρι που σαπίζει με τον καιρό, μια μηχανή που σκουριάζει ή φθείρεται. η κρίση είναι κρίση από το ίδιο το γεγονός ότι είναι ταυτόχρονα αμφισβήτηση, προέρχεται από μια αμφισβήτηση και την τροφοδοτεί διαρκώς. Η σύγκρουση στην εργασία, η εξάρθρωση της προσωπικότητας, η κατάρρευση των κανόνων και των αξιών, δεν βιώνονται και δεν μπορούν να βιωθούν απ΄τους ανθρώπους σαν απλά γεγονότα ή εξωτερικές συμφορές. προκαλούν αμέσως την εμφάνιση απαντήσεων και προθέσεων που, με τη σειρά τους, ενώ ολοκληρώνουν την κρίση συγκροτώντας την ως πραγματική, πηγαίνουν συγχρόνως πέρα απ΄την απλή κρίση. Είναι ασφαλώς ψευδές και μυθολογικό να θέλουμε να βρούμε μέσα στο «αρνητικό» του καπιταλισμού, ένα «θετικό» που συγκρούεται συμμετρικά χιλιοστό με χιλιοστό είτε σύμφωνα με το αντικειμενιστικό στυλ ορισμένων διατυπώσεων του Μαρξ (όταν π.χ. το «αρνητικό» της ξένωσης θεωρείται σαν να αποτίθεται και να κατακάθεται στην υλική υποδομή μιας τεχνολογίας και ενός συσσωρευμένου κεφαλαίου, που περιέχουν, μαζί με το αναπόφευκτο ανθρώπινο επακόλουθό τους, το προλεταριάτο, τις αναγκαίες και ικανές συνθήκες του σοσιαλισμού), είτε σύμφωνα με το υποκειμενιστικό στυλ ορισμένων μαρξιστών (που βλέπουν τη σοσιαλιστική κοινωνία περίπου από τώρα συγκροτημένη μέσα στην εργατική κοινότητα του εργοστασίου και στον καινούργιο τύπο ανθρωπίνων σχέσεων που εμφανίζονται εκεί). Τόσο η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, όσο και η εξέλιξη των ανθρωπίνων στάσεων μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία εμφανίζουν σημασίες που δεν είναι απλές, που δεν είναι καν απλά αντιφατικές, με την έννοια μιας απλοϊκής διαλεκτικής που θα ανέπτυσσε το αντικείμενό της με αντιπαράθεση των εναντίων- σημασίες που μπορούμε να ονομάσουμε, ελλείψει άλλου όρου, αμφισήμαντες. Το αμφισήμαντο όμως, με την έννοια που του δίνουμε εδώ, δεν είναι το ακαθόριστο ή το αόριστο, το οτιδήποτε. Το αμφισήμαντο είναι αμφισήμαντο ως αποτέλεσμα της σύνθεσης πολλών σημασιών που θα επιδέχονταν συγκεκριμενοποίηση, και από τις οποίες καμιά δεν υπερτερεί προς στιγμής. Μέσα στην κρίση και στην αμφισβήτηση των μορφών της κοινωνικής ζωής από τους σύγχρονους ανθρώπους, υπάρχουν γεγονότα φορτισμένα με νόημα- η φθορά της αυθεντίας, η βαθμιαία εξάντληση των οικονομικών κινήτρων, η άμβλυνση της επιβολής του θεσμισμένου φαντασιακού, η μή αποδοχή κανόνων που μας έχουν απλώς κληροδοτηθεί ή δοθεί – γεγονότα που δεν μπορούμε να τα οργανώσουμε παρά γύρω από τη μια ή την άλλη από αυτές τις δύο κεντρικές σημασίες: είτε γύρω από ένα είδος βαθμιαίας αποσύνθεσης του περιεχομένου της ιστορικής ζωής, σταδιακής ανάδυσης μιας κοινωνίας που θα ήταν, οριακά, κοινωνία εξωτερικών σχέσεων των ανθρώπων απέναντι στους άλλους και απέναντι στον εαυτό τους, πυκνοκατοικημένη έρημος, μοναχικό πλήθος, και ούτε καν κλιματισμένος εφιάλτης, αλλά γενικευμένη νάρκωση. είτε πάλι στηριζόμενοι κυρίως σε ό,τι εμφανίζεται, μέσα στην εργασία των ανθρώπων, σαν τάση προς τη συνεργασία, τη συλλογική αυτοδιοίκηση των δραστηριοτήτων και την υπευθυνότητα, ερμηνεύουμε το σύνολο αυτών των φαινομένων σαν εμφάνιση μέσα στην κοινωνία της δυνατότητας και του αιτήματος της αυτονομίας.
Λένε ακόμη: εδώ δεν κάνετε παρά απλώς μια ανάγνωση. Θα συμφωνήσετε ότι δεν είναι η μόνη δυνατή. Εν ονόματι τίνος την κάνετε, εν ονόματι τίνος ισχυρίζεσθε ότι το μέλλον που σκοπεύετε είναι δυνατό και συνεκτικό, και, κυρίως, εν ονόματι τίνος κάνετε την επιλογή σας;
Η ανάγνωσή μας δεν είναι αυθαίρετη, κατά κάποιο τρόπο είναι απλώς η ερμηνεία αυτών που η σύγχρονη κοινωνία λέει για τον εαυτό της, είναι η μόνη προοπτική μέσα στην οποία γίνονται κατανοητές τόσο η κρίση της επιχείρησης όσο και της πολιτικής, τόσο η εμφάνιση της ψυχανάλυσης όσο και της ψυχοκοινωνιολογίας κ.λπ. Και προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι, όσο μακριά και αν κοιτάξουμε, η ιδέα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας δεν εμφανίζει καμιά αδυνατότητα ή έλλειψη συνοχής. Αλλά η ανάγνωσή μας είναι, πραγματικά, και συνάρτηση μιας επιλογής: μια ερμηνεία αυτού του τύπου και σ΄αυτή την κλίμακα δεν είναι δυνατή, σε τελευταίο βαθμό, παρά σε σχέση μ΄ένα πρόταγμα. Διαβεβαιώνουμε κάτι, που δεν επιβάλλεται «φυσικά» ή γεωμετρικά, προτιμούμε ένα μέλλον από ένα άλλο – και μάλιστα από κάθε άλλο.
Αυτή η επιλογή είναι αυθαίρετη; Αν θέλετε, με την έννοια που κάθε επιλογή είναι αυθαίρετη. Όμως απ΄ όλες τις ιστορικές επιλογές, μας φαίνεται η λιγότερο αυθαίρετη που υπήρξε ποτέ.
Γιατί προτιμούμε ένα σοσιαλιστικό μέλλον από κάθε άλλο; Αποκρυπτογραφούμε ή πιστεύουμε πως αποκρυπτογραφούμε μέσα στην πραγματική ιστορία μια σημασία –τη δυνατότητα και το αίτημα της αυτονομίας. Αυτή όμως η σημασία δεν παίρνει ολόκληρο το βάρος της παρά σε συνάρτηση με άλλες διαπιστώσεις. Αυτό το από «εκ των πραγμάτων» δεδομένο δεν αρκεί, δεν θα μπορούσε ως τέτοιο να μας επιβληθεί. Δεν επιδοκιμάζουμε αυτό που μας προσφέρει η σύγχρονη ιστορία απλώς γιατί «είναι», ή «γιατί «τείνει να είναι». Ακόμη κι αν φτάναμε στο συμπέρασμα ότι η πιο πιθανή ή και βέβαιη τάση της σύγχρονης ιστορίας είναι η καθολική εγκαθίδρυση στρατοπέδων συγκέντρωσης, με κανένα τρόπο δεν θα καταλήγαμε στο ότι πρέπει να την υποστηρίξουμε. Αν διαβεβαιώνουμε ότι η σύγχρονη κοινωνία τείνει προς την αυτονομία, αν θέλουμε να εργασθούμε για την πραγματοποίησή της, αυτό το κάνουμε διότι διαβεβαιώνουμε ότι η αυτονομία αποτελεί τον τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου, διότι την αξιολογούμε θετικά, διότι την αναγνωρίζουμε ως την ουσιαστική προσδοκία μας και ως μια προσδοκία που ξεπερνάει τις ιδιαιτερότητες της προσωπικής μας διαμόρφωσης, ως τη μόνη που μπορεί δημόσια να υποστηριχθεί με διαύγεια και συνοχή.
Υπάρχει λοιπόν εδώ διπλή σχέση. Οι λόγοι για τους οποίος σκοπεύουμε την αυτονομία ανήκουν και δεν ανήκουν στην εποχή μας. Δεν ανήκουν, διότι θα διαβεβαιώναμε την αξία της αυτονομίας, όποιες κι αν ήταν οι περιστάσεις, αλλά και για πιο βαθείς λόγους, διότι σκεπτόμαστε πως η επιδίωξη της αυτονομίας τείνει αναπόφευκτα να αναδυθεί εκεί όπου υπάρχει άνθρωπος και ιστορία, ότι όπως ακριβώς και η συνείδηση, η βλέψη της αυτονομίας είναι η μοίρα του ανθρώπου, ότι παρούσα, από καταβολής, διαμορφώνει την ιστορία παρά διαμορφώνεται από αυτήν.
Αυτοί όμως οι λόγοι ανήκουν επίσης και στην εποχή μας, με χίλιους τρόπους τόσο οφθαλμοφανείς, που θα ήταν περιττό να τους αναφέρουμε. Όχι μόνο γιατί οι αλληλουχίες μέσα από τις οποίες εμείς και άλλοι φτάνουμε σ΄αυτή τη βλέψη και στην συγκεκριμενοποίησή της ανήκουν στην εποχή μας, αλλά γιατί το περιεχόμενο που μπορούμε να της δώσουμε, ο τρόπος με τον οποίο σκεπτόμαστε ότι μπορεί να ενσαρκωθεί, δεν είναι δυνατός παρά μόνο σήμερα και προϋποθέτουν όλη την περασμένη ιστορία, και με πολύ περισσότερους τρόπους απ΄όσους υποψιαζόμαστε. Ειδικότερα, η ρητή κοινωνική διάσταση που μπορούμε να δώσουμε σήμερα σ΄αυτή τη βλέψη, η δυνατότητα μιας άλλης κοινωνικής μορφής, η μετάβαση από μια ηθική σε μια πολιτική της αυτονομίας (που χωρίς να καταργεί την ηθική, τη διατηρεί ξεπερνώντας την) είναι σαφώς συνδεδεμένες με τη συγκεκριμένη φάση της ιστορίας που διανύουμε.
Τέλος, μπορεί κανείς να ρωτήσει: και γιατί λοιπόν πιστεύετε ότι αυτή η δυνατότητα εμφανίζεται τώρα ακριβώς; Λέμε: αν το γιατί σας είναι συγκεκριμένο, έχουμε ήδη απαντήσει στην ερώτησή σας. Το γιατί βρίσκεται σε όλες τις ιδιαίτερες ιστορικές αλυσώσεις που οδήγησαν την ανθρωπότητα εκεί που είναι σήμερα, που έκαναν ακριβώς την καπιταλιστική κοινωνία και την τωρινή φάση, αυτή τη μοναδικά μοναδική εποχή που προσπαθούσαμε πιο πάνω να καθορίσουμε. Αν όμως το γιατί σας είναι ένα μεταφυσικό γιατί, αν ανάγεται στην ερώτηση: ποια είναι η ακριβής θέση της τωρινής φάσης μέσα σε μια ολική διαλεκτική της παγκόσμιας ιστορίας, γιατί η δυνατότητα του σοσιαλισμού θα αναδυόταν αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή στο σχέδιο της Δημιουργίας, ποια είναι η επεξεργασμένη σχέση αυτού του πρωταρχικού συστατικού της ιστορίας που είναι η αυτονομία, με τις διαδοχικές μορφές που παίρνει μέσα στον χρόνο- αρνούμαστε να απαντήσουμε. Διότι ακόμα και στην περίπτωση που η ερώτηση είχε ένα νόημα, θα ήταν καθαρά κατοπτριστική, και θεωρούμε παράλογο να αναβάλουμε κάθε πράττειν και μη-πράττειν, περιμένοντας πως κάποιος θα επεξεργασθεί με αυστηρότητα αυτή την καθολική διαλεκτική, ή θα ανακαλύψει στο βάθος ενός παλιού ντουλαπιού το σχέδιο της Δημιουργίας. Δεν θα περιπέσουμε σε αποχαύνωση από πείσμα που δεν κατέχουμε την απόλυτη γνώση. Αλλά αρνούμαστε τη νομιμότητα της ερώτησης, αρνούμαστε ότι έχει κάποιο νόημα να σκεπτόμαστε βάσει μιας ολικής διαλεκτικής, ενός σχεδίου της Δημιουργίας, μιας εξαντλητικής διαύγασης της σχέσης ανάμεσα σ΄αυτό που θεμελιώνεται με τον χρόνο και σ΄αυτό που θεμελιώνεται μέσα στον χρόνο. Η ιστορία έκανε να γεννηθεί ένα πρόταγμα, αυτό το πρόταγμα το κάνουμε δικό μας, διότι διακρίνουμε μέσα του τις βαθύτερές μας προσδοκίες , και σκεπτόμαστε ότι η πραγματοποίησή του είναι δυνατή. Βρισκόμαστε εδώ, σ΄αυτό το συγκεκριμένο μέρος του χώρου και του χρόνου, ανάμεσα σ΄αυτούς εδώ τους ανθρώπους, σ΄αυτόν εδώ τον ορίζοντα. Η γνώση ότι αυτός ο ορίζοντας δεν είναι ο μόνος δυνατός, δεν τον εμποδίζει να είναι ο δικός μας, αυτός που δίνει μορφή στο τοπίο της ύπαρξής μας. Τα υπόλοιπα, η ολική ιστορία του παντού και του πουθενά, είναι το αποτέλεσμα μιας σκέψης χωρίς ορίζοντα, που δεν είναι παρά μια άλλη ονομασία της μή-σκέψης.
Δείτε επίσης:
-Κορνήλιου Καστοριάδη, αποσπάσματα από Το Επαναστατικό Πρόβλημα Σήμερα
-Χέρμπερτ Μαρκούζε, Οι σύγχρονες μορφές κοινωνικού ελέγχου (απόσπασμα από τον Μονοδιάστατο Άνθρωπο)
-Όταν το λόμπυ του ευρώ ανακάλυψε... τον Καστοριάδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου